ΑΝΤΩΝΗ ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗ "Το προζύμι" / Ποιήματα
(το ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου 71 / Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2011)
Αντώνης Περαντωνάκης, ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ – Λόγος εις εαυτόν *
Γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου
Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ
Το πρόσωπό μου αδιάκοπα αλλάζουν
Λες κι είμαι ζύμη και με πλάθουν.
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
Αυτό το ποίημα του Αργ. Χιόνη ανακάλεσα μόλις είχα τη συλλογή του Αντώνη Περαντωνάκη Το προζύμι ανά χείρας. Περιέργως πως, πέραν της ετυμολογικής συνάφειας, το παραπάνω ποίημα αποτέλεσε τον ακριβή χαρακτηρισμό αυτής της συλλογής.
Ο Αντώνης Περαντωνάκης έχει μακρά θητεία στην ποίηση –από το 1984- και έξι συλλογές στο ενεργητικό του. Το προζύμι – συνολικά εννέα ποιήματα – κυκλοφόρησε μετά από σχεδόν δέκα χρόνια εκδοτικής σιωπής.
Η ποίηση του Περαντωνάκη, σταθερά από την αρχή έως και σήμερα, είναι ποίηση των περιστάσεων, αναφορική, σχεδόν αφηγηματική αλλά με δονήσεις δραματικότητας. Κυρίως όμως είναι ποίηση του ιδιωτικού βίου, του πρώτου προσώπου, βιωματική, των βιωμάτων που μετουσιώνονται σε εναργείς εικόνες ενίοτε με ορατά τα βιογραφικά αίτια της γένεσης του ποιήματος. Και φυσικώ τω λόγω σε μια τέτοιου είδους ποίηση αρμόζει ο εξομολογητικός τόνος, η χαμηλή φωνή, που θα επανασυνθέσει την εμπειρία σχεδόν ως λόγο εις εαυτόν.
Κατά τούτο χαρακτήρισα την ποίηση του Περαντωνάκη αναφορική: η έδρα της είναι οι αναφορές στην πραγματικότητα και μάλιστα στην οικεία καθημερινότητα. Επεισόδια ασήμαντα κινούν τον ποιητικό λόγο και μετατρέπονται σε εμπειρίες αποκαλυπτικές: οι κομμένες ανεμώνες σημαίνουν την αποξένωση από τη φύση αλλά και από την αληθινή ζωή και οδηγούν στην διαπίστωση της διάψευσης (Κομμένη ζωή)· η φωνή του παλιατζή υπογραμμίζει την αδυναμία κάθε αλλαγής και απαλλαγής και το απρόσιτο της ομορφιάς (Ο παλιατζής). Η μορφή της μητέρας σε τρία ποιήματα (και μια γυναικεία μορφή, πάλι με μητρικές παραινέσεις, που καταφθάνει μάλλον από την παιδική ηλικία -Η κυρά ΄Λένη-) με την σχεδόν καταδυναστευτική τρυφερότητα της έγνοιας της συντείνει στην εγκαθίδρυση του κλίματος της αδιόρατης ενοχής και της διάχυτης αγωνίας για το αναπόδραστο του παρελθόντος που προοιωνίζει το μέλλον. (Στ’ αδράχτι, Το προζύμι, Το εικόνισμα). Η μητέρα αντανακλά με το δικό της γήρας την ωρίμανση του ποιητή, την διαφυγή από το βάρος και τις προσδοκίες της παιδικής ηλικίας (που είναι πλέον «μια πατρίδα που συνεχώς απομακρύνεται…θολή ανάμνηση» κατά τον Πατρίκιο).
Δύο από τα ποιήματα (Τα μούρα, Ξαγρύπνια) στον γνωστό εξομολογητικό τόνο, δεν αποτυπώνουν απλώς τη στιγμή αλλά καταγράφουν ένα επεισόδιο, μια ιστορία όπου ένας από τους τελευταίους στίχους -τρόπον τινά το επιμύθιο- αποτελεί την στοχαστική αναγωγή. Η αφηγηματικότητα με την οποίαν σκηνοθετείται -άρα επαναβιώνεται- η εμπειρία αναδεικνύει και μια άλλη πλευρά του Περαντωνάκη: τη σκηνοθετική, που προκύπτει από την πολυετή του σχέση και ενασχόληση με το θέατρο (σκηνοθεσία, ερμηνεία και διδασκαλία). Έτσι, ο ποιητής-αφηγητής που αναστοχάζεται την εμπειρία, ενσωματωμένος στο ίδιο το ποίημα, με την διαύγεια της εικόνας του πασχίζει να κατακτήσει την προσωπική του εσωτερική καθαρότητα: το ποίημα ως δικλείδα ασφαλείας θα εκτονώσει το συναισθηματικό φορτίο.
Η αποφυγή γλωσσικών εντυπωσιασμών και η λιτότητα συντηρούν την οικονομία που στοχεύει στο καίριο και συγκρατεί δυναμικά τον λυρισμό. Μαζί με την εξομολόγηση η συχνή χρήση του ευθύ λόγου, σε εισαγωγικά, συμβάλλει στην ζωηρότητα, στην αμεσότητα, στην συζήτηση τόσο με τους «ήρωες» όσο και με τον αναγνώστη, και βέβαια αποτελεί δείκτη της ουσιαστικής σχέσης του ποιητή με το θέατρο.
Παράδειγμα για τα παραπάνω αποτελεί το ομώνυμο ποίημα της συλλογής που με την χωροθέτησή του, την απόδοση της γρήγορης κίνησης και της έντασης προβάλλει την σκηνοθετική ικανότητα του ποιητή: πρόσωπα – από ένα παρελθόν προαστικό - και πράξεις συνθέτουν μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα ανησυχίας όπου λαμβάνει χώρα το ζύμωμα, (η προετοιμασία για να φουσκώσει ο άρτος της ποίησης με προζύμι την ίδια τη βιωμένη εμπειρία) που παρεμποδίζεται με μεταφυσικό σχεδόν τρόπο σε ένα σκηνικό ζόφου. Η αποτυχία στην παρασκευή του άρτου σημαίνει όμως εν προκειμένω την επιτυχία στην ολοκλήρωση του ποιήματος με μια αφήγηση θεατρική.
Το ποίημα ποιεί ξανά και ξανά την μνήμη, δηλαδή την ίδια την συνείδηση του ποιητή «λες κι είναι ζύμη και τον πλάθει» κατά τον Χιόνη.
Από την έως τώρα ποιητική πορεία του Περαντωνάκη είναι ορατή η γόνιμη μαθητεία του τόσο στους εξομολογητικούς και επιγραμματικούς ποιητές όσο και στον Καβάφη. Από τον αλεξανδρινό ο Περαντωνάκης διδάσκεται τον τρόπο να χειρίζεται ποιητικά την ανάμνηση ως αιτία του ποιήματος, ως μέθοδο επαναβίωσης της ίδιας της εμπειρίας αλλά και του ρίγους της.
Το ποίημα «Μικρή σουΐτα για τον Κ. Π. Καβάφη», δείγμα διακειμενικού διαλόγου, είναι εξέχον τόσο για τον τρόπο με τον οποίον αποτίεται φόρος τιμής στον ποιητή όσο και για ολόκληρη τη σύνθεσή του που ισορροπημένα συνδέει το παρελθόν με το παρόν, την ποίηση με τη ζωή, τον πρόγονο με τον απόγονο, ενώ ταυτόχρονα με κινηματογραφικό τρόπο το ποιητικό βλέμμα μεταβαίνει από την φωτογραφία στην πραγματικότητα με την επιφανειακά αφελή αλλά σε δεύτερη ανάγνωση εύστοχη ερώτηση του επισκέπτη και την επίσης αμφίσημη απάντηση του οικοδεσπότη:
[…]
Τέλος, η πιο αθώα ερώτηση
του νεαρού μου επισκέπτη –
- Ο παππούς σου ε;
-Ναι! Ο Κ.Π.Καβάφης!
Η σύνδεση του ποιητικού προγόνου με τον απόγονο (στην ποίηση και τον βίο) αποδίδεται με την προσφιλή καβαφική μέθοδο δηλαδή με λόγους που αποκαλύπτουν και αποκρύπτουν ταυτόχρονα.
Αυτό που απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό, συγκριτικά με άλλες συλλογές του Περαντωνάκη, είναι ο σκληρός αυτοσαρκασμός και η οξύτατη ειρωνεία, στα όρια του απροσδόκητου κυνισμού. Αν και πάλι στο Προζύμι το ποιητικό αποτέλεσμα συχνά είναι η θλίψη που προκύπτει από την απογυμνωμένη αλήθεια, τούτο επιτυγχάνεται περισσότερο με μια υπόρρητη ελαφρώς πικρή ειρωνεία που απορρέει από την ίδια την πραγματικότητα.
Πικρία και θλίψη αδιαμεσολάβητες λοιπόν είναι τίμημα της σκληρής ωρίμανσης, ταυτόχρονα ποιητικής και ηλικιακής.
Με δεδομένο ότι η ποίηση είναι περιστασιακή ο Περαντωνάκης θέτει το ερώτημα και το απαντά: μπορεί η ποίηση να επαναφέρει τη στιγμή; Δεν είναι ισχυρότερη η ίδια η ζωή από τον λόγο;
[…]
Και τότε πια,
τι κι αν το ποίημα
σε κλείσει μέσα του
σαν μνήμη;
Εσύ, ανέκκλητα, θα ‘χεις χαθεί.
[…]
Κι ύστερα, δίπλα σ’ ένα εξαίσιο σώμα
πάντα χαμένος βγαίνει ο λόγος
ό,τι και να πούμε!
(«Εκδοχή Ι και ΙΙ» της συλλογής Ακίδες και δήγματα, ΠΛΕΘΡΟΝ 1993)
* Το κείμενο από την παρουσίαση του βιβλίου στο Ηράκλειο (Θέατρο «ΟΜΜΑ Στούντιο» Αντώνη Διαμαντή) στις 23 Νοεμβρίου 2011.
*