ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ (Ι)

 
                                    
 

     [ποιήματα που απηχούν το εμβληματικό

    κείμενο (motto) του ιστότοπου Κεδρισός]

 
 

                    A. Ξενόγλωσση ποίηση

 

                       - ΝΤΑΛΙΜΠΟΡ ΠΕΣΕΚ: Γαλάζια νιάτα

 

 

                   B. Ελληνική ποίηση      

 

                      - ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ ΒΛΑΧΑΚΗ: Οι βεγγέρες του χειμώνα.

                      - ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ: Μια Μεγάλη Παρασκευή.

                      - ΛΑΜΠΗΣ ΚΑΨΕΤΑΚΗΣ: Λάθος.

                      - ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ: Παλιό τραγούδι, Ξένος.

                      - ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ: Κρητικός έφηβος. 

                      - ΕΛΕΝΗ ΡΑΒΑΝΗ: Εκ πεποιθήσεως.

                      - ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΛΕΛΑΚΗΣ: Άτιτλο.

                      - ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΧΑΛΑΚΗΣ: Εξομολόγηση.

 

 

                                                   - υπό διαμόρφωση -

 

 

 

A. Ξ ε ν ό γ λ ω σ σ η     π ο ί η σ η

 

Ντάλιμπορ Πέσεκ (Strakonice, Τσεχία 1921-1997)

 

 

ΓΑΛΑΖΙΑ ΝΙΑΤΑ

 

Γαλάζια παγούρια με νεροζούμι και στην τσέπη ψωμί και προσφάι
έτσι περνούνε τα πλήθη των εργατών στη μνήμη μου
τα παγούρια αιωρούνταν και γυαλίζανε
σαν τις γαλάζιες καμπανούλες πλάι στο δρόμο
γαλάζια φάνταζε η γαλάζια ποίηση της γαλάζιας νιότης μου
αυτά τα πλήθη εξακολουθούν να περνούν και σήμερα
από καιρό χωρίς παγούρια
ακόμα πηγαίνω μαζί τους
είμαι σα μια σταγόνα στον ωκεανό
ας μου το συγχωρήσουν οι εστέτ
αλλά αν κάθε ένας από αυτούς τουλάχιστον κατέβαινε σε 

                                                          [ανθρακωρυχείο]
έστω και μια φορά μονάχα ίδρωνε σε χαλυβουργείο
ανάσαινε μια βάρδια σε εργοστάσιο χημικών
τότε θα καταλάβαινε τι είναι λαός
κι όταν πάλι θα τον κοίταζε από το δέκατο πέμπτο πάτωμα
θα του χαμογελούσε.    

 

[Ο πίνακας που δεν τέλειωσε ποτέ, 1977]

Απόδοση: Κάρολος Τσίζεκ

 

 

***

 
 

               B. Ε λ λ η ν ι κ ή    π ο ί η σ η

 
 

Μαρινέλλα Βλαχάκη

 

 

ΟΙ ΒΕΓΓΕΡΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

 

Όταν πλήθαιναν οι βροχές και το κρύο δυνάμωνε,

γύριζαν πίσω οι πρόγονοι του σπιτιού

και οι μορφές τους σοβαρές σχηματίζονταν στις υγρασίες του τοίχου.

Τα βράδυα στις βεγγέρες όλο μιλούσαν για τα δικά τους με το στόμα 

                                                                                                               [μας,]

κι όλο πίνανε καμιά γουλιά κρασί απ΄το ποτήρι του πατέρα.

Όταν την άνοιξη ασπρίζαμε τους τοίχους,

εκείνοι έφευγαν ξανά πέρα στο κοιμητήρι.

Τώρα το καταχείμωνο προβάλλουνε στον τοίχο κι οι γονείς μου,

κι όλο κι αδειάζει το κρασί απ΄το ποτήρι μου.

 

 

***

 

Βαγγέλης Κακατσάκης

 

 

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

Μια Μεγάλη Παρασκευή στην Παλαιστίνη.

Μια Μεγάλη Παρασκευή στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζενίν.

Σωτήριος (τρόπος του λέγειν) έτος 1999 μ.Χ.

Το ρολόι του κόσμου και στην Τζενίν, εφέτος, χτυπάει μεσάνυχτα.

Δύο χιλιάδες περίπου χρόνια

ύστερα απ’ την Σταύρωση Εκείνου.           

Στην Αντίπερα Όχθη.

Εδώ, λίγο μετά το «Τετέλεσται».

Με τη Διεθνή Κοινότητα σε ρόλο Κεντυρίωνα.

Θεατή στη Σταύρωση του Ανθρώπου.

Κρανίου Τόπος.

Λίθοι και κέραμοι ατάκτως εριμμένοι.

Πτώματα σε κατάσταση προχωρημένης σήψης.

Η αποπνικτική αποφορά του θανάτου.

Διαμερισμένα άδεια ιμάτια.

Διαμελισμένα ισοπεδωμένα όνειρα.

Μια Παλαιστίνια Παναγιά με κατεβασμένη στα μάτια

«τη μαύρην ομπόλια».

Παγωμένα βλέμματα παιδιών που δεν έχουν άλλα δάκρυα.

Παγερά χαμόγελα στρατιωτών με πολλά υπονοούμενα.

Ουά ο καταλύων τον ναόν της παγκόσμιας τάξης!

Κανένας Νικόδημος, κανένας Ιωσήφ από Αριμαθαίας.

Μακριά, πολύ μακριά η Γεθσημανή.

Κι όμως!

Δυο ποδοπατημένα κρινάκια επιμένουν να μυρίζουν Ανάσταση…

 

***

 

Λάμπης Καψετάκης

 

 

ΛΑΘΟΣ

 

Χώρα λευκή και πέτρα μαύρη, σε ξέχασα.

Κάνει να βάλει κανείς στην απουσία σου

τη μέριμνα του αύριο. Γιατί, στο βάθος,

η έξοδος από τον μέγα κήπο ήταν θέμα λήθης.

Όμως πρέπει να μείνεις ώσπου να γίνουμε

ακριβοί κι εκείνα τα ποιήματα χρήματα.

 

Πέρασαν χωρίς να μυριστούν τη ζωή.

Μάκρυναν. Αν τους έπαιρνε το παράπονο,

θα πήγαιναν ένα ταξίδι τρυφερό.

Θα γνώριζε η άνοιξη την επιτυχία.

Όμως η ζωή τους περισπωμένη.

Η πατρίδα τους ευτέλισε.

Κατατέθηκαν ως ανείδεοι.

Να τους θυμάσαι∙ για να είσαι αληθινός. 

 

 

***

 

Βικτώρια Θεοδώρου (Χανιά 1926)

 

 

ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη

τ’ άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια

σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη

κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει

και σκουπισμένο τον αφήνει απ’ τ’ αγκαθόξυλα

για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,

όσοι την παν νεκρή να την πομπέψουνε

στου Κλαδισού την ποταμιά.

Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της

ξωπίσω της πολλοί, κι αδέρφια ακόμα, τηνε περιγελούν

και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ’ ένα καλάμι...

Τ’ αχείλι της σκισμένο δε σαλεύει

να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν

σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.

Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες

όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε τη ντροπή,

να δούνε τι μας καρτερεί κι εμάς που ανταρτέψαμε·

μα κείνες τηνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε,

την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν

στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,

για θυγατέρα τους την ελογάριασαν·

με τ’ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν

το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο

γεφυρωτά της φρύδια απ’ όπου εδιάβηκεν

η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα

σ’ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.

Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι

παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της

και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα

να σείεται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα

κι η φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.

 

Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής

για να της πει τ’ αξέχαστο τραγούδι,

εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά

δεν τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω

σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω

μαζί με τ’ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω...

 

[Βορεινό προάστειο, 1966]

 

                  ***

 
 

                                               ΞΕΝΟΣ

 

Σ’ αυτό τον ήλιο, σ’ αυτό τον τραχύ κατοπτρισμό χρωστούσε του προσώπου του το χρυσό νόμισμα. Κατατομή ανάμεικτη. Ρωμαϊκή σκληρότητα κι ευγένεια γαλατική. Ο ίδιος δεν είχε μελετήσει τον εαυτό του.

Στα μάτια των ποιητών τον ανακάλυπτε και τον ερμήνευε. Αχτίνες θαλπερές κι αχτίνες αιχμηρές από τους δίσκους των ματιών του. Δύναμη αστρική. Λαίμαργο φίλτρο. Ακόλουθος και διάκονος του επίχρυσου θεού - μεταγλωττιστής των ονείρων και περιηγητής: Θάσος, Σαμοθράκη και Άθως τον δεχτήκανε στους πέντε ίσκιους. Από το Φεγγάρι* στην Τροία αγνάντευε – η τρίαινα ετοιμοπόλεμη στα χέρια του για μια ακόμα θαλασσοταραχή.

Των ηττημένων που επέμεναν ν΄ αντιστέκονται θαυμαστής, με κοίταξε με σεβασμό και μόνο. Μάντης ανάλαφρος, εξωτικός στ΄ αμπέλια, κι όπως Ερμής της κοίλης λύρας εφευρέτης. Αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν παρά ένας έρωτας με κυανό πουκάμισο και φτερά – γρήγορα πέταξε – δίκαιος χορηγός. Άφησε αυτό που έπρεπε ν’ αφήσει: το απλήρωτο κενό, τη νοσταλγία. Όρθιες οι Πρέσπες και δεν έβγαιναν από τις κοίτες τους αλλά παλλόμενες από της ψυχής τον πυρετό με ακολουθούσαν. Ποίηση περισσή, σεμνότητα πολλή. Εκείνος ισορροπούσε ανάμεσα στα ιδεώδη και στην αρπαχτικότητα του πρόγονου, που μάζεψε σπυρί-σπυρί το μακεδονικό χρυσάφι κι οι ιθαγενείς με την μπομπότα και το κοκκινοπίπερο κοσκίνιζαν την άμμο. Σπούδασε την αρχαία γλώσσα τους, έφτασε ως την αυλή τους, όμως απόμεινε αναλφάβητος της επιείκειας, αυστηρός κριτής στους ξενιστές του.

Περιφρονώντας τα Ξένια που ακόμα και σήμερα τους δυναστεύουν βαριά για τ’ αδύνατα κελάρια τους – δεν υποψιάζονταν πως έτσι συνεχίζονται οι παμπάλαιοι πολιτισμοί. Τι ψάχνει σ’ αυτά τα εδάφη, σ’ αυτά τα νερά τα χρεωμένα να σταθμίζονται πάνω από ερείπια σεπτά; Που ώρες δειλινές σηκώνονται για να ελευθερωθούν, ν’ αποσπαστούν από την ιλύ των παρελθόντων;

* Όρος της Σαμοθράκης

 

***

 
 

Γιώργης Μανουσάκης (Χανιά, 1933-2008)

 

 

ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΕΦΗΒΟΣ

 

Μετωπικός κι ευθυτενής σαν κούρος

στέκει στο κέντρο της φωτογραφίας

πλατύστερνος και λιγνομέσης. Το δεξί του

χέρι στην ανθοστήλη, τ' αριστερό

στο μάκρος του μηρού. Ανεπαίσθητα

πιό μπροστά το ένα του πόδι.

 

Δίχως στολίδια ή άρματα — μόνο η καδένα

η ασημένια κρεμασμένη απ' το λαιμό του.

Μιτανογέλεκο και βράκα κολλημένα

πάνω στο σώμα του σα δέρμα

έτσι που φαίνεται χυτός, κράμα

πυκνό από νιάτα και σεμνή λεβεντοσύνη.

 

Στην ηρεμία της ακινησίας μαντεύεις

το φούσκωμα των μυώνων και τ' ανήσυχο

χτύπημα της καρδιάς. Είν' όλος

μια προσδοκία και μια συσπείρωση.

Και προσδοκώντας η ορμή του ανεβαίνει

απ' το κορμί στα μάτια για να γίνει

λάμψη, σαΐτες που δοξεύουν,

δίδυμa aστέρια που φωτίζουν την όψη την αυστηρή.

Τούτος ο άγουρος είν' έτοιμος να σπάσει

από πλησμονή ζωής. Ζητά το μαρμαρένιο

αλώνι για το πάλεμα τ' αντρίκειο.

 

Δεκαεφτά χρόνων έφυγε για τη Μακεδονία

κρυφά, αφήνοντάς μας τη ματιά του

να κοιτάζει ψηλά από την κορνίζα

ολόισια πέρ' απ΄ το χρόνο και το Χάρο

στο περιβόλι της αμάραντής του νιότης.

 

[Ταριχευτήριο Πουλιών, 1978]

 

 

***

 

Ελένη Ραβάνη

 

 

ΕΚ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΣ

 

Τι το Ον

τι το Μη Ον

και τι ανάμεσά τους

ρωτήσανε τον ποιητή.

Κι είπε εκείνος :

εκ πεποιθήσεως τίποτα, θνητός, πεπερασμένος

εκ πεποιθήσεως Αμαρτωλός,

Άνδρας, Γυναίκα

υδραυλική κατασκευή

εκ πεποιθήσεως Σώμα

Ληστής και Σταυρωμένος

εκ πεποιθήσεως Τίποτα

Ύλη εκτατή και Όλα Νους

κι ανάμεσά τους

πόνος, χαρά, μετάνοια,

κι ανάμεσά τους

Δάκρυα.

Γι' αυτό

Όσοι μπορούν, όσο δύνανται,

Να κλαίτε

εκ πεποιθήσεως Άνθρωποι.

 

***

 

Γιώργος Φαλελάκης (Χανιά -1965 - 2006)

 

 

ΑΤΙΤΛΟ

 

Μια τρίχα από το κασκέτο ενός μπολσεβίκου

Μία παράγραφος απ’ το κεφάλαιο του Μαρξ

Ένας στίχος από τη Μασσαλιώτισσα

Ένα πανό στα κάγκελα του Πολυτεχνείου.

 

Θα ‘θελα να ‘μουνα.

 

Η ομίχλη που σκέπασε το πτώμα του Τσεκεβάρα

Ένα γαρύφαλλο στον τάφο του Πέτρουλα

Μια κηλίδα αίμα στο κορμί της Κωνσταντοπούλου

Μια μολότοφ στο πρόσωπο ενός μπάτσου.

 

Θα ‘θελα να ‘μουνα.

 

Μια χορδή στην κιθάρα του Μπομπ Ντύλαν

Ο αισθησιασμός στη φωνή της Αλεξίου

Μια αρτηρία στην καρδιά σου

Μια προοπτική στα όνειρά σου.

 

Θα ‘θελα να ‘μουνα.

 

Το σαρδόνιο χαμόγελο του Μέγα Αλέξανδρου

Λίγο πριν κόψει τον Γόρδιο Δεσμό

Η σκλάβα που χόρεψε για τις μπότες του Τσέγκινς Χαν

Η μετάληψη στο στόμα ενός λεπρού.

Το άχνισμα του καφέ στο στόμα ενός ψυχοπαθή.

 

Θα ‘θελα να ‘μουνα.

 

 

***

 

Αντώνης Χαρχαλάκης

 

 

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 

Δεν είμαι απ΄ αυτούς που ηδονίζονται
«δηλητήριο βρωμίζοντας τη ρίμα…»*
όμως των βιωμάτων μου και των εμπειριών μου
η αλυσίδα έχει κρίκους αλλεπάλληλους
πίκρας, και προδομένης εγκαρτέρησης.
Όμως με της αισθήσεως της έκτης μου τα μάτια
῾῾βλέπω᾽᾽ τις θύελλες του Αύριο, που μας στέλνουνε
τα προμηνύματά τους από τώρα…
  
Πέρασα χρόνια – με πικρές ατέλειωτες ημέρες –
δίχως ψωμί, χαμόγελο, γλυκιά κουβέντα, ελπίδα.
Τη σάρκα μου την τρυφερή
τη μέστωσε η τραχύτητα του ανυπόταχτου τοπίου
και την εμούσκεψε η αλμύρα των δακρύων.
Με σημαδέψαν ανεξίτηλα
αναχωρήσεις κι απουσίες αγαπημένων,
εν μέσω θρήνων όσων μείναν, να θυμούνται
και να πεθάνουν…

 

Νιώθω να είναι υπερπλήρης η καρδιά μου
από πικρά κι ανάξια λόγια που με τύπτουνε
σαν το μαστίγιο και όπως η Συνείδηση…

Κι όλο τινάζω ένα κατάλευκο φτερό αισιοδοξίας,
να διώξω απ΄ της καρδιάς μου τα κατάβαθα
ένα ζωύφιο που τις μέρες μου βυζαίνει…

 

Πώς έγινα κουραστικός, ειρήνη! «Ειρήνη! Ειρήνη!»
νομίζετε πως ῾῾φταίω᾿᾿ εγώ;
Νομίζετε φωνάζω εγώ;
Οι άταφοι νεκροί που κουβαλώ,
που κουραστήκαν μια ζωή να γυμνητεύουν
με τις πληγές τους ανοιχτές στις αναμνήσεις μου
και θέλουν να ησυχάσουν, το φωνάζουνε!…
Μου το επιβάλλουν τα παιδιά,
που τίποτα δεν φταίνε για τον Κόσμο ῾῾μας᾿᾿
τα ωάρια που καρτερούν γονιμοποίηση
στων γυναικών τις μήτρες,
κι ακόμα ο ιδρώτας και τα βάσανα
που μετουσιώνονται σε έργα μεγαλόπνοα,
βομβώντας τον ύμνο:
Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Άνθρωπε!…

 

Τί ευθύνη το λοιπόν καταλογίζετε
στο στίχο μου, που ανέστιος, πένης και πληγωμένος
στης μοναξιάς τις λεωφόρους περιφέρεται,
και τρέφεται με στεναγμούς, τριγμούς δοντιών και κρότους;
(Αντηχημένα όλα αυτά σ΄ ένα τοπίο κούφιο).

 

Ήθελα να σας φέρω τριαντάφυλλα,
που τα καλλιεργούσα στην καρδιά μου,
μα πέρασε άνεμος κακός και μου τα σκόρπισε,
και μου΄ μειναν τ΄ αγκάθια, και οδύνη…

                                            

                        * στίχος από ποίημα του νεγροκουβανού ποιητή Νίκολας Γκιλιέν