«Η αλήθεια ζητούσε να βγει στο φως»
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Η ποίηση και η πεζογραφία προϋποθέτουν το σώμα και τη δοκιμασία του, αφού προέρχονται κατευθείαν από τον πόνο και την οδύνη του ορφανοτροφείου και της Αντίστασης.
Η 85χρονη Βικτωρία Θεοδώρου, κόρη πλανόδιου αγιογράφου από τη Σερβία, μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα της, αναγκάστηκε να μεγαλώσει στο Ορφανοτροφείο Θηλέων Ηρακλείου. Αυτή την εμπλοκή της αποτυπώνει στο τελευταίο βιβλίο της «Δραπέτις» των εκδόσεων «Κεδρισός», με έδρα τα Χανιά.
Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ακολούθως τελείωσε τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, και μετά την Απελευθέρωση, τον Μάιο του 1948, ξεκίνησε ο κύκλος των φυλακών και των εξοριών σε Χίο, Τρίκερι και Μακρόνησο. Το 1952 αποφυλακίστηκε και παρουσιάστηκε στα γράμματα από το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1957. Το σύνολο του ποιητικού της έργου συγκεντρώθηκε στον τόμο «Ποιήματα» (εκδόσεις «Διάττων»).
- Η εμπλοκή σας στην Αντίσταση και ο εκτοπισμός σας σε τόπους εξορίας πώς επηρέασαν το λογοτεχνικό σας μοτίβο;
«Στην εξορία γνώρισα όλη την Ελλάδα. Από τις ανώνυμες γυναίκες του λαού, μεταξύ των οποίων γριές μάνες ανταρτών και συγγενείς προσφύγων σε ανατολικές χώρες, μέχρι τις επώνυμες γυναίκες των γραμμάτων και της τέχνης, Ελλη Παπαδημητρίου, Αλκη Ζέη, Αλέκα Παΐζη. Είχαν διαλύσει την Αριστερά διασκορπίζοντάς την. Εγραψα, λοιπόν, γι' αυτά που είδα κι ένιωσα. Το ποίημα π.χ. "Παλιό τραγούδι" από τη συλλογή μου "Το λαγούτο" (1971) μιλάει για τη διαπόμπευση μιας νεκρής αγωνίστριας στα Χανιά από παρακρατικούς. Στην "Εκδρομή" (1973) μιλώ για τις μνήμες από το Τρίκερι. Η συλλογή "Αρειος ύπνος" (1983) γράφτηκε μετά την επίσκεψή μου στο γερμανικό νεκροταφείο στο Μάλεμε στα Χανιά».
- Πώς περάσατε από τη μαρτυρία στη μυθοπλασία και πώς γονιμοποίησε το ζωντανό εμπειρικό στοιχείο το λογοτεχνικό σας πρόσταγμα;
«Εκτός από τις μαρτυρίες μου στα "Στρατόπεδα γυναικών" (1975), κουβαλούσα στη μνήμη μου συγκλονιστικές ιστορίες ανθρώπων που γνώρισα. Δεν χρειάστηκε επομένως να επινοήσω στις νουβέλες μου που ακολούθησαν κάποιο μύθο, αφού τα θέματα υπήρχαν. Αρκούσε να καταγράψω λογοτεχνικά την αλήθεια που ζητούσε να βγει προς το φως. Σκαλίζοντας κανείς το αρχείο μου μπορεί να δει χειρόγραφα από την εποχή που ήμουν μαθήτρια. Από τότε προσπαθούσα να εκφραστώ μέσα από την τέχνη του λόγου».
- Πιστεύετε σε όρους, όπως αντιστασιακή λογοτεχνία και αντιστασιακός συγγραφέας;
«Οχι. Εκτός κι αν χρησιμοποιούμε τις ετικέτες αυτές για γρήγορη συνεννόηση. Η ηρωίδα μου στις "Δεσποινίδες της οδού Λαμψάκου" περιθάλπει πληγωμένους αριστερούς στην Αθήνα του Εμφυλίου, μοιράζει προκηρύξεις κρυφά, κάνει Αντίσταση. Αυτό, όμως, δεν χαρακτηρίζει το βιβλίο ως αντιστασιακό, ούτε εμένα, κι ας υπήρξα ένα καιρό αντιστασιακή! Σπουδαία η εποχή μου, θαυμαστή, αλλά δεν έμεινα μόνο σ' αυτά. Συνέχισα με βιβλία όπως το "Γαμήλιο δώρο" (1995) και η "Πελαγινή" (1990/2010) όπου οι ηρωίδες μου μάχονται και για άλλου είδους σκοτάδια της εποχής τους».
- Πόσο χρόνο σάς πήρε να ξανασταθείτε στα πόδια σας, μετά τη μεταπολεμική απορριπτική στάση του επίσημου κράτους απέναντι στους αγωνιστές;
«Δύσκολοι καιροί. Ακόμα ζω με τη θλίψη της μάνας μου, που αρρώστησε περιμένοντάς με και πέθανε τόσο νέα, μόλις γύρισα. Μετά την εξορία, παντρεύτηκα τον συμπατριώτη μου Χαρίδημο Σπανουδάκη που ενήργησε να ελευθερωθώ, ως "αδειούχος εξόριστη", το 1952. Κι αμέσως ήρθαν τα δίδυμα παιδιά μου. Πολύ αργότερα πήγα στο πανεπιστήμιο για να συνεχίσω τις σπουδές μου στη φιλολογία, βρίσκοντας ένα παλιό μου συμμαθητή να έχει γίνει καθηγητής, ο Σκιαδάς. Με θυμήθηκε! Το 1981 μου χορήγησαν κάποια τιμητική σύνταξη και επί Μελίνας Μερκούρη ήμουν στην επιτροπή λογοτεχνικών βραβείων του ΥΠΠΟ. Το ένιωσα ως μια αναγνώριση».
- Είχατε διαβλέψει το φαινόμενο του σταλινισμού, στην πρώην Σοβιετική Ενωση, ή περιμένατε να κάνετε κριτική στα κομμουνιστικά καθεστώτα, το έτος 1989, που σηματοδότησε την πτώση των πρώην λαϊκών δημοκρατιών;
«Μα εκείνη τη μεταπολεμική εποχή ούτε ο ίδιος ο Στάλιν δεν το διέβλεπε! Γιατί θέλετε όμως να με εντάξετε; Εμείς οι παλιοί θλιβόμαστε να βλέπουμε την Αριστερά διασπασμένη. Θα σας απαντήσω, ωστόσο, μ' ένα ποίημα από τη συλλογή μου "Ευνοημένοι" (1998): Το "Δε θέλω να κοιτάξω".
Δε θέλω να κοιτάξω από τη γέφυρα./ Θολό ποτάμι, μακάβριοι κορμοί/ και σαρκασμοί/ εκεί όπου/ της προσδοκίας μου οι παράδεισοι/ η άλλη ήπειρος/ με τους καλούς, δίκαιους όρμους./ Θέλω να φύγω να αναδιπλωθώ/ κι ακόμα μια φορά/ απ' της μητέρας τη σποδό/ να εκλιπαρήσω τη συγγνώμη».
- Οι ομότεχνοί σας πώς σας συμπεριφέρθηκαν; Και η Αριστερά «έπασχε» από ανδροκρατία;
«Είχα καλές σχέσεις και με συναδέλφους λογοτέχνες αλλά και καλλιτέχνες απ' όλες τις πλευρές. Με διάβαζε η Παΐζη αλλά κι ο Χορν. Δεν υπήρξα όμως φιλόδοξη. Ζούσα αρκετά απομονωμένη εδώ στη Φιλοθέη -που τότε, το 1952, ήταν μια απέραντη ερημιά- και κάποιοι καλοί φίλοι μού καταλογίζουν ότι από υπερβολική σεμνότητα δεν φρόντισα τη διάδοση του έργου μου. Δεν έχω παράπονο. Οσο για την Αριστερά, όχι, δεν έπασχε από ανδροκρατία, αφού η Αντίσταση ήταν γεμάτη με γυναίκες και παιδιά».
- Πώς θα περιγράφατε το έργο σας, αν σας ζητούσε ένας ξένος μελετητής να πάρετε αποστάσεις από τον εαυτό σας και την εποχή σας;
«Ο Jean Claude Vilain, που εξέδωσε μια ανθολογία των ποιημάτων μου στα γαλλικά, αναφέρει στον πρόλογό του ότι η ποίησή μου είναι νικήτρια (poesie victorieuse), όπως δηλώνει και... τ' όνομά μου. Θεωρώ τον εαυτό μου ευνοημένο που έζησε όλα αυτά, ξεθωριασμένα κάπως απ' τα χρόνια. Το έργο μου είναι μια συμμετοχή στην Αντίσταση. Ανήκω στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, αλλά δεν θεωρώ ότι είμαστε η γενιά της ήττας, όπως λένε. Νικήσαμε, αφού οι σπόροι που ρίξαμε δεν έπεσαν σε άγονο χώμα. Δείτε τον αντιστεκόμενο κόσμο σήμερα, κι έξω κι εδώ».
Σημείωση: Η συνέντευξη αυτή με υπότιτλο "Μιλάει η ποιήτρια και αγωνίστρια Βικτωρία Θεοδώρου" δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας "Ελευθεροτυπία", την Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011. Η φωτογραφία (του κ. Βαλασόπουλου) πάρθηκε λίγες μέρες πριν στον κήπο του σπιτιού της ποιήτριας στη Φιλοθέη Αττικής.