ΜΕΤΑΓΡΑΦΕΣ (ΙΙ)
> από τα ελληνικά στα αγγλικά
Αντώνης Περαντωνάκης
ΣΤ΄ΑΔΡΑΧΤΙ
Έπιασε βροχή – με πήρανε τα κλάματα.
«Όλο βρέχει κι όλο κλαις», μουρμούριζε η μάνα μου από μέσα.
Έκλωθε πάλι με την ρόκα∙ τουλούπες χιόνι τα μαλλιά της.
Πήγα πλάι της, έγειρα πάνω στην ποδιά της.
«Δεν έμοιασες του κύρη σου», είπε – συνέχιζε η βροχή∙
στάζανε τας μάτια της στην άσπρη κεφαλή μου.
Andónis Perandonákis
AT THE SPINDLE
It started to rain and I started crying.
“It keeps on raining and you keep on crying,“ muttered my mother from inside.
She was spinning on her distaff, her hair balls of snow.
I went to her and leaned on her apron.
“You didn’t take after your father,” she said. The rain continued;
her eyes dripped on my white head.
[Translated from the Greek by Yannis Goumas]
*
> από τα ελληνικά στα γαλλικά
Βικτώρια Θεοδώρου
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.
Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.
Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική ...
(Ευνοημένοι, 1998)
Victoria Theodorou
IL MΕ FAUT PROTEGER LA MÈRE
Il me faut protéger la mère,
la préparer à la vieillesse.
Mon expérience, elle ne l’a pas : elle s’est hâtée
de partir avant que ne blanchissent
ses beaux cheveux.
Dans mon sommeil je la vois jeune,
me consoler dans la maladie, dans mes tristesses
apaiser mes peurs,
me rassurer en me disant
tout ce que tu entends n'est pas vrai.
La mort, le monde d'en bas n’existent pas
jamais on n'a croisé le cavalier noir.
Nous sommes des brises, du vent,
nous habitons les feuillages ;
en automne il te faut donc être prudente …
(Privilégiés, 1998)
[Απόδοση: Κώστας Νταντινάκης / Μιχάλης Λασηθιωτάκης, Παρίσι, 2007]
*
Γιώργης Μανουσάκης
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ
Κι όταν φιλιούνται με πάθος
κι όταν με χέρια πυρακτωμένα
διατρέχουν ο ένας του άλλου
το κορμί κι όταν ασπαίροντας
δίνουν και παίρνουν ηδονή
εκείνος που αγαπούν είν΄ο εαυτός τους.
Με κλειστά μάτια πιάνονται απ΄τον άλλο
σαν από τοίχο ή από δέντρο για ν΄ανέβουν
να δουν στα βάθη του ορίζοντα
την ανταύγεια του μακρινού φωτός.
Επιβεβαίωση της ύπαρξής τους αποζητούν.
(Στ΄Ακρωτήρια της ύπαρξης, 2003)
CONFIRMATION
Et quand ils s’embrassent avec passion
et quand avec des mains brûlantes
ils parcourent le corps l’un de l’autre
et quand palpitant
ils donnent et prennent du plaisir
c’est eux-mêmes qu’ils aiment.
Les yeux fermés ils s’agrippent à l’autre
pour monter et voir comme d’un mur ou d’un arbre
dans les profondeurs de l’horizon
le reflet de la lumière au loin.
C’est la confirmation de leur existence qu’ils recherchent..
(Aux Caps de l’existence, 2003)
Ο ΒΟΜΒΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Ψυχοσάββατο. Μα μην ανάψεις το καντήλι.
Θα μαζευτούνε γύρω του οι νεκροί μας
κι είναι τόσοι πολλοί. Θα γεμίσει
το σπίτι απ΄ το βόμβο
που κάνουν αδιάκοπα, σα μέλισσες
όπου δεν ξεχωρίζει μήτε μια τους λέξη
γιατί ξέμαθαν πια να μιλούνε με λέξεις.
Ωστόσο θα αιστανθείς
εκείνη την επίμονη ικεσία τους
να τους χαρίσεις λίγο απ΄ το χρόνο σου
να λουστούν μες στη σκέψη σου
να ξεδιψάσουν στην ανάμνησή σου.
(Στ΄Ακρωτήρια της ύπαρξης, 2003)
LE BOURDONNEMENT DES MORTS
Jour des morts. Mais n’allume pas la veilleuse.
Autour d’elle viendront se rassembler tous nos morts
et ils sont nombreux. La maison se remplira
du bourdonnement incessant
qu’ils font, comme des abeilles,
on n’y distingue pas même un seul de leurs mots
parce qu’ ils ont désappris à parler avec des mots.
Pourtant tu sentiras chez eux
cette supplication pressante :
que tu leur offres un peu de ton temps,
qu’ils se baignent dans ta pensée
et qu’ils se désaltèrent à ton souvenir.
(Aux Caps de l’existence, 2003)
ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Μες την νύχτα χτυπά το κουδούνι.
Ανοίγω την πόρτα. Βλέπω μόνο
τα κρόσσια της βροχής να τρεμίζουν
στο φως. Κι όμως ξέρω
είσαι συ που προσμένεις αθώρητη
σα σκέψη ή σα θύμηση
να σε καλέσω να μπεις.
Κάθεσαι στο παλιό σου κάθισμά σου
κι εγώ αντίκρυ σου. Η σιωπή μου
συναντά τη σιωπή σου. Απλώνω
το χέρι κι αγγίζω τ΄αέρινο χέρι σου
που ριγεί. Χαϊδεύω τα μαλλιά σου
και μένει στα δάχτυλά μου
το νερό της βροχής.
«Ξέρεις ... » Μίλησες ή μου φάνηκε;
Αλήθεια, πως είν΄οι νύχτες εκεί;
Επιτρέπονται οι συναντήσεις στα όνειρα;
Πως σ΄άφησαν οι φρουροί να κάμεις
ένα ταξίδι τόσο μακρυνό;
(Στ΄Ακρωτήρια της ύπαρξης, 2003)
VISITE
Dans la nuit on sonne.
J’ouvre la porte. Je ne vois que
les franges de la pluie vaciller
dans la lumière. Et pourtant je sais
c’est toi qui attend invisible
comme une pensée ou un souvenir.
que je t’invite à entrer.
Tu t’assieds dans ton vieux fauteuil
et moi en face de toi. Mon silence
rencontre ton silence. Je tends
la main et je touche ta main aérienne
qui frissonne. Je caresse tes cheveux
et reste sur mes doigts
l’eau de la pluie.
« Tu sais... » As-tu parlé ou c’est une impression ?
Au fait, comment sont les nuits là-bas ?
Les rencontres dans les rêves sont permises?
Comment les gardiens t’ont-ils laissé
faire un voyage aussi lointain ?
(Aux Caps de l’existence, 2003)
ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ
Ονόματα που επιπλέουν
στον ωκεανό της λήθης :
Κόριννα, Πράξιλα, Μοιρώ,
Ανύτη, Ήριννα, Ψάπφα.
Φιγούρες χωρίς πρόσωπα
καθεμιά με το φωτοστέφανό της
να πλαισιώνει ένα κενό.
Μύθοι ακολουθούν τα ονόματα
και σπαράγματα στίχων
που μεγεθύνουν το αίνιγμα
αντί να το λύνουν :
Έρος δ΄ετίναξέ μοι
φρένας, ως άνεμος κάτ΄όρος δρύσιν εμπέτων.
αλλ΄επιπάντων
ελπίδας ουλομένα Μοίρ΄εκύλισε πρόσω.
χώτι με νύμφαν εύσαν έχει τάφος είπατε και το.
Ποια να ΄σουνα
Τελέσιλλα, Νοσσίς, Κασσία;
Τα μάτια αναζητούνε μιαν εικόνα
να συμπαρασταθεί στους στίχους σας
και δε βρίσκουν παρά
έν΄ ακέφαλο άγαλμα
στην αυλή του μουσείου
ένα ιωνικό κιονόκρανο
γερμένο στη χλόη.
Ίσως να κράτησε το στεναγμό σας
το κύμα που σβήνει
στον αμμουδερό κόρφο
την πύρα της ψυχής σας
ο κάμπος με τις παπαρούνες.
Ποιος θα σταθεί άντικρυ στη Μοίρα;
Μουσάων ολίγη τις αηδονίς.
Αηδονίδες της ποίησης
οι ρανίδες του λόγου σας
θα αιωρούνται για πάντα στο φως
πάνω απ΄την κόνιν των σωμάτων.
1998
(Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα, 2005)
POETESSES ANTIQUES
Des noms qui surnagent
dans l’océan de l’oubli :
Corinna, Praxila, Moirô,
Anyté, Erinna, Sapphô.
Figures sans visages
chacune avec son auréole
qui entoure un vide.
Des légendes accompagnent leurs noms
et des fragments de vers
qui accroissent l’énigme
au lieu de la résoudre :
L’amour m’a bouleversé
l’esprit comme le vent qui, depuis la montagne, frappe les chênes.
Mais
les espoirs de tous, le Destin funeste les a emportés.
Et dites que moi, jeune mariée, le tombeau me renferme.
Qui donc étiez-vous
Téléssila, Nossis, Kassia ?
Les yeux recherchent une image
qui soutiennent vos vers
mais ils ne trouvent rien
qu’une statue sans tête
dans la cour du musée
un chapiteau ionique
couché sur la pelouse.
Peut-être votre soupir a-t-il été retenu
par la vague qui vient mourir
sur le sable de la baie
la braise de votre âme
par le champ de coquelicots.
Qui se dressera contre le destin ?
Un petit rossignol des Muses.
Petits rossignols de la poésie
les gouttes de votre verbe
resteront suspendues à jamais dans la lumière
au-dessus de la poussière des corps.
1998
(Statues brisées, herbes amères, 2005)
Απόδοση: Κώστας Νταντινάκης / Μιχάλης Λασηθιωτάκης, Παρίσι, 2008