ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ "ΔΡΑΠΕΤΙΣ"

2013-12-31 20:26

 

Η Δραπέτις της Βικτώριας Θεοδώρου: μια ανάγνωση *

 

Γράφει ο Ζαχαρίας Κατσακός


Το βιβλίο Δραπέτις της Βικτώριας Θεοδώρου γράφτηκε το 1990. Τυπολογικά είναι συζητήσιμη η κατάταξή του στο είδος της αυτοβιογραφίας της παιδικής ηλικίας. Ουσιαστικά η συγγραφέας στο έργο αυτό «πλησιάζει» το παιδί που η ίδια υπήρξε κάποτε. Ένα παιδί ιδιαίτερο και μοναχικό. Η ίδια η συγγραφέας υπήρξε άλλωστε τρόφιμος στο ίδρυμα Ανδρέου και Μαρίας Καλοκαιρινού στο Ηράκλειο του μεσοπολέμου. Η έκδοση συμπληρώνεται με το πολύ διαφωτιστικό επίμετρο του εκδότη κ. Κώστα Νταντινάκη.


        Τέσσερα είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά ή δομές που συγκροτούν την ιδιαιτερότητα του ύφους στο κείμενο Δραπέτις: Η λανθάνουσα ποιητική νοημοσύνη που το διατρέχει, η βιωματικότητα μέσα από την οποία αναδύεται ένας λόγος που πυκνώνει το αίσθημα και συγκροτεί έναν ιδιότυπο λυρισμό (τον οποίο θα ονομάσω «δραματικό»), η περιγραφή που εκλύει ένα λόγο διαυγή και μνημειώνει τη φύση ως τον εξωτερικό χώρο της αφήγησης -σύμβολο ελευθερίας και ευτοπίας- καθώς και η εξαιρετικά ήπια και καλοζυγισμένη συχνότητα μεταβάσεων από το πραγματικό στο φαντασιακό - αφαιρετικό και αντιστρόφως.


        Στοιχεία όπως η ειρωνεία και ο σαρκασμός, το διακείμενο ή αλλιώς η ενσωμάτωση έμμετρων στιχουργημάτων και ποιημάτων στον κορμό της περιφερειακής  αφήγησης, η ελαστικότητα της πλοκής (η συστολή και η διαστολή της), η αυθεντική καταγραφή δοξασιών και συνηθειών καθώς και ο εγκιβωτισμός συγκεκριμένων ολιγάριθμων και παρένθετων αφηγήσεων, συμπληρώνουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αφήγησης στο έργο της Βικτώριας Θεοδώρου Δραπέτις.


        Τα στοιχεία αυτά εμφιλοχωρούν μέσα στο κείμενο απροσδόκητα, με μιαν υπόγεια διαδρομή, λειτουργώντας όμως ακριβώς όπως οι μοχλοί και οι ασπίδες, για να αναδείξουν, ως προς τις νοηματικές σημάνσεις, τη βασικότερη θεματική εστία του έργου: τη βιωματική δηλαδή εμπειρία της «δραπέτιδος». Σε όλη την πορεία του έργου αναζητείται η «δραπέτις». Ή αλλιώς, η «δραπέτις» δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με την ίδια την αφηγήτρια. Λανθάνει λοιπόν εδώ ένα στοιχείο περσόνας, μάσκας δηλαδή, πίσω από την οποία «κρύβεται» η ίδια η αφηγήτρια.


        Ως προς την ποιητική νοημοσύνη θα έλεγα ότι ο λόγος, όσο πιο πυκνός και ώριμος είναι, τόσο πιο ποιητικός γίνεται υπό την έννοιαν ότι, πυκνώνοντας την ιδέα πυκνώνεται και το αίσθημά του. Η συγκίνηση λοιπόν δεν είναι παρά αποτέλεσμα αυτής της συστολής. Η ποιότητά της έχει να κάνει βέβαια και με το χειρισμό της γλώσσας. Όσο η γλώσσα είναι πιο ώριμη, τόσο πιο λυρική γίνεται και συσσωματώνει και άλλα στοιχεία, όπως είναι ο ρυθμός και η μουσικότητα. Συνεπώς όταν μέσα στο λόγο τα στοιχεία αυτά έχουν διάρκεια, τότε αυτός παίρνει τον χαρακτήρα μιας ιδιότυπης δραματικότητας η οποία σε συνδυασμό με το ρυθμό και γενικότερα την προσωδία -την όποια προσωδία- παράγει υψηλή ποιητική συγκίνηση. Πόσο μάλλον όταν στο πεζό κείμενο, αυτού του είδους η συγκίνηση, αφήνει τα ίχνη της σαν αύρα, αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της δραματικότητας την οποία περιέγραψα. Θα προσπαθήσω να δείξω αυτού του είδους τη συγκίνηση διαβάζοντας δύο μικρά αποσπάσματα από το έργο Δραπέτις: «Άρχιζε να νυχτώνει. Πάνω από τον Γιούχτα, το τεράστιο προφίλ του Δία με τους θρύλους και τα παραμύθια, ανέβαινε το δίλημμα του φεγγαριού», (Βικτώριας Θεοδώρου, Δραπέτις, Εκδόσεις Κεδρισός, Χανιά, 2011, σ. 21). Και ένα άλλο σημείο: «Μια μυθολογία ξεκινούσε από το μέτωπό μου σ’ ένα νοερό τοίχο, όπου ζωγράφιζα φύρδην μίγδην τα βιώματα και την αντίληψή μου του κόσμου» (Δραπέτις, ό. π., σ.49).


        Όλα αυτά συγκροτούνται από μια γλώσσα ώριμη, χωρίς εξάρσεις και χάσματα. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τους ρυθμούς της ελληνικής γλώσσας με τρόπο άμεσο. Η χρήση αυτού του είδους των λέξεων δημιουργεί επίσης και το υπόστρωμα πάνω στο οποίο η σημασιολόγησή τους καθώς και η μετατροπή τους σε οργανωμένο λόγο, γίνεται πιο αυθεντική. Έτσι η γλώσσα της αποκτά ένα ξεκάθαρο δραματικό αίσθημα που είναι κατά τη δική μου αντίληψη πολύ κοντά στην πηγαία έκφραση. Το σημείο ακριβώς αυτό είναι και από τα πιο δυναμικά μέρη του βιβλίου. Η γλώσσα γίνεται όργανο πιστοποίησης του ενστίκτου, της διαύγειας του «συν-αισθήματος» καταπώς λέγει ο Ελύτης στις δοκιμές του, της έντασης και του ποιητικού πάθους. Αυτή η γλώσσα είναι εκείνη που θα μετατρέψει τον απλό λόγο σε πηγαίο ποιητικό άλμα, χωρίς τη χρήση επινοημένων σχημάτων λόγου και εξεζητημένων λέξεων που κάνει τη γλώσσα ψεύτικη. Το άλμα αυτό είναι και το αποτέλεσμα της ρεαλιστικής χρήσης της γλώσσας, του αληθινού και αυθεντικού αισθήματος που αγγίζει συχνά τις υφές μιας πολύ ιδιότυπης, συγκρουσιακής θα έλεγα έντασης.


        Ο ανοιχτός χώρος των περιγραφών μετατρέπεται σε σκηνή. Η φύση γίνεται πρωταγωνιστής. Πάνω της οι εικόνες ερμηνεύουν ρόλο και φωνές. Τα χρώματα των εποχών ευωδιάζουν, παίρνουν ψυχή και μυαλό, κατεβαίνουν από τους τοίχους παλιών σπιτιών, γίνονται ήχοι μουσικής και αναλύονται σαν φαντάσματα μέσα στις αυλές και στους δρόμους, στους οικισμούς και στις συνήθειες της αγροτικής καθημερινότητας. Αγγίζουν ολοκληρωτικά τον άνθρωπο που ατμίζεται από τη συγκίνηση βάφοντας την ψυχή του με ξεχασμένα είδωλα, νύξεις, βλέμματα, αναμνήσεις και περάσματα. Στο χώρο αυτό η αφήγηση αποκτά τη δική της διάσταση.


        Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι έχομε έναν αισθηματικά σύμμεικτο λόγο γεμάτο από πηγαία εκφραστική λειτουργία. Μια γλώσσα έντονα βιωματική, με συγκρατημένη εξομολογητική διάθεση, ποικιλία συνειρμών και «ανώδυνα» περάσματα από το ρεαλιστικό στο φαντασιακό - αφαιρετικό.


        Η συγγραφέας μεταμορφώνεται. Μέσα από τα βιώματα της καθημερινότητας, εξελίσσεται ένας λόγος στοχαστικός, σε κάποια σημεία κριτικός, σε άλλα συγκινησιακός. Οι «ήρωες», αν μπορούμε να μιλήσουμε για ήρωες, έχουν σαφείς κοινωνικούς ρόλους καταγράφοντας το κοινωνικό και πολιτικό προϊόν της εποχής τους, όμως είναι απολύτως αυθεντικοί, διατηρώντας τα δυναμικά χαρακτηριστικά της αρχέτυπης λειτουργίας τους. Δεν εξωραΐζονται, δεν δηλώνονται, υπάρχουν μέσα στη φθορά της δέσμευσης, αλλά εξυγιαίνονται ακολουθώντας την απόλυτη συμμετρία της ανάγκης και των παθών τους. Γίνονται τελικώς αδιαίρετες ενότητες με το έργο, με τη φύση και το στοχασμό.
 

* Το κείμενο από την παρουσίαση του βιβλίου στην αίθουσα Ανδρόγεω του Δήμου Ηρακλείου στις 18 Μαίου 2011. 

 

 

                                                                                      *