ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗ "Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΤΕ" (Γαβριηλίδης, 2013)

2013-12-17 13:14

 

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 

του Κώστα Νταντινάκη

 

 

Η ανθρώπινη περιπέτεια μέσα από το ορυχείο της μνήμης 

και η λυτρωτική ελπίδα της μέσα από τον ποιητικό Λόγο.

 

Δεν έχω σώμα

Είμαι ένα τοπίο

από παλιότερο όνειρο.

ΜΕΝΗΣ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Από το 1987 που εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα μέχρι πρόσφατα που κυκλοφόρησε το έβδομο βιβλίο της (“Ο χρόνος τότε”, Γαβριηλίδης 2013) η Ελένη Μαρινάκη επιβεβαιώνει διαρκώς την αρχική εντύπωση μιας πολυσήμαντης λεπταίσθητης ποιητικής φωνής. Βαθιά ανθρώπινη και εξόχως λυρική, τόσο στην ιδεολογική της συγκρότηση όσο και στην αισθητική της διατύπωση, μ' ένα έργο-δοκίμιο πάνω στη διαλεκτική σχέση του χρόνου με τον έρωτα (ως πηγή ζωής) και τον θάνατο (ως αμετάκλητη απουσία).

 

    Αν και όλο το οικοδόμημα της Τέχνης, με προεξάρχουσα την Ποίηση, οφείλει την ύπαρξή του στη σχέση αυτή, το ζητούμενο κάθε φορά είναι μια νέα διερεύνηση ή μια πιο απρόσμενη εκφραστική πραγμάτωση. Αυτή την ανανεωτική προσέγγιση προσφέρει στη νεοελληνική ποίηση ο λόγος της Ελένης Μαρινάκη:

 

Να εναγκαλιστώ το σκότος

να βγάλω ρίζες και κλαδιά

κι ούτε ένα αεράκι να χαϊδεύει

εκείνη την ελπίδα μνήμη

πως ήμουν κάποτε η θάλασσα.

 

    Λόγος ρηξικέλευθος, πυκνός αλλά απλός στη διατύπωσή του, με την αρχέγονη μνήμη να νοσταλγεί την μακαριότητα, τότε που όλα αποτελούσαν ενιαία οντότητα, σύμφωνα με την πλατωνική σκέψη. Σύνολο το έργο της ποιήτριας μιλάει για την άρση αυτής της λήθης, για την γήινη περιπέτεια του ανθρώπου που “πέφτει και ξανασηκώνεται” (για να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη ρήση της Ορθοδοξίας) αναζητώντας το φως της Α-λήθειας.

    Η αναζήτηση αυτή, στον παρόντα χρόνο μέσω της Μνήμης, δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνη, έτσι όπως αποτυπώνεται από την camera obscura της ψυχής:

 

Έκλεισα όλα τα παράθυρα

κοιμήθηκα στο περιθώριο της μνήμης

στο άσπρο που αφήνουν οι πληγές

στερέωσα τις μέρες μου.

Και πέρασε η άνοιξη.

 

    Ο αποτυπωμένος από την φωτογραφική μηχανή χρόνος, αν και “απτός” δεν παρηγορεί, ως απόδειξη αλλοτινής ευδαιμονίας, αντιθέτως, συντελεί στην επίγνωση της ματαιότητας των ανθρωπίνων:

 

Σε τακτοποιημένη μνήμη

κάθεται ο χρόνος και πουλά

μαι ψεύτικη αθανασία.

 

    Οι υπαρξιακοί προβληματισμοί ενός σκεπτόμενου και συνάμα υπερευαίσθητου ανθρώπου, τον ωθούν να αντιλαμβάνεται τη ζωή ως παράφορη, δίχως νόημα, εκτός από τον δρόμο της Τέχνης που ταυτίζεται με εκείνον της ζωής: «Όμως η ποίηση/ είναι ένα άλλοθι/ για να ζω».

    Το spleen της ποιητικής ψυχής μετράει την απώλεια, την απουσία, τη στέρηση, τη μοναξιά, τη φθορά, την απομόνωση και το αδιέξοδο στην αναζήτηση του αληθινού νοήματος της ύπαρξης:

 

Υγρό τοπίο το σεντούκι, ενυδρείο,

καλλιεργεί τη σιωπή.

Ψάρια πετούν στην κάμαρα

και κάθε μεσημέρι ακριβώς στις δώδεκα

κάθεται στο τραπέζι κάποιος που σου μοιάζει

και τρώει απ' το πιάτο σου.

 

    Ένας κόσμος αυτογνωσίας κατακτημένος από πόνο βαθύ, που αν και σαφώς υπαρξιακός, ελαύνεται από νεορομαντικές, συμβολιστικές αλλά και μετα-υπερρεαλιστικές επιδράσεις και ως προς την θέαση αλλά και ως προς την εκφορά του:

 

Τρέμει μια έκρηξη στα χέρια μου

φλέγεται ό,τι κοιτάζω

σήμα κινδύνου οι κινήσεις μου

εύκολη λεία για ενέδρες.

 

    Ο έρωτας, στην ποίηση της Ελένης Μαρινάκη, δεν ευτελίζεται στην αναζήτηση ενός συμβατικού ερωτικού συντρόφου με σκοπό την “κατάργηση” της αρχέγονης μοναξιάς, αλλά, χωρίς να υποτιμάει την αισθησιακή συγκίνηση, ανάγεται σε μια καθολικότερη στάση ζωής, όπου ζητούμενο είναι το κάλλος του Θεού στις πολύμορφες εκδηλώσεις της δημιουργίας του:

 

Εγώ να φύγω θέλω

να περπατήσω στο νερό

κατάρτι και πρωραία γοργόνα

άνεμος που φυσά το γιασεμί.

 

    Όμως, το εύθραυστο ποιητικό εγώ, ζει εξόριστο του Παραδείσου. Έτσι, κάθε προσπάθεια επανόδου του στο “καθ' ομοίωσιν”, στη μόνη Αλήθεια της ζωής, είναι αναγκασμένο να ακολουθήσει πορεία σταυρική, εξ' ου και οι αμέτρητοι μικροί θάνατοι που βιώνει: “Εδώ στεγάζεται η ζωή μου/ αδιάβαστο αλφάβητο/ χρυσό χτενάκι στα μαλλιά/ κτέρισμα σκονισμένο/ στο έλεος του κάθε τυμβωρύχου”. Εξ' ου ο λυγμός “Έλα./ Δεν ξέρεις σε τι βάθος ζω./ Πόσο με πλησιάζει το σκοτάδι” και η παραδοχή της ήττας απέναντι στο ζητούμενο αίσθημα πληρότητας : 

 

Κύριε, [...] 

Τα χρώματα δώσε μου πάλι

που εμπιστεύτηκα

σε τοκογλύφους κυνηγούς ονείρων.

 

    Τα χρώματα, όπως η μελαγχολική ώχρα , το κόκκινο του θανάτου και προπάντων το λευκό ως έκφραση του αγνώστου, της ακύρωσης, του κενού, της απειλής αλλά και της αθωότητας, αποτελούν πεδίο μελλοντικής σημειολογικής μελέτης στην ποίηση της Ε. Μ. : Έβγαινε άσπρος ουρανός/ και με νανούριζε”, “το γρήγορο ξεθώριασμα του άσπρου”, “άσπρο σβησμένο μεσημέρι”, “Ο ουρανός φόντο λευκό/ όλο και κατεβαίνει μέσα μου” “Λευκή πατρίδα μού 'ταξες” κ. ά.

    Παγιωμένη και ώριμη προσωπική γραφή, ρυθμός παλλόμενος, λόγος στιλπνός, λιτός αλλά και στιβαρός μέσα στην πληθωρική του έκφραση, εικονοπλαστική δεξιοτεχνία, συνθετικός πλούτος, και μια απαστράπτουσα ελληνικότητα: 

 

[...] Ας έλθει μια βροχή

να με κοιμίσει

να με περάσει απέναντι.

Πάντα κρατώ στα χέρια μου

τον οβολό.

 

    Παρά την ζοφερή πνοή του, “Ο χρόνος τότε” μπορεί να ιδωθεί ως ένα εγχειρίδιο επαγρύπνησης του ανθρώπου-Σίσυφου που επιθυμεί να απαλλαγεί από τα δεσμά του. Ακόμα κι όταν έχει φτάσει στην απελπισμένη ταπεινότητα, του “Να 'χω κι εγώ / ένα δικό μου τίποτα”, όπως η ποιήτρια, ενορατική καθώς είναι, πιστεύει στο “αγέννητο πουλί”που κουβαλάει μέσα της. Κινδυνεύει διαρκώς, αλλά σώζεται:“Με τον καιρό, έμαθα να βαδίζω μόνη / σε μια κλωστή να πιάνομαι”. Κι αυτή η, έστω και ως κόκκος σινάπεως, πίστη εμπεριέχει πέταγμα προς το φως: “Εκτείνομαι στο πλάτος μιας ευθείας / που μου υπόσχεται ορίζοντα”.

 

 

                                                   *