Ποίηση και Πεζός Λόγος

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΣΟΥΒΑΤΖΗΣ

Σημάδι αναγνώρισης


Αλλάξαν όλα γύρω μου,
ένιωθα ξένος,
τότε είναι που φοβήθηκα
μη χάσω τον εαυτό μου
έτσι σταμάτησα να μεγαλώνω,
κι όταν όλοι μιλούσαν
για πράγματα άγνωστα σε μένα
και έτρεχαν να προλάβουν τις εξελίξεις
και να προσαρμοστούν
μην τους κακοχαρακτηρίσουν
και τους περάσουν για αφελείς
που δεν έχουν πιάσει το νόημα
και αδυνατούν να κατανοήσουν
το πνεύμα της εποχής
εγώ έκανα τη ζωή παιχνίδι
αλλά απ΄αυτά τα σοβαρά παιχνίδια
που αφήνουν τα σημάδια τους
κι έχουν σκληρούς κανόνες.

"Μα, έλα τώρα, παιδιά είμαστε;"
όταν ακούω αυτή τη φράση
κάνω τον αδιάφορο
για να μην μ΄αναγνωρίσουν
φανερώνομαι μόνο σ΄αυτούς
που μιλούν με στίχους
και παίρνουν στα σοβαρά
τα γέλια και τα δάκρυα των παιδιών.


 
 
 
ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΤΡΙΣΟΝ ΜΙΛΣΑΝΗ   
 

  Η αποτυχημένη διαφήμιση  

 

Προχθές μίλησα για το βιβλίο μου Ματιές στον κήπο του χαϊκού στην Κεϊκό,  γιαπωνέζα φίλη μου. Περιμένω πολλά απ’ αυτήν. Έχω ένα σωρό ιδέες και θέλω να τις βάλω σε πράξη και η συμβολή της μου είναι απαραίτητη. Θα ήθελα μεταξύ άλλων να  κάνω ένα μικρό φιλμ μαζί της. Την σκέφτηκα να κρατάει το βιβλίο μου στα χέρια της ντυμένη με το κιμονό που μου χάρισε η μητέρα της και να προφέρει με την χαρακτηριστική προφορά της στα ελληνικά : «Μ’ αρέσει αυτό το βιβλίο».

Το φιλμάκι αυτό θα μπορούσα να το μεταχειριστώ με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα να το βάλω στο Facebook να το διαβάσουν όλοι οι «φρέντς». Να το κυκλοφορήσω και σαν απλή φωτογραφία: Κοιτάξτε μια γιαπωνέζα που αγαπάει το βιβλίο μου… Θα ήταν για τους μέλλοντες αναγνώστες κάτι σαν γκαραντί για την αυθεντικότητά του.

Ύστερα σκέπτομαι πως η Κεϊκο έχει εξαίσια φωνή σοπράνο και θα μπορούσε στην παρουσίαση του βιβλίου να  τραγουδήσει μερικά ιαπωνικά τραγούδια. Είμαι σίγουρη πως δημιουργούσαν μια ωραία ξωτική ατμόσφαιρα. Ναι, ναι, ίσως  κάτι από τη Μαντάμ Μπατερφλάυ, ο Πουτσίνι λυγίζει και τις πιο αδιάφορες καρδιές!

Όσο το σκέπτομαι τόσο η ιδέα μου με ενθουσιάζει, τόσο με κατακλύζει ακατανίκητη αισιοδοξία…

Σπεύδω λοιπόν να της στείλω τη φωτογραφία του βιβλίου μου με ιμέιλ.

Μου τηλεφωνεί χωρίς χρονοτριβή. Όπως το περίμενα βρίσκει το εξώφυλλο εξαιρετικό. Ποιανού φωτογράφου είναι αυτή η υπέροχη εικόνα του εξωφύλλου;  Είναι καταπληκτική! Του Αράκη; Μα αυτός είναι ο πιο φημισμένος σύγχρονος ιάπωνας φωτογράφος!  Είναι άραγε εις γνώσιν της χρήσης που έκανα της φωτογραφίας του; Του ζητήθηκε η απαραίτητη άδεια;  Πληρώθηκαν τα δικαιώματα; Γιατί σίγουρα μια τέτοια σημαντική και όμορφη φωτογραφία το βιβλίο θα εξασφαλίσει και άφθονες πωλήσεις, δεν είναι έτσι;

Η φωνή της ηχεί παράξενα καθώς μου κάνει τις ερωτήσεις της. Την ακούω μαγκωμένη. Μου κάνει εντύπωση ο καταιγισμός τους και ο εύστοχος τρόπος με τον οποίο τις έχει επιλέξει. Ειδικότερα γιατί προέρχονται από ένα άτομο τόσο σιωπηλό και συνεσταλμένο όσο η Κεϊκό.

Δεν ξέρω τι να της απαντήσω. Ο εκδότης μου δεν έδωσε την παραμικρή σημασία σ’ αυτές τις λεπτομέρειες. Η φωτογραφία του άρεσε κι αυτό του ήταν αρκετό. Όταν μάλιστα σιγουρεύτηκε πως επρόκειτο για μια καρτ ποστάλ  αυτό τον καθησύχασε ακόμη περισσότερο. Και φυσικά ο Αράκη δεν έμαθε ποτέ τίποτε ούτε για την έκδοση ούτε για το εξώφυλλο που διακοσμήθηκε με την όμορφη σεμνά γυμνή γκέισά του, ούτε για την τιμή που του έκανε ο εκδότης μου, ερασιτέχνης γραφίστας, να την παρουσιάσει σε μία δική του εκδοχή: αντί δηλαδή να αρκεστεί στα υπέροχα βελουδένια μαύρα να  την μεταμορφώσει με ένα άνοστο ροζ βερνίκι...

Απαντάω στην Κεϊκο με μισόλογα. Ωστόσο εκείνη επιμένει. Θέλει να είναι σίγουρη. Προφανώς δεν έχει καμιά όρεξη να εμπλακεί σε μια ανήθικη  στην αντίληψή της ιστορία, έστω κι αν πρόκειται να βοηθήσει μια πολύ αγαπητή φίλη. Το ήθος της δεν της επιτρέπει να επέμβει εφόσον δεν έχει την βεβαιότητα  πως όλα έγιναν όπως όφειλαν να γίνουν.

Κλείνω το τηλέφωνο απογοητευμένη χωρίς να της έχω αποσπάσει καμιά συγκατάθεση  γι αυτή την ελάχιστη εξυπηρέτηση που της ζήτησα με τόσο ενθουσιασμό. Μέσα μου όμως επαναστατώ. Τέλος πάντων αυτοί οι Γιαπωνέζοι, είναι τόσο φορμαλιστές, «ψειρίζουν» πράγματα άνευ σημασίας. Ποιος τώρα θα σκεφτεί να πάει να βρει τον Αράκι για μια φωτογραφία του και μάλιστα επεξεργασμένη και μεταλλαγμένη σε μια τριτοκοσμική χώρα σαν την Ελλάδα; Ψήλους στ’ άχυρα!

Δεν είμαι όμως ευχαριστημένη, η καθαρότητα που απαιτούσε από μένα η Κεϊκό έρχεται  σε αντίφαση με το κομφούζιο που κυριαρχεί στον τόπο μου  και το μελάνι που χύνεται αυτό τον καιρό καταδικάζοντας  τη δική μας προχειρότητα. Όσο πιο αδιάφοροι στα προσχήματα είναι οι Έλληνες τόσο πιο προσεχτικοί και τελειομανείς είναι οι Ιάπωνες. Όσο ο σεβασμός για τη δουλειά του άλλου περνάει σε δεύτερο πλάνο στην χώρα μας, τόσο  στην Ιαπωνία είναι το σημαντικότερο αγαθό που πρέπει να προσφέρεις στον πλησίον σου.

Όσο για την διαφήμιση που θα μπορούσε να μου κάνει η Κεϊκο, νομίζω πως πρέπει να την ξεχάσω. Μα αλήθεια πως μου πέρασε από το μυαλό να εκμεταλλευτώ τη φίλη μου; Είμαι απαράδεχτη.

Έτσι κι αλλιώς το έχω παρατηρήσει: είναι ανώφελο να ζητάς. Οι Γιαπωνέζοι, όπως και όλοι οι γενναιόδωροι άνθρωποι, είναι πρόθυμοι να σου προσφέρουν τα πάντα, φτάνει να μη τους τα ζητήσεις!

                      

                          * 

 
       
 
 

    ΕΙΡΗΝΗ ΠΟΥΛΟΥ

 

Στην Πορτογαλλία απαγορεύεται να ουρήσει κάποιος στον Ωκεανό.

 

Πνεύμα Θεού μεταφέρεται επί ύδατος.

Ομολογώ ομολογώ πως εγώ το έκανα.

Ο ηλίθιος πολιτσμάνος με κοιτάζει δήθεν αδιάφορα βλέπω τα μάτια του βοϊδίσια ίσια κατευθείαν στα δικά μου

ας μην ήταν εκείνο το κρασί γλυκό κόκκινο πορτό από τη Μαδέρα που είχε φέρει ο Πέντρο στο μαγαζί του και θα σου έλεγα εγώ αν άκουγε ποτέ από εμένα τη λέξη ομολογώ ομόλογα μολόγα τι μαλάκας στ' αλήθεια που γίνομαι όταν πίνω δεν κρατάω το στόμα μου κλειστό τον είδα όμως στα ξαφνικά ναι η αλήθεια είναι πως με ξάφνιασε έτσι που στάθηκε πίσω μου και μου κράτησε τους ωμους καθώς ξέρναγα από πού ξεφύτρωσε αυτός ο άγιος Σεβαστιανός ήρθε να με σώσει και γέλασα στην υγειά σου λοιπόν αφού έβγαλα ό,τι είχα μέσα μου αθώος σαν άσπρη περιστερά γύρισα και τον κοίταξα ομολογώ είπα και έβγαλα μέσα από την τσέπη μου το μπουκάλι με το θαυματουργό ποτό ένα τελευταίο του είπα και κοίταξα τον ωκεανό ω τι υπέροχος που ήταν έτσι καθώς έσπαγαν τα κύματα πάνω στην προκυμαία ω τι ατέλειωτη θάλασσα ένα τελευταίο ποτηράκι στην υγειά μας ποτέ μην αφήνεις στη μέση ό,τι αρχίζεις να τελειώνουμε είπα ότι αρχίσαμε έτσι όπως στεκόταν αμίλητος έμοιαζε με πρόσκοπο λυκάκι το γαρύφαλλο του έλειπε μόνο είχε το ίδιο βλέμμα όπως και τώρα άδειο ομολογώ είπα για να σπάσει ο πάγος οίνος ευφραίνει καρδίαν του πρότεινα το μπουκάλι μου να πιεί και αυτός και η αλήθεια είναι πως τον λυπήθηκα έτσι που έστεκε με εκείνη την άθλια στολή τόσο λεπτεπίλεπτος με εκείνο το φτηνιάρικο σακάκι σίγουρα η αρμύρα θα το διαπερνάει τι στο διάβολο χάθηκε ο κόσμος να του έδιναν πιο χοντρά ρούχα αλλά ξέχασα περίοδος λιτότητας περικοπές πάει και το τριήμερο των αγίων πάντων το σώμα του Ιησού εξαφανίστηκε άνοιξε η γη και το κατάπιε η μέρα δημοκρατίας πάει περίπατο καιρός να γιορτάσουμε τη μέρα του τίποτα της ανακύκλωσης τίποτα να μην πάει χαμένο ούτε τα ληγμένα τρόφιμα να τα αγοράζουμε κάτω του κόστους και τα αποφάγια ό,τι έχετε ευχαρίστηση κύριε στην υγειά σου άγιε Σεβαστιανέ λίγο κρασάκι απέμεινε απο σαβατιανά σταφύλια του έδινα το μπουκάλι μου να πιεί αυτός τίποτα αμίλητος που να το φανταζόμουν ότι αυτός είχε στο μυαλό του να με συλλάβει ο μαλάκας και γιατί παρακαλώ και για ποιό λόγο μήπως ότι βγήκα μεθυσμένος από τη μπυραρία και ξέρναγα σε δημόσιο χώρο ή μήπως γιατί έκλανα στη μέση του δρόμου τσςςς τι ντροπή για τη δημόσια αιδώ ταράζεις τους τουρίστες τι γνώμη θα σχηματίσουν και άλλες τέτοιες παπαριές για αυτούς τους άφυλους μυξιάριδες που έρχονται σωρηδόν ένας θεός ξέρει ποιοί από πού Κίνα Ιαπωνία Αμερική Ολλανδία έχουμε βουλιάξει από δαύτους με τα πολύχρωμα βραχιολάκια τους ο ένας πίσω από τον άλλον να μη χαθούν όλα τα πρόβατα στο μαντρί πρρρρρρρρρτ από εδώ από εδώ προσέχετε μην χαθείτε μην απομακρύνεστε ένας θεός ξέρει τι μπορεί να σας συμβεί φάε το αυγό σου μπούλη και μη προσέχεις γύρω σου τι λένε οι ιθαγενείς εδώ εδώ κοίτα τη μαμά κότα θα σε ζεστάνει κάτω απο τις φτερούγες της μαλακισμένα υβρίδια ομολογώ ο ανακριτής επιμένει το στόμα μου κλειστό σαν εφτασφράγιστο μυστικό μόκο θέλω το δικηγόρο μου είμαι σε κατάσταση μέθης καλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή το μυαλό μου επανήρθε στη θέση του ο ανακριτής έξαλλος δεν το δείχνει κάνει δήθεν τον ευγενικό ξέρω όπου νάναι θα αρχίσει τα πολιτισμένα βασανιστήρια σιγά σιγά το πάει το γράμμα τη βλέπω τη δουλειά αλλά εγώ μόκο τα κρατάω όλα για μένα το πρωινό ξύπνημα τον ήλιο καθώς βγαίνει πίσω από τις στέγες των σπιτιών μετά από τόσα χρόνια και αυτή η πόλη ακόμα με εκπλήσει όποτε περνάω από το λιμάνι γεμίζω τα πνευμόνια μου από τη βουή του κόσμου κάθε καρυδιάς καρύδι και η αρμύρα ίδια εδώ και χρόνια ίδια άλλοτε οι καραβέλλες και οι πειρατές τώρα τα κρουαζιερόπλοια ένα σωρό εμπορικά όλα με ξένα σημαία τότε οι σκλάβοι από Αφρική τώρα σκλάβοι όλων των χρωμάτων και των εθνών συνοστίζονται στη αποβάθρα όσο όσο ένα μεροκάματο και να λέμε ευχαριστώ στον αφέντη χωρίς όνομα από πού ποιά πατρίδα μια μέρα όλοι θα εκπατριστούμε θα γίνουμε ακτήμονες ούτε ένα στρέμμα γής δεν θα παραμείνει δικό μας όλα στον αφέντη χωρίς όνομα από πού στον κανένα στο τίποτα μέσα μου όμως όλα μέσα μου δεν χαραμίζω ούτε μια λέξη μου σε αυτό το φτωχομπινέ και η πόλη και ο ωκεανός και τα μπούτια της Μαρίας που τρεμοπαίζουν σαν τα νερά του Τάγου που κυλάνε διασχίζοντας τις εφτά κοιλάδες και τα βράδια και το φεγγάρι που χτενίζεται στους καθρέφτες του ποταμού όλα δικά μου και όταν παραφιλάω ανάμεσα στα φύλλα του κήπου της και περιμένω να ανάψει τα φώτα δικά μου δε λέω κουβέντα όταν ξέρω ότι είναι μόνη περιμένω να φιλήσω τα χείλια της κόκκινα σαν τα φύλλα της παπαρούνας κωπηλατώ κάνω μπάνιο στο ασημί στο γυμνό της κορμί μέσα της η θάλασσα ο ωκεανός κατουράω μέσα του στα αρχίδια μου οι ηλίθιοι νόμοι όλοι οι χείμαροι χύνονται στη θάλασσα μα αυτή δεν γεμίζει αν δεν είχα αυτή τη γαμοδουλειά θα έμενα πλάι της όλη τη μέρα και ό,τι ήθελε εκείνη θα την πήγαινα στο νησί με τις άγκυρες που σαν καβλιά ριζωμένες στην άμμο με τις άκρες τους να τρυπάνε τον ουρανό εκεί θα την πήγαινα να γυρίζουμε όλη μέρα γυμνοί κάτω από τον ήλιο σαν κοκκινόκωλες μαϊμούδες ομολογώ ομολογώ αλλά σε σένα κόπανε τίποτα το στόμα μου κλειστό χαϊβάνι πως θάθελα να κατεβάσω τα παντελόνια μου και να χέσω εδώ μέσα αν δεν είχα αυτή τη γαμοδουλειά να κουβαλάω πτώματα όλη μέρα όλα αυτά τα σφαγμένα αρνιά κοτόπουλα γουρούνια κάθε μέρα από τα ψυγεία στην αγορά η ίδια διαδρομή κάθε μέρα με σακάτεψαν τα ψοφίμια με εκδικούνται ακόμα και έτσι όταν τελειώνω με δαύτα ούτε να τα βλέπω δεν θέλω ούτε να τα μυρίζω ή να τα τρώω τα σιχαίνομαι μόνο σούπες με λαχανικά και σκορδόψωμο και ας βρωμάω από μίλια μακριά και ούτε λαρδί του Θεού ούτε κοιλιά της μοναχής ονόματα και αυτά μόνο μουνί της Παναγίας δεν έβγαλαν Θεέ μου συγχώρα με τον αμαρτωλό δεν ήθελα να σε προσβάλλω πρέπει να είμαστε προσεχτικοί σε θέματα θρησκείας αλίμονό μας δεν επιτρέπονται οι κακιές λέξεις σε ευσεβή στόματα χριστιανών καθολικών μουσουλμάνων στην πυρά οι μάγισσες φωτιά και μπέρμπερι πίσσα και πούπουλα όλοι οι υβριστές των ιερών και των οσίων πιο εύκολο να βιάζεις ανήλικα να σκοτώνεις να μπουζουριάζεις όποιον χαλάει την αισθητική του δημόσιου χώρου μην κλάσεις και φύγουν ω Θεέ μου φύλαξον τον κώλο μου από τέτοια αμαρτία ευτυχώς το μυαλό μου λειτούργησε έστω την τελευταία στιγμή και δεν είπα λέξη για τον άντρα της Μαρίας ούτε για τα λαθραία τσιγάρα που κουβαλάει από τα γεωργιανά εμπορικά ούτε για εκέινη τη μέρα που μεθυσμένη όρμησε μέσα στην αρένα και σήκωνε τα φουστάνια της μπροστά στο γέρικο ζώο φωνάζοντάς του και εμείς ένα μάτσο αρσενικά μαζεμένοι γύρω της πιο ξαναμέννοι από τον ταύρο Ολέ ουρλιάζαμε με όλη μας τη δύναμη βγάζαμε τις μπλούζες μας καβλωμένοι να της ορμήσει ο ταύρος να την ξεσκίσει την πουτάνα και όσο βλέπαμε το ζώο ήρεμο να κοιτάζει τόσο σκυλιάζαμε από το κακό μας μέχρι που ορμήσαμε εμείς επάνω της και την αφήσαμε γυμνή στη μέση της αρένας τέτοια ζώα είμαστε και την άλλη μέρα με κατεβασμένα μούτρα ζητάγαμε συγνώμη σαν μετανοημένες Παρθένες και αυτή μόνο που δεν έκλαιγε από συγκίνηση δεν χρειάζονται πολλά λίγο ευαίσθητος αν το παίξεις λίγο παιδί που ζητάει την προστασία της και είναι έτοιμες να συγχωρέσουν την κάθε σου μαλακία τέτοιες μαλακισμένες είναι μοσχαναθρεμένες με προσευχές ακόμα και όσες δεν πιστεύουν έτοιμες να θυσιαστούν για τον κάθε κόπανο που θα της μιλήσει γλυκά για κάθε μετανοημένο πάντα έτοιμες να συγχωρέσουν έτοιμες να παίξουν το ρόλο του σωτήρα αγίες μόνο το φωτοστέφανο λείπει οσιομάρτυρες που βασανίστηκαν για χάρη του παραστρατημένου κι αν κάνεις το λάθος και παραδοθείς στην αγκαλιά τους λίγο παραπάνω αν νοιαστείς σε κόβουν σαν πράσινο βλαστάρι ο σωστός άντρας είναι μαύρο πρόβατο πολεμιστής μέχρι θανάτου θαλασσοπόρος κατακτητής Vasco da Gamma,Pedro Alvares Cabrac ανακαλύπτει καινούρια μέρη αποικίες χρυσάφι σκλάβοι όλα για τη βασίλισσα στα πόδια της όλα τα πλούτη του κόσμου πρέπει να είμαστε περήφανοι για τη γενιά των δουλεμπόρων Αγκόλα Βραζιλία Γουινέα Μπισάου Μοζαμβίκη Πράσινο Ακρωτήριο πράσινο σμαραγδένιο πράσινο το απαράμιλλο φως των ματιών της μόνο αυτό σκεφτόμουν όσο ο Πέντρο μου μίλαγε για την κόκα γερή μπάζα με τόσο πράμα θα μπορούσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου αραχτός να κυκλοφορώ με όποια γκόμενα θέλω με κάμπριο Μερσεντές ένα ταξιδάκι μόνο χρειάζεται Καραϊβική Πόρτο με το ιστιοπλοϊκό του ίσως να πήγαινα και στην Αμερική εκεί από ότι μαθαίνω έχει πολύ ψωμί αν κατάφερνα μάλιστα να δικτυωθώ με τα κυκλώματα θα μπορούσα να γίνω πάμπλουτος ναι αυτό θα ήταν το καλύτερο και να γυρίσω μετά από χρόνια συνταξιούχος με άλλη υπηκοότητα να με ξεσκατίζουν ανήλικα όλες στα πόδια μου με τόσο χρήμα θα τις είχα όλες όλα όσα λαχταράει η ψυχή μου θα είχα και απαλλαγή από την εφορία όλα δικά μου και η θάλασσα και οι παραλίες και ο ωκεανός και η Μαρία και το σπίτι στην πλατεία Μπελέμ με τα πλακάκια arulejos στην αυλή με δυό λιοντάρια να φυλάνε την είσοδο και ένα αληθινό να ακούγονται οι βρυχηθμοί του μέχρι την αίθουσα του κυβερνήτη στο θολωτό μπουντρούμι ναι τότε σίγουρα κανείς δεν θα μπορεί να με πιάσει ελεύθερος επιτέλους θα είμαι εγώ το θηρίο που το έσκασε από τη φυλακή του από τα τείχη που έχτισαν γύρω μου νόμοι νόμοι το μάτι του Θεού θα τυφλωθεί ναι ελεύθερος θα βγω από τη σπηλιά του Κύκλωπα θα γίνω εγώ ο Κανένας ο Τίποτα ναι ελεύθερος θα φωνάζω όσες πέτρες και να μου ρίχνουν δεν με πιάνουν πια όσες κλωτσιές όσο και να με χτυπάνε όσα ηλεκτροσόκ κι αν μου κάνουν αντέχω αντέχω είμαι λιοντάρι τίγρης που βγήκε από το κελλί του πάω όπου θέλω κατάγομαι από γενιά κατακτητών κουρσάρων είμαι λιοντάρι κατεβαίνω από το κάστρο του sao jorge τη λεωφόρο της ανεξαρτησίας ανατολικά ανατολικά ξεχύνομαι μέσα στα τρένα στα μετρό στα πολυκαταστήματα Mall Vasco da Gamma στο πάρκο των Εθνών με τα μοντέρνα κτίρια στα εστιατόρια στους κήπους στο καζίνο στο θέατρο Gamoes στο διάσημο ενυδρείο αρπάζω με τα δόντια μου το εναέριο τελεφερίκ μπαίνω στο σινεμά θρονιάζομαι στην πρώτη θέση απλώνομαι πάνω σε πορφυρά βελούδινα καθίσματα.

Σας αγαπώ όλους όλα σαν θηρίο 

Σας αγαπώ σαρκοφαγικά διαστροφικά

καρφώνοντας το βλέμμα μου σε εσάς

Ω πράγματα μεγάλα κοινά χρήσιμα άχρηστα πράγματα

εντελώς μοντέρνα *

 

* Fernando Pessoa, 1888-1935, απόσπασμα από τα ποιήματα του Αλβάρος ντε Κάμπος.

 

         Ο βόας


-Λοιπόν κυρία μου πώς είστε;
- Καλύτερα γιατρέ, όμως νιώθω ακόμα εκείνη την ακόρεστη όρεξη
λες και ό,τι καταπίνω δεν μου αρκεί.
- Είναι απολύτως φυσικό μη νοιάζεστε. Σιγά- σιγά θα συνηθίσετε
κι εσείς.
- Δυσκολεύομαι να μασάω την τροφή και τα βράδια ονειρεύομαι
σάρκα ωμή, ζωντανό κορμί, κόκαλα μυς να σπάνε μέσα  μου
να διαλύονται.
- Μη βιάζεστε, βόας ήταν αυτός και μάλιστα μεγάλος, χρειάζεται τον
χρόνο του .  Μη βιάζεστε. 


Και μέσα από τα λεπτεπίλεπτα γυαλιά ένιωσε το μεγάλο στήθος της
να τον αγγίζει, όσο εκείνο πάλευε ασθμαίνοντας να βγει  μέσα από
το δαντελένιο μπούστο .
Είδε ξανά, το σώμα το γυμνό πάνω στο χειρουργείο, τα μάτια τα κλειστά,
ηδονικά τα χείλη κόκκινα και φαντάστηκε ξανά τον έρωτα.
"Σιγά σιγά θα συνηθίσετε  κι εσείς" και σαν να μίλαγε στον εαυτό του
ένωσε τις παλάμες του και κοίταξε έξω το γκαζόν, τον φράχτη,
με πόση τελειότητα ήταν κλαδεμένος, όλα ομοιόμορφα .
Οι πράσινες κορφές τους σε σχήματα κωνικά, κυλινδρικά, τετράγωνα.
"Θα συνηθίσετε κι εσείς, σε μια ανύποπτη στιγμή
καθώς αμέριμνη θα καθαρίζετε κρεμμύδια, 

θα νιώσετε μια αιφνίδια  αλλαγή
και ίσως τότε να πειστείτε πως δεν ήσασταν ποτέ ο βόας, 

αλλά εκείνο το παιδί, που ανύποπτο κοιμήθηκε στη σκιά
ενός μεγάλου δέντρου".

 

 

        ***

 
 

 

Μαρινέλλα Βλαχάκη

 
 

ΜΕ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΕΥΑ

 

Αξιώθηκα
να συλλαβίσω απ’ την αρχή
απλές λεξούλες.
Να σιγοτραγουδήσω νανουρίσματα.
Να νιώσω την αναπνοούλα της 
σιμά στο πρόσωπό μου.
Αξιώθηκα την αθωότητα.

 

Και ονειρεύτηκα,
σαν να μην έζησα ποτέ,
σαν να μην ξέρω...
Έναν δίκαιο κόσμο.




ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ

 

Κουρασμένο,
σχεδόν γερασμένο το χέρι μου
κρατά το τρυφερό χεράκι του μωρού μου
κι αρχίζει  το ταξίδι μας.
Εκείνο μπρος κι εγώ στα χρόνια πίσω
όταν το χέρι μου νεανικό,  σχεδόν παιδικό
κρατούσε το χεράκι του πατέρα του.

 

Μάλλινα πλέκω,
βελόνες τα μολύβια μου.
Να μην κρυώσουνε με τον καιρό
Μνήμες, στιγμές κι αισθήματα.

 

                                        Σεπτέμβρης 2014

 

 

  ***

 

 

 

    Ειρήνη Παραδεισανού

 

ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΘΩΩΤΗΤΑ

 

Όταν οι άνεμοι στοργικά αποθέταν
Την  αφή της συμπόνιας στο δέρμα του
Έκλεινε τα μάτια το παιδί
Ακουμπισμένο στις βρώμικες πλάκες
Και απαλά παραδιδόταν στ’ όνειρο.

 

Κι έβλεπε πως τα πόδια των περαστικών
Ήτανε μέχρι πάνω  καλυμμένα στάχτη
Και φωτιά ανάβανε τα ξωτικά στα σπλάχνα τους
Και τα μάτια τους στριφογυρίζαν νευρικά
Και τα χείλη τους τρεμοπαίζαν άηχα
Και τα χέρια τους φλογισμένες λαμπάδες
Και τα μαλλιά τους φίδια με γλώσσες πύρινες.

 

Και τότε βγαίνανε τα ξωτικά μέσα απ’ την άσφαλτο
Και πάγωναν το χρόνο.

 

Και το παιδί ολόρθο τραγουδούσε.

 

Κρατήστε με μικρά μου ξωτικά
Απλώστε πάνω μου απάνεμα τα χέρια
Ανοίξτε την παλάμη
Να χτίσει τα φύλλα που πέφτουν απ’ τα μέλη μου.

 

Ελάτε μικρά μου ανάερα ονείρου όντα

 

Μιλήστε μου

 

Πείτε για τη δροσιά του φύλλου την αυγή
Για τη σιγή της νύχτας
Σαν θεριεύει το ποτάμι
Πείτε για το νερό που ακάματο κυλάει
μέχρι τη ρίζα
ως το υφάδι του χρόνου που πάγωσε.

 

Ελάτε μικρά μου αθώα ξωτικά
Μονάχα εσείς νιώσατε όλο το βάθος.

 

Κι αν σας καλώ με πόνο
Είναι που βλέπω
Στα χτισμένα μάτια των ανθρώπων
Να σαλεύει η σαύρα του φόβου.
Και μια στάλα νερό δε βρίσκω
Να βυθίσω τα φλεγόμενα λόγια μου.

 

Μονάχα γκρεμούς και αλλόφρονα άτια.

 

                          ***

 
                     
 
 
                Δημήτρης Σανταμούρης
 
 
                ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ

 

Τα χέρια μου γέμισαν στίχους

Κεντώ τον ουρανό

μαντίλι

με ξηλωμένες λέξεις

 

Οι πέτρες βάφονται μεσάνυχτα

Στιγμές. Τα μάτια μου αγκάθια

στην ποίηση της παννυχίδας

Ανταλλαγές. Τα χέρια μου ανιχνευτές

‒Ενώ το βλέμμα αναζητά από καιρό την ατραπό του‒

 

Ο ίμερος χτυπά στο κέντρο των ματιών

σα βέλος

Σε πήρε η φόρα

γκρέμισες

όλα τα υπάρχοντά σου

Η μόνη ορθή απόφαση που πήρες

 

Συγκρούστηκες με ουρανό

Τα θραύσματα αστέρια

σκορπίστηκαν στον κόσμο

 

Συγγνώμη για τον ενικό

~δικό μου αμάρτημα~

 

Διψάσαμε το δειλινό

Το σώμα μας στεγνό

από την απραξία

Η νύχτα σκύβει. Χαμηλώνει. Στο μέτωπό μας

ακουμπά το μάγουλό της

Εξάχνωση της σιωπής στο σέλας

του ορίζοντα

παρέα με τους αριθμούς

και τα φαινόμενα

Ο ήλιος γεύτηκε τη συντροφιά μας

Κάποτε θα ερχόταν καλοκαίρι

Ο Αλωνάρης άργησε δυο χρόνια

μα δεν μας έλειψε διόλου

 

~Απηυδήσαμε στην ιδέα ενός χειροφιλήματος~

 

Μετράτε το χρόνο με τις ώρες

Εγώ όμως τονέ μετρώ σε στίχους

Ζούμε το σήμερα ωσάν τον τελευταίο οιωνό

εμείς οι θλιβεροί αθάνατοι στο έμπα των αιώνων

‒Ιδού η διαφορά μας‒

 

Μια πληγή όπου δεν κλείνει ποτέ ‒ ο θάνατος

στην ιστορία του κόσμου

μα επιμένει

και προσμένει

μια πρωινή

ακτίνα

στα ερέβη

Ένα μειδίαμα μειλίχιας ντροπής

αλλά και θάρρους

~ή ίσως θράσους~

που δεν αντιληφθήκατε ποτέ

τι ξημερώνει

 

Ι

 

Ήρθε κι έφυγε

Χωρίς να τον αγγίξουν, ‒ο ίδιος‒ να κοιτάξει

να σπουδάσει το νόημα

Μετά μάθαμε το ανυποψίαστο:

Είχε βρεθεί ‒σαν είπε‒ σε μια διχάλα δυο στιγμών

του μέλλοντός του

(μέσα από το μέλλον έβλεπε το παρελθόν)

Δύο ωδές ολόιδιες. Δύο επιλογές.

Δεν ήθελε να ζήσει ξανά την ιστορία.

Μα έλα που‒μπροστά επαναλαμβανόταν η ιστορία

και πίσω η ενθύμηση.

 

ΙΙ

 

Ξεχασμένα τα λόγια…

Προχώρησε μπροστά και φάνηκε να μην τον μέλει

η οσμή του δεντρολίβανου και η πλεύση του

στ’ αρόδο.

Μα σαν δεντρογαλιά αναρριχήθηκε στο φοίνικα

(με ένα ύφος τόσο εφεκτικό και απορητικό συνάμα).

 

Κράτησε γερά τα αισθήματα ‒δεν έδωσε αφορμές‒

και μουλωχτά επέρασε

και κρύφτηκε στη σφάκα.

 

ΙΙΙ

 

Από τη χαραμάδα της ζωής

διαπιστώσαμε

τη γοητεία του θανάτου.

 

ΙV

 

Τα μάτια μου δύο στιγμές

απρόσμενων εικόνων.

Όταν ανοίγουν πλέουνε

στο φως της ειμαρμένης

ενώ στο τέλος κλείουνε

τα βάσανα του κόσμου.

 

                             ***

 
 
 
Αριστομένης Λαγουβάρδος
 
 
ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ

 
(Ιερή  μνήμη  των  401  μαρτύρων  της  Βιάννου
θυμάτων  της  ναζιστικής  θηριωδίας)


Αφούρα  πολλή  με  πλάκωνε,  ξενύχτης  έγραφα,
πέταγα  χαρτιά  στο  στόμα  της  νύχτας,
κι΄ήταν  στο  έξω  φώς  δέντρα  πολλά·
πεύκα,  πλατάνια,  κυπαρίσσια,
και  γύρω  άλλα,
δέντρα  γλυκά,  δέντρα  της  ευφροσύνης,
η  μανταρινιά,  η  πορτοκαλιά,  η  κερασιά  το  τζίτζιφο.

Και  σφύριξε  ο  πεύκος  κι΄ήρθανε  χαμένοι  στον  αχνό,
ο  Γιώργης,  ο  Μενέλης,  ο  Νταλιάνης,  ο  Μαθιός,
κράταγαν  το  φτυάρι,  το  σκαπέτι,  τον  τρουβά·
κι΄έκατσαν  στις  πέτρες- έκατσαν  στις  πέτρες  να  λιαστούν.
Μ΄αγάπη  πολλή  τους  φώναξα.
Ήρθε  η  Μαρία,  ο  Χαραλάμπης,  το  Στελιανάκι,  η  Βαγγελιώ.
Ήρθαν  οι ...

Και  σφύριξε  το  κυπαρίσσι.
Σφύριξε  το  πλατάνι  κι΄ήρθανε  ο  Ηρακλής,  ο  Πεδιαδίτης,,
ο  Κοντάκης,  ο  Μανιός·
ομορφιά  όπως  φέγγει  ήρθε  η  Μαρία,  μικρή  τριανταφυλλιά,
όμορφη  με  κοτσίδες,  και  μέσα  στα  μάτια  η  αφοβιά
χάραζε  μία  νέα  ελπίδα.
Κι΄ήρθαν  εκεί  τα  ζούδια  του   βουνού,
χάλαγαν  τον  κόσμο  με  φωνές  και  καμώματα·
-αίγαγροι  και  νυφίτσες  και  ασβοί
και  τ΄ουρανού  τα  φτερωτά
ο  αητός,  το  γεράκι,  η  θράσα.

Παίζοντας  το  βιολί,  στερνός  ήρθε  κι΄ο  Μάστορας.
Σιωπή  και  μουσική  χώνευαν  τη  θαλπωρή,
όλα  επέστρεφαν  εκεί  που  δεν  άρχισαν  ποτέ·
μες  στην  ειρήνη.
Κι  ήτανε  νέοι,  γέροι,  γυναίκες  και  παιδιά.
Καιρό  μετά  έμεινα  άγρυπνος  σε  ψυχρούς   χειμώνες,
του  πόνου  και  της  φτώχειας  τις  φωνές  ακούγοντας.
Κοίταζα  τα  θεριεμένα  χορτάρια
κι΄άκουγα  της  βροχής  το  θόρυβο  πάνω  στο  χώμα
κι΄έβλεπα  να  πετιούνται  ρίζες  γόνιμες  και  δυνατές
έτοιμές  για  καρποφορία.

Η  μέρα  τέλειωνε.
Αργά - αργά  όλα  χαλάρωναν.
Στιβόταν  οι  φωνές  στο  σούρουπο.
Ύστερα  ήρθε,  τους  ήπιε  η  νύχτα,
σκοτάδι  χαμηλά,  σκοτείνιαζε,
θάμνοι,  νερά,  και  πέτρες  χάθηκαν.
Με  αγάπη  πολλή,  στερνά  τους  φώναξα·
έχετε  γειά  συντρόφοι,  έχετε  γειά.
Ότι  μ΄άστρα  πολλά  η  νύχτα  γίνεται  λαμπρή,
ότι  με  αίμα  πολύ  δοξάζεται  ο  μάρτυρας,
με  δάκρυα  τιμάται  ο  νεκρός.      
 
 
 
                              ***     
                
 
                                 

 

  Αργυρώ Λουλαδάκη

 

 

   ΚΥΜΑΤΙΣΜΟΙ



      Κι η θάλασσα
            
     ένα τυχαίο περιστατικό·
         
     Στην άκρη του ορίζοντα

     να ακροβατεί το μπλε

     με τον ουρανό.

 

 

ΒΡΟΧΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

 

Είναι ωραίες οι βροχές

της άνοιξης

σιγανές σαν δάκρυα

ή σαν ιδρώτας σε κορμιά

νέων ερωτευμένων.

 

       ***

 

Ελένη Ραβάνη, δύο νέα ποιήματα.

 

 

Ο ΑΕΡΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ    


Ένας αέρας κάποτε
αγάπαγε τους δρόμους
τους έδινε ονόματα
περνούσε συχνά τους ρώταγε
πού πάνε
αν έχουν αρχή και κάπου αν τελειώνουν
αν έχουν σκοτεινές γωνιές
απόμερα σοκάκια
ή μυστικά περάσματα
ή σέρνονται πάνω στη γη
αρχή και τέλος
σκόνη
κλαδιά, παιδιά, φύλλα ξερά
μαχαίρια,  κύπελα πλαστικά,
φύτρες γενναίες, γενιές, γέννες, χαρτιά,
σωριάζοντας, μανίζοντας,
συρίζοντας, δαγκώνοντας
πληρώνοντας με αίμα,
με αίμα.
άδικα,
οι δρόμοι ποτέ δεν απαντούν
οι δρόμοι μόνο πάνε
κι όσοι περαστικοί, όσοι διαβαίνουν
από κει
λυγάνε
άδικα, ακούγοντας το κλάμα του ανέμου.

 


ΠΕΡΙΜΕΝΑ

 

Περίμενα
κι ήμουν μικρό μωρό στη κούνια του
κι έκλαιγα
πεινασμένο μωρό
δόλιο μωρό,
άγνωστο μωρό,
όμως δεν άκουγα βήματα
τότε έτρωγα τα χέρια μου
τότε έπινα τα δάκρυά μου
και κρύωνα Θεέ μου πόσο κρύωνα,
κι έλεγα
θα' ρθει
είναι καλοί οι άνθρωποι
οι άνθρωποι είναι καλοί
καταλαβαίνουν οι άνθρωποι
οι άνθρωποι καταλαβαίνουν
είναι μαλακοί
οι άνθρωποι έχουν χνούδια
κοίτα τους πως στροβιλίζονται
κοίτα τους πώς ισορροπούν
κοίτα τους πώς λάμπουν
κι έλεγα
πολλές φορές
θα ακούσει
το κλάμα μου, πως δεν αντέχω άλλο
πόσες φορές το είπα
πόσες βραδιές, πόσες ημέρες
σύρθηκα
ξανά και πάλι σε άλλες κούνιες
πόσες φορές αμέτρητες
στο δεν αντέχω άλλο. 

Κι ήρθανε και κυκλώσανε
γυρίζοντας ολούθε
να δέσουνε το στόμα μου που φώναζε
να κρύψουνε το σώμα μου που πεινούσε
χιλιάδες ιστοί
της μάνας μου της Αράχνης.
Δεν υπήρχαν άνθρωποι.
Μόνο αράχνες στον τόπο που γεννήθηκα.

 

                  ***
 

 Κώστας Θ. Ριζάκης, δύο νέα ποιήματα.

 
                                        

 

 

ΤΟ ΚΕΝΟ

 

καραδοκεί τής νύχτας εφιάλτης
μέσα σε όνειρο βραχνό
ουρλιάζοντας τρομπόνι
ξυπνώντας ζώντες και νεκρούς
μακάριους αλαζόνες ταπεινούς-
ο ολετήρας θάνατος στου ύπνου τ’ ανηφόρι

κι όμως ούτ’ ένας ζωντανός
μη και νεκρός κανένας
θεός ή κι άνθρωπος ποτέ
ψηλό βουνό δέντρου κορμός ποτάμι
λίμν’ ή βαθύς βαθύς στη φύση ωκεανός

στην νύχτα μου δεν έριξε σαν φλοίσβισμα το φως
τη στρόφιγγα γυρίζοντας απλώς τού διακόπτη

απ’ την αρχή πριν πένθος σκάσει στο σκοτάδι
γιατί ένα βάσιμο και πώς
βουβός να συνεχίζω πάντα μόνος

να στραγγαλίσει νήπιο στην κούνια του μωρό
(κι άραγε το προσπάθησεν αλλού;)
άχνα μη βγάζοντας αδέσποτη φωνή

πριν μισοάδειος γλουπακήσει κι ο κουβάς
τής κατηφόρας σήμαντρο ζεμπίλι στο κενό

-του τρόμου το αδιέξοδο πηγάδι βροντερό!

 

 

Η ΤΑΦΗ

 

φέρτε στη σάλα τη νεκρή γοργά
θά ‘ρθουνε οσονούπω επισκέπτες

δεν ζει μυστήριο στην αχλύ
        αλλά
την μοναξιά σάβανο σαβανώνει
κι ο νους σφυρίζει έναν σκοπό παλαιό
λάθρα δεν ήρθαμε στο μάταιο τον κόσμο

Θέ μου δε βρέχει και γελώ
δεν τραγουδώ κι αδειάζω
(τι πυρετός το παραμιλητό:
υδράργυρος της νύχτας και καλπάζω)

διώξτε απ’ τη σάλα τη νεκρή
τρόμαξε χείλη ξένα το φιλί της
σύμπας ο χρόνος σκάφτει και μετρά
αίφνης ασπάστηκαν τα έπιπλα εικόνες

πετάξτε από την σάλα τη νεκρή σκληρά
κι όσο σβουρίζει ίδια η μουσική στ’ αυτί σας
κατανοήσετε την κλίμακα φυγής μα και καθόδου

θάψετε τέλος στη φωνή αχνή την προσευχή μου
κρατήστε με από το δεξί στο ποίημά μου αυτό

στο φέρετρο τριζοβολά κάθ’ ένα σκαλοπάτι
(τι βάρος το αόρατο τι υλικός ο χάρος!)

σπάζουν τα ζύγια τους κ’ οι αρμοί-
λέξεις
             ξυπνούν τον ύπνο!

 

               ***

 
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης, δύο ποιήματα *
 
 
 
 
ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ
 
Μικρή πλατεία των μεταναστών
με τα φτηνά καπέλα
και τα τζιν της λαϊκής.
Κάθονται, κοιτάζουν και περιμένουν
χαράματα του μεροκάματου
με τη θλίψη του τσιγάρου στα χείλη.
Το παυσίλυπον της δουλειάς
τούς απομένει
κι ένα πικρό χαμόγελο
πάνω στην καρότσα του μικρού φορτηγού
που του προσφέρθηκαν
αντί πινακίου φακής.
 
 
 
ΤΗΣ ΠΡΟΣΜΟΝΗΣ
 
Μέσα στη νύχτα
τα φώτα κραυγάζουν
για την ασκίαστη υπόληψη
των λαθρεμπόρων των ανθρώπων
και άλλων τινών
τον πολυτάραχο βίο.
Στη γη την αγαθή
τοσκότς είναι βαθύ
κι οι φωνές σκούρες
σαν τον θάνατο.
Α, φουκαράδες,
ακόμη προσμένετε
τη χαρισάμενη ζωή;
 
* Από το βιβλίο του ΟΡΕΙΠΟΛΙΑ
  Ποίηση (2001 - 2010)
 
 
 
***