ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, "ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ". Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της ανέκδοτης νουβέλας

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, "ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ". Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της ανέκδοτης νουβέλας

 

[...]

 

Κι όμως παρ’ όλα αυτά, οι τρομαγμένες εξουσίες τούς κατάτρεχαν ακόμα και σ’ εκείνο το βραχονήσι. Στη βορινή του πλαγιά, όπου φύτρωνε μόνο ο φλόμος και το αχινοπόδι και όπου ήταν στημένη η σκηνή του. Πιο πέρα οι σύντροφοι και οι φίλοι που μιλούσαν έστω και ψιθυριστά μετά φόβου και αγνάντευαν το δειλινό, πέρα, μακριά στην πανταχού παρούσα θάλασσα. Αυτοί ήταν ο υπερδεσμοφύλακας, αυτοί και ο υγρός δρόμος που έφερνε το καΐκι με τους νέους εξόριστους και με το ταχυδρομείο. Η γυναίκα νιώθει κατάκοπη και μόνο με τη θύμηση της απίστευτης εκείνης ταλαιπωρίας. Έχει πολλά ακόμα να διηγηθεί κι όλο αναβάλλει να μιλήσει και ν’ αναθυμηθεί τα βάσανα κάποιων ανθρώπων, εκεί κατά το πρώτο μισό του εικοστού «που να πάει και να μη γυρίσει» όπως λέει ο γέροντας ποιητής: (1)

 

Αλύγιστοι σκληροί καιροί
Χαμένοι πήγαν οι αγώνες και τα δάκρια
καιροί ασβολωμένοι που να πάνε και να μην γυρίσουν …

 

Θέλει όλα να τα θυμηθεί και να γράψει μιαν ακόμα μαρτυρία, να συνθέσει ένα ακόμα ελεγείο· ίσως κάτι απομείνει από τους νέους ανέμους που θέλουν όλα να τα ξεριζώσουν. Και συνεχίζει να μιλεί για έναν που αντιπροσωπεύει χιλιάδες. Ο χαράκτης δεν είναι μόνος του στο νησί. Μαζί του σε άλλο κλωβό μένουν τα δυο του αδέρφια. Είναι και οι δυο δάσκαλοι. Έχουν αφήσει τα μαθητούδια τους, έχουν αφήσει δικούς τους και φίλους και μακροημερεύουν στο νησί. Σ’ αυτούς τους νέους τόπους είναι νόμος να χωρίζουν τις οικογένειες, να απομακρύνουν τον αδελφό από τον αδελφό και τη μάνα από τα παιδιά. Πρόσθετη πίεση και θλίψη. Σε όλα αυτά υπάρχει μία λύση: Υπόγραψε! Βάλε μία σούλα, όπως λέγανε οι γυναίκες, και εν τω άμα θα πας όπου θες. Ο κόσμος όλος τότε είναι δικός σου και ξαναγίνεσαι πολίτης αυτής της μακαρισμένης γης «όπου ανθεί φαιδρά η πορτοκαλέα».
        Ο χαράκτης έχει και τρεις αδελφές στα δεσμά. Δύο αδελφές και μία νύφη – τη γυναίκα του αδερφού του, που παραχειμάζουν στο Τρίκερι. Δασκάλες κι αυτές, κι από γενιά δασκάλων. Μένουν κάτω από τις ελιές του με τις βαθιές κουφάλες. Εκεί γέρνουν το κεφάλι τους και πλέκουν τα μαλλιά τους. Πλένουν τα ρούχα τους με το σαπούνι της θάλασσας και αγναντεύουν το πέλαγος. Ξηλώνουν και πλέκουν – μαζεύουν στάλα-στάλα το νερό και φύλλα ξερά από τους ασφόδελους σ’  ένα σακί για να κάνουν προσκεφάλι. Οι γέροι τους έχουν μείνει ολομόναχοι στα Γιάννενα με βοηθό και υπηρέτριά τους την υπερηφάνεια. Αυτή ζυμώνει, αυτή πλένει και σκίζει τα κούτσουρα για τη φωτιά. Ας ζουν τα παιδιά κι ας βρίσκονται στα σίδερα και στα νησιά. Μόνο να ζουν; Να αντέχουν. Και όλα θα γίνουν όπως πρώτα. Η γενιά θα συνεχιστεί, η ζωή θα προχωρήσει. Αλλά δεν είναι μόνο η εκτόπιση στα άγονα νησιά με τις στερήσεις και τον αποκλεισμό, με τη βία των χωροφυλάκων και του νικητή Στρατού. Τα πιο πικρά, τα πιο αβάσταχτα είναι τα εμφύλια, τα εσωτερικά πάθη. Η δυσπιστία, η αλαζονεία των στελεχών, που εξόριστοι και δεσμώτες παρακολουθούν τους συντρόφους στο κάθε τους βήμα. Να διαπιστώσουν αν βαδίζουν σύμφωνα με τη γραμμή και με τις εντολές. Διότι δεν είναι μόνο κρατούμενοι, είναι και μέλη του κόμματος και πρέπει να πειθαρχούν και να εμπιστεύονται τα στελέχη είτε μπορούν είτε όχι. Ένας απλός άνθρωπος ίσως να τα βγάζει πέρα μ’ αυτό το σχήμα. Ένας διανοούμενος, όμως, ένας καλλιτέχνης απαιτεί να υπάρχουν όρια. Προέχει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η αξιοπρέπεια, η επίγνωση ή όχι της αντοχής του καθενός. Η κοινοβιακή ζωή είναι μια παραχώρηση μεγάλη για το ταμπεραμέντο και τον ψυχισμό του, αφοσιωμένος στην Τέχνη και στην αγάπη τα ξεπερνούσε. Την ακολουθεί χωρίς παράπονο, εδώ και χρόνια. Η ηρωική σουλιώτική του φύση τον κάνει να επαναστατεί αλλά και να παραμένει πιστός στα ιδανικά της νιότης του. Δεν υπογράφει, δεν καταδικάζει, παρόλο που τιμωρήθηκε από το κόμμα με φανερή δυσμένεια. Το κόμμα τον πρόσεχε ιδιαίτερα εξαιτίας του παραγωγικού του ταλέντου. Σ’αυτό το σημείο ήταν άτρωτος· κανείς δεν μπορούσε να τον θίξει και να εμποδίσει τα μαγικά του χέρια να δημιουργούν. Το κόμμα αναγνώριζε πως επηρέαζε το πλήθος με την τέχνη, με την εφευρετικότητά του. Μπορούσε να δημιουργήσει τα πιο δύσκολα σκηνικά με ό,τι υπήρχε, αξιοποιούσε τα φύκια, το χαρτί, τα κουρέλια, το ξερό χόρτο και το χώμα για να στήσει ένα ανάκτορο στην έρημο και μια αρχαία πόλη. Η φαντασία του δεν γνώριζε εμπόδια. Οι φίλοι του λογοτέχνες και άλλοι ευαίσθητοι αγέρωχοι σύντροφοι τον θαυμάζουν και τον βοηθούν για να δουλεύει απερίσπαστος. Τον απαλλάσσουν από τις αγγαρείες. Όμως εκείνος δεν λείπει από τις κοινές δουλειές για το νερό και για ξύλα, για την καθαριότητα του καταυλισμού, γιατί το κάθε τι τού προσφέρει ερεθίσματα και νέα θέματα και περιμένοντας το ταχυδρομείο ονειροπολεί. Καθισμένος στα βράχια το σούρουπο, ώσπου ν’ ακουστεί η σάλπιγγα.
            Σε όλα τα κοινόβια οι άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν προσωπική ζωή. Πολύ περισσότερο στις φυλακές και στα στρατόπεδα. Όλα μοιράζονται και αποκαλύπτονται, όλα χάνουν τη μαγεία του μυστικού, του προσωπικού. Το κόμμα συντελεί σ’ αυτό και επεμβαίνει με νόμους και με κανόνες. Έχουν μάθει για τα γράμματα που λαβαίνει, όχι βέβαια για το περιεχόμενό τους το αθώο και ευγενικό. Μα η κεντρισμένη φαντασία τους δουλεύει.
            Δεν δοκιμάστηκε αρκετά στην Μακρόνησο όταν τον χτυπούσαν με τα μπαμπού, ήταν έγκλημα ότι δεν ήθελε να πάρει μέρος σε κάποιες κομματικές συνάξεις; 
Δεν τους είναι αρκετό που τον πάτησαν στο στήθος οι αλφαμίτες, χωρίς να πάρουν την υπογραφή του; Θέλουν να τον ελέγχουν και οι σύντροφοί του. Του απαγορεύουν να δει τ’ αδέρφια του, να μιλήσει με τους φίλους του, επειδή δεν παρίσταται στις κομματικές συζητήσεις. Νομίζουν πως αδιαφορεί για το τι γίνεται στον κόσμο, για το λυσσασμένο ψυχρό πόλεμο, για τον κίνδυνο που απειλεί τις κατακτήσεις των λαών. Δεν απαντά, έχει κάτι καλύτερο να κάνει για τα κοινά, τις λίγες ώρες που του περισσεύουν από τη δουλειά της πέτρας και εξασφάλισης του νερού. Να χαράξει ένα ξύλο και να του δώσει ζωή με πουλιά, με ψάρια, με αισιόδοξα πρόσωπα σ’ ένα ονειρευτό παράδεισο. Δεν μπορούν όλοι να το κάνουν αυτό: Ο καλλιτέχνης εν τέλει ανήκει στα μάτια όλων των ανθρώπων.
            Όμως κανένα σημάδι της περιπέτειας αυτής δεν υπάρχει στα γράμματά του. Δεν της έγραψε ποτέ ούτε με τα συνθηματικά των κρατουμένων, ούτε μήνυμα προφορικό με αδειούχο. Άλλο δείγμα της ψυχικής του δύναμης.
Είναι από τη φύση του κομμουνιστής γιατί απευθύνεται στην ευαισθησία του κοινού. Μας ανεβάζει και μας οδηγεί πιο αποτελεσματικά από τους κομισάριους. Τα ακούει όλα και τα βλέπει. Νιώθει τα ψυχρά ρεύματα και την οσμή της αποδοκιμασίας. Δεν απαντάει. Δεν κόβει την καλημέρα και το γεια-χαρά, Χρίστος και Χριστός. Ου γαρ οίδασι, ποιος άλλος θα το μπορούσε;

            Το καΐκι είναι ο ευεργέτης του, γι’ αυτόν είναι τα μεγάλα δέματα. Δεν περιέχουν κορν-μπιφ, μαρμελάδες, ούτε ρούχα της UNRA, απ’ αυτά πορεύεται. Περιέχουν χαρτόνι, χαρτί και μελάνια. Οι φίλοι και δικοί του ξέρουν και του τα στέλνουν μέσω της οργάνωσης βοήθειας προς τους κρατούμενους στα στρατόπεδα και τις φυλακές. Κατάσχονται συχνά αλλά και κάποια φτάνουν στο νησί.

 

                                                         *

 

Μεσάνυχτα. Η μοναχική γυναίκα που σηκώνει όλη μέρα στους ώμους της τα βάρη των αναμνήσεων προσπαθεί να κοιμηθεί. Οι μνήμες την κρατούν άγρυπνη που δεν κοιμάται, ούτε ονειρεύεται. Και όμως, τα ινδάλματα παρελαύνουν από τα κλειστά μάτια της. Είναι σ’ ένα σαλόνι παλιού σπιτιού. Το σανιδένιο πάτωμα τρίζει από τα πολλά βήματα, η οικογένεια γιορτάζει τον ερχομό του αδελφού που ήρθε από τα νησιά. Ήρθε ο Χρίστος ύστερα από επτά χρόνια εξορίας. Το έμαθε και πήγε να τον δει. Η έλξη για το μυστήριο που θα φανερωθεί την τράβηξε· σ’ όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται θέλει να τον δει. Δεν ζητάει τίποτε, ούτε διεκδικεί. Θέλει να δει, θέλει ν’ αντικρίσει τον αποστολέα τόσης αγάπης και περιπάθειας, τόσης εμπιστοσύνης. Τον βράχο με το χαμόγελο που ύστερα από χρόνια πατάει σε πάτωμα σπιτιού. Και κάθεται κάτω από κεραμίδι σπιτικό. Φοράει το ίδιο σακάκι και το πουκάμισο της εξορίας. Μόλις αφιχθείς με το ατμόπλοιο δεν πρόλαβε ν’ αλλάξει, δεν πρόλαβε να πάει στον ράφτη, αλλά ίσως αδιαφορεί για τα περιτυλίγματα, τα ρούχα δηλαδή, και κοιτάει την ουσία. Στα δάχτυλά του με τα καλοκομμένα νύχια διακρίνονται τα ίχνη της σινικής μελάνης και των χρωμάτων. Πουκάμισο πεντακάθαρο, χαμόγελο  λαμπερό, αμήχανο και σαστισμένο, σφίγγει το ποτήρι του κρασιού, την κοιτάζει σαν να την γνωρίζει πολλά χρόνια. Σαν να την ανάθρεψε την ξέρει, είναι η δικιά του, και όμως δεν εκδηλώνει τις σκέψεις και τους νυγμούς της καρδιάς. «Τι φτιάχνεις;» της λέει στα γιαννιώτικα, «Πώς τα περνάς; Σαν να μην υπάρχει η θάλασσα και ο ωκεανός του χρόνου, το χαρτί, η πένα και η αγρύπνια, τα όνειρα και τα πλάνα ζωής. Η άμμος, η άμμος, μόνο η άμμος. Η ακύρωση, η λήθη δουλεύει. Η δειλία και ίσως ένας αντρίκειος εγωισμός.
            Έτοιμος για εξερευνήσεις, για κατακτήσεις ήτανε ήδη φευγάτος. Δεν θα έμενε ποτέ στο ακρογιάλι της. Χορτασμένος από γιαλούς και θάλασσες ήθελε να γνωρίσει στεριές και ανθρώπων άστεα.
            Κι όμως είναι άδικο. Με την ανάμνηση –έστω και με τη σκέψη– να τον τοποθετεί αρνητικά. Εκείνη τη μέρα της γιορτής ένιωσε πως τα αισθήματα και οι προοπτικές έσβησαν. Θαύμασε την ευστροφία του να προχωρεί σιωπηλός παραπέρα, να ξεπερνά τ’ αδιέξοδα, να μάχεται τη θλίψη και τη μειονεξία. Τον είδε να φεύγει μακριά μ’ ένα κατάφωτο πλοίο αφήνοντας πίσω καΐκια και βάρκες, ταχυδρομεία και γράμματα περιπαθή. Χωρίς καμιά τύψη, συγγνώμη ή εξήγηση, είδε μια τραχύτητα προγονική και τη δικαιολόγησε, ή μάλλον την συγχώρεσε. Αλλά τα γράμματα μείναν ταχτοποιημένα, σκεπασμένα με στρώματα ζωής πενήντα χρόνων. Νόμιζε πως τα έκαψε στο τζάκι μια παγερή μέρα, να ζεσταθεί και να ζεστάνει το σπίτι. Έτριζε το μαύρο μελάνι στη φωτιά. Στέναζε το παλιό χαρτί, λυτρωνόταν…  Τα γράμματα έμεναν δικά της, έσβηναν μπροστά στα μάτια της θυσιασμένα. Αλλά αυτό δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης. Τα γράμματα υπάρχουν στη θέση τους λοιπόν, κι ακόμα μιλούν. Όποια στιγμή κι αν θέλει μπορεί να τα ξεδιπλώσει για ν’ ακούσει την παλιά μουσική εκείνης της εποχής.
            Είναι τακτοποιημένα χρονολογικά, ανέγγιχτα απ’ τα χρόνια. Η σινική μελάνη και ο χαρακτήρας του ακέραιος αγγίζει τα στεγνά της χέρια, την εμπνέει να διατηρήσει μέσα στο χρόνο τη θέρμη και τα αισθήματα που δεν ήταν απλώς pour passer le temps, ήταν ένα μέρος από τα όνειρα εκείνης της γενιάς, της εύπιστης και ορμητικά ενδοτικής. Θέλησε ν’ αλλάξει τον κόσμο και τα έδωσε όλα, αφοσίωση, πίστη και πτώση. Το τέλος της ήτανε κοινό, χωματένιο.

            Απόμεινε το μελάνι και το χαρτί που απόδωσε εκείνα τα άνθη. Στεγνά σήμερα, δίχως χρώματα, διατηρούν το σχήμα τους κι ένα άρωμα που το νιώθουν οι αισθήσεις του ποιητή. Έμψυχοι. Έμψυχη είναι και η λίμνη της γενέθλιας πόλης του. Τρέμουν τα νερά της στη μεγαλοπρέπεια. Νομίζουμε πως γέρνει και πάει, αλλά γέρνουμε εμείς. Ο ζωγράφος βυθίζει τα πινέλα του στο κύμα της, παίρνει ρυθμούς από τον κόσμο για να την περιγράψει στην επιφάνεια του χαρτιού. Δεν του χρειάζονται τα χημικά, τα χρώματα υπάρχουν μέσα του και τα θυμάται όταν τη γράφει στο εργαστήρι του κάπου στη Δύση.

            Η κληρονόμος των αναμνήσεων περιμένει κάθε βράδυ την ώρα που σουρουπώνει και το μαβί έχει πέσει στους γιαλούς. Περιμένει να δει στην αρετή των αντιθέσεων να λάμπουν τα χρώματά του.
Είναι η Κρήτη, είναι το Αιγαίο; Είναι η Μεσόγειος. Η ίδια συμπεριφορά, η ίδια μουσική. Η νοσταλγία του τόπου και του καιρού που τη ζωντανεύει το χρώμα. Είναι ένα μέρος της ζωής που αρνήθηκε και ήθελε να ξεχάσει. Σ’ αυτήν συγκαταλέγονται και τα γράμματά του. Και όμως υπάρχουν. Και όμως γράφτηκαν με το χέρι του αυτό που κράτησε το πινέλο και ζωγράφισε τα ηλιογέρματα στον Σηκουάνα. Εκείνος το πέτυχε ύστερα από πολλές απόπειρες και δοκιμές. Δημιούργησε αυτή τη θάλασσα και τα μουράγια, τους φάρους, ακόμα σβηστούς, απέναντι στα βασιλικά παραπετάσματα του δειλινού.

            Δεν ήρθε στη θάλασσά της, δεν χτύπησε το χάλκινο ρόπτρο της πόρτας της. Και τα αισθήματα; Τι έγιναν; Γεγονός, παντρεύτηκε. Δεν είμαστε σύντροφοι; Ήτανε ένα τίποτα οι γραφές, τα γράμματα που πήγαιναν κι έρχονταν πέντε χρόνια; Ήτανε λάθος να δίνεις χαρά σ’ έναν αποκλεισμένο; Ναι, ήταν λάθος.

            Πήρε μαζί του τα νησιά και τους γιαλούς εκεί στη Δύση και μ’ αυτά εζούσε· όσο κι αν κατάφευγε στις γέφυρες, ήτανε στην Ανατολή. Στα ηπειρώτικα γεφύρια ήταν.
            Και είναι ακόμα. Εκεί που ρέουν οι άνεμοι και συναντιώνται με τα νερά για να κατέβουν στη θάλασσα. Σταματούν στην ακρογιαλιά της μακράς νήσου, έξω από την αυλή της και αφήνουν το γράμμα. Παίρνει χαρτί και πένα για να του απαντήσει και να τον ρωτήσει: Τι έγιναν τα αισθήματα; Πού πήγαν τα όνειρα που πότιζε με το νερό της καρδιάς; Τόσα χρόνια ταξίδευαν με τις φουρτούνες του χειμώνα, με τα μελτέμια που κατατρώγουν τους μύλους και τα αρχαία μάρμαρα. Δεν σταμάτησαν ποτέ ώσπου κάποτε την είδε με τα μάτια του και της έσφιξε το χέρι. Το βρήκε ισχνό, το βρήκε αταίριαστο και ξύπνησε από το όνειρο. Ποιος του γύρεψε περαιτέρω αντάμωσες και επαφές; Καβαλάρης διάλεγε στο παζάρι. Από τότε ούτε μια καλημέρα, ούτε μια γραφή. Απόμακρος. Και η αγαπημένη φίλη που τον στήριζε στα νησιά να μην τον αρπάξουνε οι ανεμοστρόβιλοι; Μια πρόσκληση ήθελε για τις εκθέσεις του στις γκαλερί της πρωτεύουσας κι ας μην μπορούσε να πάει.

            Πρεμιέρες, κοκτέιλ, κριτικοί οι φίλοι και σύντροφοι. Ακάλεστη η αγαπημένη απούσα, διαβασμένο, παλιοκαιρίτικο βιβλίο. Τώρα λάμνει στον κόσμο με υπερωκεάνιο, με συνοδεία φίλων. Πονεί και δεν θέλει να θυμάται πρόσωπα και πράγματα που τον πληγώνουν. Κι όμως scripta manent, εκδικούνται και αφήνουν ουλές, απ’ όπου μπορεί να εισχωρήσει το κακό.

            Άθελα και μοιραία παραμέρισε εκείνη για να περάσει εκείνος στην αναγνώριση και την επιτυχία. Δεσμεύτηκε για να ελευθερωθεί και να περάσει προς τη Δύση. Προς την πόλη της τέχνης. Αδέσμευτος. Άνθρωπος ελεύθερος να γνωρίσει και να τρυγήσει τη ζωή και την τέχνη.
            Καμιά συνέχεια. Καμιά διαιώνιση. Μόνο τα χρώματα και οι γραφές μιλούν και ψάλλουν γι’ αυτόν. Σε ποιον τα οφείλει όλα αυτά; Ποιος τον απελευθέρωσε για να απογειωθεί πριν να πέσει όπως ο Ίκαρος. Η μοίρα φρόντισε για το στεφάνι του γάμου και για τον καρπό στα σπλάχνα της. Όλα τετελεσμένα όταν άκουσε τ’ όνομά του από τον κατάλογο των απολυθέντων. Ελεύθερο το πεδίο μετά για να ζήσει με τη μαθήτρια της Εντίθ Πιαφ. Ελεύθερος να διαιωνίσει τα νησιά του Αιγαίου, τις γέφυρες και τους φάρους, ρίχνοντας μαύρο μελάνι στο παρελθόν. Και η δέσμη με τα γράμματά του τι θα γίνει; Πώς να τους κλείσει το στόμα; Και οι ποταμοί της αγάπης που την έλουζαν εκεί πέρα στο νησί; Να τα δώσει της φωτιάς; Να τα θάψει βαθιά στο χώμα σαν σώμα νεκρό; Να τ’ αφήσει ανέγγιχτα στην κρύπτη τους για να μιλήσουν στο μέλλον; Για τη γενιά εκείνη του εικοστού αιώνα που δεν μπορεί να ξεχάσει και να γαληνέψει και αιώνια απαιτεί δικαιοσύνη κι ελευθερία.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 1. Ο Μάρκος Αυγέρης, (1884-1973).

 

                                                               ΤΕΛΟΣ