ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

   ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ

    (Φιλοκτήτης στη Λήμνο)

 

 

Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου
καν τ΄ όνειρο, όταν μ΄έθρεφε το γάλα της μητρός μου.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

 

 

Τα έσβησε εκείνα τα λόγια, από την ξυλογραφία κι όμως φαίνονται ακόμα τα ίχνη τους. Ήτανε με μολύβι γραμμένα πάνω στο χαρτί, αποκάλυπταν όμως τα αισθήματα του χαράκτη.

Με μολύβι. Όχι χαραγμένα με το καλέμι, ούτε ποτισμένα με σινική μελάνη. Δεν ήθελε να κεντήσει το ξύλο ο συνετός μάστορας, δεν ήθελε να ρίξει ανεξίτηλο μαύρο πάνω στα αισθήματά του να τα τονίσει για πάντα. Σε τέτοιους καιρούς … Πρόωρα σοφός, καίτοι νέος, εξόριστος σε νησί της άγονης γραμμής, προγραμμένος, συνομιλούσε φειδωλά με τις ελπίδες.

Ας σβήσουν. Τα λόγια είναι λόγια. Και τότε εκείνη πήρε γομολάστιχα και τα εξαφάνισε από το χαρτί, ένα χαρτί υπόλευκο και χνουδωτό σαν χειροποίητο. Ακόμα και το μολύβι το είχε σημαδέψει αφήνοντας ανάλαφρα τ΄αποτυπώματα στην επιφάνειά του.

Τα ίχνη της φαίνονται καθαρά: «Στην αγαπημένη». Μ΄αυτά τα ψιχία τρέφονταν τότε οι έρωτες, πετούσαν και κελαηδούσαν γύρω από τα σίδερα και τα συρματοπλέγματα κι επιζούσαν μ' ένα-δυο σπυριά ονείρου …

Τα μάτια της έχουν θολώσει από τα χρόνια αλλά ακόμα και χωρίς τα ματογυάλια ξεκαθαρίζει τα ίχνη της αφιέρωσης στην άκρη αριστερά της εικόνας.

Στην άλλη άκρη τ΄όνομά του και η χρονολογία. 1948, Λήμνος. Ολόγυρα φυσούν άνεμοι βορειοανατολικοί σφοδροί, που κατεβάζουν οι σωρείτες των αναμνήσεων σ΄εκείνο το νησί-ομφαλό του αρχιπελάγους.

Η θύμηση τόσο δυνατή για να μην έχει ξεθωριάσει μισόν αιώνα μετά, περιέχει τη θέρμη και τη ζωντάνια του ονείρου για το χτίσιμο μιας ζωής. Είναι συμπυκνωμένη, είναι πυρήνας που δεν έδωσε δέντρο και καρπό, γι αυτό η γυναίκα ελπίζει πως θα λάβει δύναμη πως θα μπορέσει να διηγηθεί.

Γράφει· κεντάει τη ζωή που δεν έζησε - ένα ονειροπόλημα που θα μπορούσε να 'ναι η πραγματικότητα – βασανίζει, χαράζει το άκακο χαρτί.

Αν είχε τη δύναμη και την υπομονή να περιμένει: Να περιμένει μόνο για λίγα χρόνια. Τότε θ' άρχιζε το ταξίδι.

Όλη της τη ζωή θα μπορούσε να την περάσει σ' αυτό το βορινό ακρογιάλι. Θέση προνομιακή για τον εργάτη του φωτός και των χρωμάτων.

Το σπίτι μικρό, κάθεται πάνω στην άμμο και τα παράθυρά του αντίκρυ στο βοριά δίνουν τον σταθερό φωτισμό που θα χρειαζόταν για να ζωγραφίσει τις υδατογραφίες του.

Αλλά και αυτή θα είχε το δικό της παράθυρο προς τη δύση για να μελετάει τη θάλασσα και τους ρυθμούς της.

Αυτή η θάλασσα ήταν η προίκα της και το σπιτάκι το αστεροσκοπείο της, προσανατολισμός ακριβής προς το άστρο της τραμουντάνας. Τι άλλο πιο τέλειο και σπάνιο θα επιθυμούσε ένας ζωγράφος; Ένα σπίτι χτισμένο στην ακρογιαλιά από ζωγράφο, είχε αυτό το προνόμιο. Να προσφέρει τα χρώματα του νερού και της δύσης. Απέναντί του ήταν ο πλούτος. Να παίρνει ό,τι ποθούν τα μάτια του για να βάφει τις ζωγραφιές του. Λάμπουν ακόμα και για χρόνια φυλαγμένες πίσω απ' το γυαλί, σιωπηλές στον τοίχο, χωρίς απαίτηση καμιά, πλουτίζουν το χώρο του μικρού δωματίου, οι ξυλογραφίες του, τα χαρακτικά του.

Αν κι είχε εξαντλήσει τα πελάγη και τους ουρανούς στα εννιά χρόνια της εξορίας του, σ' αυτή τη θάλασσα θα 'βρισκε μια νέα οπτική. Η μοναξιά θα ήταν μεστή, πλαισιωμένη από τον έρωτα. Θα ήταν ελεύθερος να δρέψει, να ονειρευτεί και να πραγματοποιήσει έργο. Δεν είχε παρά να βουτήξει τα πινέλα του σ' αυτή τη θάλασσα για να πάρει τα γαλάζια, τα πράσινα και τα ιώδη, τα κίτρινα του κρόκου και του χρυσού από το ηλιοβασίλεμα. Στο πλάι του εκείνη, Γαλάτεια σιωπηλή και οι άνθρωποι που θα τον εκτιμούσαν ως πρίγκιπα της Τέχνης στο νησί. Εκεί θα ζούσαν αυτάρκεις. Από εκεί θα εξορμούσαν προς τα βουνά. Μια ήπειρος ακέρια η νήσος θα είχε τα πάντα να τους δώσει και να πάρει απ' την Τέχνη τους.

Προς το βοριά το πέλαγος συνορεύει με τη δύση. Από την εαρινή ισημερία ώς την αρχή του χειμώνα θα έδινε την ποικιλία των εικόνων νερού και ουρανού. Προς τ΄ ανατολικά κατέβαινε η παλιά πόλη σφιχτά δεμένη μέσα στο τείχος. Γύρω της οι ντάπιες και η τάφρος με τα μπεντένια, στα υψώματά της η αρχαία Ελλωτία κι ολόγυρα απ' τα τείχη η νέα πόλη και η Νέα Χώρα που επωφελήθηκε από τα ερημικά δυτικά ακρογιάλια και την θάλασσα - κτήμα των ψαράδων. Όλη δικιά του αυτή η περιοχή, παρθενική κι από κανένα «αξιοποιημένη».

Ορίζοντες θάλασσας ουρανός και οι σκόπελοι, δώρα του νερού. Θα άξιζε τόση αναμονή και στέρηση για (τη συνάντηση με) το άγνωστο; Εκείνος φυλακισμένος - ένας αριθμός σε φάκελο με τη σφραγίδα της λογοκρισίας - που της έριχνε ο ταχυδρόμος κάτω απ' την πόρτα, δυο φορές τον μήνα. Καρπός της φαντασίας το πρόσωπό του. Τα γράμματά του με μαύρο σκληρό μελάνι. Με το ίδιο μελάνι τύπωνε τα ξύλα και τις ξυλογραφίες του με τις αφιερώσεις που της έστελνε από άλλους δρόμους. Ω, ναι, θα άξιζε. Μα οι άνθρωποι είναι προσωρινοί και πρόσκαιροι. Βιάζονται να συνδεθούν, να διαιωνιστούν, να ζήσουν.

 

Μόνη στη μεγάλη πόλη, ολομόναχη με τις σπουδές και τη μεταπολεμική φτώχεια. Βιβλιοθήκες, αμφιθέατρα, διδάσκοντες, εργασίες και εξετάσεις μέσα στη δίνη της ατίθασης ηλικίας. Εκτεθειμένη στους νυγμούς του ενστίκτου. Υποσιτισμένη. Το γράμμα του ήταν ένα εξαντλημένο από την μακρότητα θαλασσοπούλι που όμως έφερνε ακέραιο το μήνυμά του: «Περίμενέ με!»

Εκείνη περίμενε ακόμα σηκώνοντας με κόπο την ξανθή της νεότητα συνθλιμμένη από την αναμονή και την επιμονή του να της γράφει σχεδόν επιτακτικά. «Αρκέσου», να της φωνάζει από το νησί, με τις δυο παλάμες γύρω από το στόμα, «και περίμενέ με». Κι όμως, ποτέ δεν τον είχε δει με τα μάτια της, δεν τον είχε συναντήσει. Τέτοια επιμονή, τέτοια εμπιστοσύνη στο άγνωστο!

 

Το σχήμα ήταν τέλειο. Η σύζευξη ιδανική κι αυτός ιδεαλιστής, απόλυτος στο πιστεύω του. Το συντηρούσε τόσα χρόνια στο ερημονήσι, με νερό και αλάτι, με ακρίδες από την άνθηση των αγκαθιών και μέλι άγριο. Το ήξερε πως αυτό που έκανε ήταν πιο κοντά στο ακατόρθωτο, πως θα το παρασύρει η ζωή, δυνατότερη από τις ιδέες. Και όμως επίμενε. Τα γράμμα έπεφτε μπροστά στην πόρτα της, όλες τις εποχές και μ’ όλους τους καιρούς επί χρόνια. Αποστολέας Χ. Δ. Λήμνος 1-Κ. 5, ήταν η διεύθυνσή του, κι από κάτω η σφραγίδα :

Εστέ σύντομοι

Απαντήσετε με 10 σειρές

άλλως θα επιστρέφεται.

 

Παρά τις απειλές, τους περιορισμούς και τις παραβάσεις, το γράμμα ερχόταν από το νησί. Ίσως εκατόρθωνε με την ομορφιά και το πάθος του να συγκινεί τον λογοκριτή. Δεν το ψαλλίδιζε, αν και είχε απλωθεί και στις τέσσερις σελίδες του χαρτιού, δεν το μουτζούρωνε ο υπεύθυνος χωροφύλακας. Κάποια γράμματα θα ήξερε χωρίς αμφιβολία κι ίσως ήταν κρυφά ευαίσθητος ή είχε γίνει εκεί στην ερημιά και την απομάκρυνση εξόριστος κι αυτός ο ίδιος.

Δεκέμβριος 1950 και το γράμμα Συστημένο απευθύνεται σε κρατούμενη στο στρατόπεδο γυναικών! Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει στο ερημονήσι ταχυδρομική υπηρεσία … διανομείς και βιβλίο συστημένων! Εκεί που δεν υπήρχε γιατρός και ιατρείο, ούτε αλάτι, ούτε σπίρτα για ν΄ανάψεις τη λάμπα θυέλλης.

Ήταν ακόμα στο στρατόπεδο γυναικών στο Τρίκερι, νησάκι κοντά στο Πήλιο, από το ΄48.   

[...]