ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

                                             

                                ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ

                             (Φιλοκτήτης στη Λήμνο)


[...]

Ήταν ακόμα στο στρατόπεδο γυναικών στο Τρίκερι, νησάκι κοντά στο Πήλιο, από το ’48. 

             Αν είχε τη δύναμη, αν το πεπρωμένο ήταν γραμμένο και χαραγμένο βαθιά με μαύρη μελάνη από τον χαράκτη, που ήξερε τόσο καλά τα μυστικά της τέχνης του, ίσως τότε…  Απίθανες πιθανότητες, όνειρο και ονείρων σκιές που επωάζουν οι ιδεαλιστές με τη θέρμη της καρδιάς της. Βλέπουν τα φτερά και αναθαρρεύουν, αλλά σ’ αυτά ακριβώς τα φτερά είναι γραμμένο το τέλος.

            Ωστόσο ο χρόνος περνούσε με τις ημέρες τις νύχτες και τις εποχές του. Ο χειμώνας και η ψυχρή άνοιξη με τις σπονδές, στόχος για το μέλλον, αλλά όταν εφούντωνε ο Μάης κι εφτάνανε οι ζέφυροι στις παραλίες, φέρνοντας το μακρύ καλοκαίρι, οι απαιτήσεις της ζωής και της νεότητας κατέβαιναν ταράσσοντας την τάξη της μελέτης και των προγραμμάτων. Το σώμα ελευθερωμένο από τα πολλά ενδύματα να περιφέρει τη στέρησή του, να παρασύρει και να προκαλεί τον ίδιο τον εαυτό του. Αυτός, δύο μερόνυχτα με το πλοίο μακριά, μόνος και πνιγμένος στην αναγκαστική συμβίωση και στους κανόνες της, ήταν άλλος. Άντεχε ως ασκητής με τακτοποιημένους στόχους και προγράμματα· θα μείνει εδώ κι ας ποντιστεί το Αιγαίο με τα νησιά και με όλα του τα κυπαρίσσια, δεν θα υπογράψει ποτέ «δήλωση μετανοίας», δεν θα σκύψει για έξι χρόνια ακόμα – σύνολο εννέα– συνεπής με την απόφαση που πήρε όταν ήταν έφηβος, και συγχρόνως για να εξασφαλίσει σύντροφο ή φίλη και σ’ αυτές ακόμα τις συνθήκες να βρει την «αγαπημένη», το ίνδαλμα και το έτερον ήμισυ. Δι’ αλληλογραφίας έστω, όπως έκαναν οι στρατιώτες στο μέτωπο με γράμματα, φωτογραφίες και χειροποίητα δώρα.

 

Ίσως η καταγωγή του από τα βουνά, οι ρίζες του πάππου προς πάππον τον καθιστούσαν τόσο στέρεο και ασκητικό συγχρόνως, αλλά και τόσο αισθηματικό – βγαλμένα από την ενδοχώρα με τα πολλά πουλιά και τα νερά.

             Η πείρα του ξενιτεμένου, η απαίτηση να κρατήσει τη γυναίκα του μαρμαρωμένη όσο βρισκόταν μακριά του, και ψυχρή. Από τα ξένα παρακολουθούσε κάθε της κίνηση και σκέψη. Φιλοδοξούσε να ρυθμίζει τα βήματά της, την ανάσα και τη σκέψη της, έπλεε με τη σχεδία των ονείρων στα σκοτεινά νερά χωρίς να λογαριάζει τους ύφαλους και τις δίνες. Έτσι έτρεφε τον χρόνο και τρεφόταν κι ο ίδιος απ’ αυτόν καλλιεργώντας το δέντρο της μελάνης και του άσπρου χαρτιού για να της μιλάει. Τα γράμματά του σαν ιερογλυφικά είχανε πάντα μια πρόσθετη σημασία που ξέφευγε από τη λογοκρισία. Ήταν γοητευτικά μέσα στη σταθερή τους ομοιομορφία. Το χνουδωτό άσπρο χαρτί (από πού άραγε το προμηθευόταν και ήταν πάντα της ίδιας ποιότητας στις ίδιες διαστάσεις σε κείνη την απορία του χαρτιού, άγραφου και έντυπου;), στις ίδιες διαστάσεις και το φάκελλο, με τη σύσταση βαλμένη σταθερά στην ίδια θέση. Το γραμματόσημο στη γωνία όρθια δεξιά, χειμώνα καλοκαίρι, έδινε (περίγραφε) το χέρι με τα δυνατά δάχτυλα, τα διπλωμένα γόνατα και το πρόσωπό του να στεγάζει την πράξη της επικοινωνίας που τον συντηρούσε χρόνια στο νησί. Τα γράμματα αυτά και η αναμονή της απάντησης τον διατηρούσαν και τον έτρεφαν αράγιστο όπως το κάστρο της Λήμνου. Αποστάτης της πραγματικότητας, ζούσε σ’ εκείνην που ο ίδιος είχε χτίσει και την εμπιστευόταν. Αυτή τον προστάτευε με αήττητο αντίσκηνο από τους ανέμους της βορειοανατολικής παραλίας. Την έβρισκαν παντού και πάντα ικετευτικά και υπερήφανα τα αλλόκοτα αυτά πουλιά που κλωσούσε στο δασύ του στέρνο για να της θυμίζουν την παρουσία του: Υπάρχω! Είμαι εδώ, πιστεύω σε σένα. Είσαι προορισμένη για μένα της μηνούσαν και την έβρισκαν αλάνθαστα μέσα σε εκατομμύρια.

 

Ήταν ερημίτης και μοναχός αν και ζούσε στην επιφάνεια μιας ομαδικής ζωής. Είχε ανάγκη την άκρα μοναξιά για να εκφράσει τον κόσμο του και να ζει το όνειρό του. Του χρειαζόταν για να σχεδιάσει, για να πλάσει τα σκηνικά για κάποια θεατρικά έργα και αρχαίες τραγωδίες που θα έπαιζαν διάσημοι εξόριστοι και ηθοποιοί. Ο Κατράκης, ο Ρίτσος, ο Κορνάρος. Τα βράδια μόνο πριν από το οριστικό σιωπητήριο συναντούσε τους φίλους και συνταξιδιώτες ποιητές άγνωστους ή κρυφούς φιλόσοφους οραματιστές καθισμένους στα βράχια. Τους είχε συχνά σχεδιάσει με κάρβουνο σε λιτά σκίτσα, έβλεπε από μακριά τις κυρτωμένες πλάτες τους και άκουγε τα λόγια και το σιγανό τους τραγούδι και σπάνια το γέλιο. Ήταν η ώρα της φωλιάς, η πιο οδυνηρή ώρα το βράδυ κι ας ξεφαντώνουν τα χρώματα πέρα στη δύση. Η ώρα της επιστροφής που έψαλλε η Σαπφώ κοιτώντας ψηλά τον έσπερο, τον πλανήτη της Αφροδίτης. Σε λίγο η σάλπιγγα θα ξέσκιζε τη μαγεία και θα μεταμόρφωνε τους ανθρώπους σε κοπάδια.  Όμως η σκέψη και τα όνειρα χωμένα σαν τους παράνομους στις κρύπτες τους, θα έκαναν σε λίγο την εμφάνισή τους για να τους φυγαδεύσουν:

            Καΐκια και ατμόπλοια τους περιμέναν στο λιμανάκι. Συνένοχα τ’ άστρα κρύβονταν και οι άνεμοι θορυβούσαν για να παραπλανήσουν τους φρουρούς.

             Άρχιζε το ταξίδι. Προς νότο ή προς βορρά, οι αντάμωσες, τα πικρά παράπονα, τα ερωτήματα, τα δάκρια.

«Δεν υπάρχει μελάνι; Έν’ αρχιπέλαγος μπροστά σου καταγάλανο και μαύρο, βούτηξε τα δάχτυλα κι ακούμπησέ τα στο χαρτί»1. Ανταμοιβή σου: θ’ ανταμωθούμε να κερδίσουμε το χαμένο καιρό.

«Δε θα ’μαι εγώ τότε και δε θα με γνωρίσεις ούτε και θα μ’ επιθυμάς έλα όπως είσαι»2, όσα κι αν δώσεις. Αποφάσισέ το.

         Λόγια, ονειροπολήματα, επιθυμίες… Ούτε καΐκια, ούτε ατμόπλοια, ούτε ταχυδρομικές περιστερές. Άγονος γραμμή. Όποιος είν’ εδώ θα το πληρώσει για πάντα. Όποιος είναι πιστός, αποφασισμένος να μείνει μ’ όλους τους καιρούς εδώ, θα μείνει έξω από την παράδεισο. Θ’ αρραβωνιαστεί τη γόησσα που τη λένε ήσυχη συνείδηση. Αυτήν θα προτιμήσει από την απτή γοητεία της γυναίκας και της πόλης, επειδή θέλει να ξεχωρίζει, ν’ αυτοθαυμάζεται και να τον θαυμάζουν. Και κάθε τόσο παίρνει χαρτί και γράφει. Γράφει προς την αγαπημένη. Το δισέλιδο, ή τρισέλιδο γράμμα. Το σφραγίζει τέλος με φιλιά, φιλιά χάρτινα, σκανταλίζοντας τον χωροφύλακα της λογοκρισίας. Δεν τολμά τη θυσία του εαυτού και της ιδεολογίας της σπαραγμένης και ξεθωριασμένης από τις αντηλιές του πελάγους, για να την αγκαλιάσει να την ζεστάνει. Ακόμα και στη Μακρόνησο, που λίγα μέτρα τον χωρίζουν από τον καταυλισμό των γυναικών, δεν αποφασίζει να την πλησιάσει – απτή και ζεστή, κακοντυμένη ίσως και ηλιοκαμένη.

Το σύνολο! Το ιδανικό! Ο αγώνας! Τι θα πει, τι θα κρίνει! Αυτό το σύνολο είναι ιερό και απαραβίαστο, υπαίθριο για τις στερήσεις του, για την εμμονή και τη σταθερότητά της, για τους στόχους του.

Επηρεάζει το εγώ του, το στερεώνει, τον πείθει ν’ αναβάλλει, να ελπίζει στο φωτεινό μέλλον που έρχεται… Ωστόσο η ζωή φεύγει, –αιμορραγεί– τον αγνοεί.

Και να η κατάληξη. Δέκα χρόνια ασκητική. Δέκα χρόνια δόσιμο για να εισπράξει τη δ ι α γ ρ α φ ή.

                 Δεν ξέρεις σε ποιον ν’ αποδώσεις την τόλμη και το θάρρος, ποιον να χαρακτηρίσεις θαρραλέο, ανθρωπιστή και δίκαιο, ποιον δειλό, εγωιστή, κουτό.  

Εκείνη που έχει δεχτεί τόση λατρεία με τα γράμματά του, στέκει τώρα εκεί στο αγκαθωτό μπροστά συρματόπλεγμα και ψάχνει με το βλέμμα μήπως τον δει ανάμεσα στους καθαροντυμένους, έτοιμους για τη μεγάλη στιγμή κρατούμενους. Έχει περίπου γνωρίσει τη μορφή του από φωτογραφίες, από μια μάλιστα που στέκει μόνος μπροστά στη σκηνή του. Θα τον γνωρίσει και θα φωνάξει τ’ όνομά του μ’ όλη τη δύναμη της φωνής της για ν’ ακουστεί μέσα στον άνεμο και στην οχλοβοή του επισκεπτηρίου. 

             Περιμένει από στιγμή σε στιγμή αλλά εκείνος δεν εμφανίζεται γιατί πρέπει πρώτα να υπογράψει και να καταδικάσει ό,τι πίστευε και πιστεύει πάντα. Μένει απόμακρος, πιστός, κρατώντας στο στήθος το τελευταίο γράμμα, με νωπό ακόμα το μελάνι για να της το στείλει με κάποιον που τόλμησε να περάσει το σύρμα της μοίρας και ν’ανταμώσει για έστω λίγα λεπτά τη γυναίκα του.  

          Τον ακολουθούν καγχασμοί και οικτιρμοί, από τους σταθερούς της ιδεολογίας που γίναν σκόνη και πέτρα από τα χτυπήματα και κλωσσούν μέσα τους το αυγό της ψύχωσης.

             Έτσι περνούσε ο καιρός και χρόνια· μετά γύρισε ο χαράκτης από το νησί της εξορίας. Η Β. κάποτε τον συνάντησε στο σπίτι της αδελφής του σε μια γειτονιά της Αθήνας. Το πρόσωπο και τα ρούχα του φανέρωναν την απουσία του, χρόνια, στις ερημιές· μακριά από τον πολιτισμό. Ηλιοκαμένος και τα μάτια του αμήχανα στο χώρο του δωματίου – αυτός που κάθε μέρα μετρούσε τα πελάγη και σαν άλλος μετεωρολόγος μελετούσε τον ουρανό.

            Οι δικοί του είχαν οργανώσει μια μικρή γιορτή για τη χαρά του γυρισμού του και την είχαν καλέσει. Ο Χ. στεκόταν αμήχανος ανάμεσα στους εορτάζοντες, κρατώντας ένα μισογεμάτο ποτήρι με κόκκινο κρασί, δίγνωμος. Να το πιει, ή να βλέπει το εξαίσιο χρώμα του, ν’ αφεθεί στη γενική ευθυμία ή να βγει στον εξώστη να πάρει αέρα.

Το πρόσωπό του έμεινε αναλλοίωτο όταν του τη σύστησαν. Άπλωσε μόνο το χέρι του με μια μονοκόμματη κίνηση κοιτάζοντάς την στα μάτια. «Χάρηκα! Τι κάνεις, πώς τα περνάς» είπε αντί να την αρπάξει στην αγκαλιά του. Η γυναίκα ένιωσε κάτι σαν λιγοθυμιά, όπως τις πρώτες μέρες της εγκυμοσύνης της. Κλονίστηκε λίγο αλλά κρατήθηκε όρθια και του χαμογέλασε σφίγγοντάς του το χέρι.

«Πήρα το τελευταίο σου γράμμα» είπε. «Σ’ ευχαριστώ για τα αισθήματά σου. Καλώς όρισες».

Είχε ήδη παντρευτεί έναν συμπατριώτη της που την αγαπούσε από μαθήτρια, και τη στήριξε στη μοναξιά και στο πένθος όταν έχασε τη μητέρα της.

                Η γυναίκα  θαύμασε την απάθειά του και σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ήταν και άριστος ηθοποιός, για να μπορεί να συγκρατήσει τη συγκλονιστική συγκίνησή του, ώστε να μην αντιληφθούν τίποτα οι συγγενείς, όπως ένας σκηνογράφος που γνώριζε καλά την τέχνη του θεάτρου.

Τότε αναλογίστηκε τα πέντε χρόνια της αδιάκοπης γραπτής του αφοσίωσης και λατρείας, πού πήγαν και πώς εξαλείφθηκαν «ωσεί κηρός από προσώπου πυρός» τα όσα της έγραφε και της αράδιαζε, τα εκατοντάδες χαρτοφάκελλα, τα «Ελογοκρίθη», τα «Εστέ σύντομοι», τα «Σ.Τ.Γ., Ο.Α.Μ.», τα «ΑΕΤΟ-Ε.Σ.Α.Γ.».

            Με ποιο μέρος, από ποιο διαμέρισμα της ψυχής, έγραφε αυτά τα γράμματα που, τελικά, του στάθηκαν σωτήρια και λυτρωτικά αφού τον κράτησαν ακμαίο και τον συντήρησαν στους πελαγίσιους ανέμους, στην πείνα και τη στέρηση. Ακόμα μια φορά πείσθηκε πως καλώς έπραττε κι αυτή που του απαντούσε και του έστελνε αυτά τα σωσίβια, γράφοντάς του, στεγνά μεν αλλά στοργικά, για το κάθε τι που συνέβαινε στην πόλη.

            Ήταν σαν να τον έπαιρνε από το χέρι και ως καλή μάγισσα τον έφερνε στον κόσμο των «ελεύθερων», εκείνων τέλος πάντων που κοιμούνται σε κρεβάτι, κάτω από στέγη, μέσα σε σπίτι, και ξυπνούν το πρωί χωρίς σάλπιγγα, χωρίς να δίνουν το παρόν... Ωστόσο πίστευε πως θα ήταν δίκαιο να περιμένει από αυτόν ένα απλό, έστω, ευχαριστώ, για τον χρόνο και τις δαπάνες της να του απαντά ανελλιπώς και σε χαρτί να τον συντροφεύει, χαρίζοντάς του την ελπίδα και τη θέρμη της γυναίκειας φροντίδας. Ίσως εκεί μπροστά στους συγγενείς και φίλους να μην ήθελε να φανερώσει τον «δεσμό» τους.

            «Ευχαριστώ για τον χρόνο σου» να της έλεγε, ευχαριστώ γιατί με αποσπούσες από την πειθαρχημένη, έτσι κι αλλιώς, και αφύσικη διαβίωση σ’ ένα στρατόπεδο τιμωρημένων, γιατί μου χάριζες το όνειρο με τον χαριτωμένο γραφικό σου χαρακτήρα, με τη γλυκιά αναμονή που διασπούσε τη μονοτονία, διαβεβαιώνοντάς με ότι υπάρχει μέλλον.

            Δεν το έκανε όμως ποτέ, ούτε γραπτά, ούτε προφορικά, ελεύθερος πολίτης πια, δεν ένιωσε την ανάγκη να της σφίξει το χέρι συντροφικά για το χαρτί και το μελάνι, για τα γραμματόσημα με τα πεσμένα καμπαναριά στους σεισμούς τότε της Κεφαλονιάς, για την «ουρά» στο ταχυδρομείο, βρέξει-χιονίσει, πέντε χρόνια.

           Ένα ευχαριστώ κι ένα καλό λόγο δεν της είπε, ο σύντροφος της εξορίας, χωρίς πονηριές, πόθο κι υπονοούμενα, απλά, σαν άνθρωπος προς άνθρωπο, σαν σύντροφος σε σύντροφο.

 

Πού να βρίσκονται άραγε τα γράμματά της αυτά; Σε ποια κόγχη, αν υπάρχουν, και δεν κάηκαν, κι αν δεν έγιναν χώμα; Τι να τα έκανε η αοιδός που παντρεύτηκε και τον πήγε στο Παρίσι, όπου ως καλλιτέχνης ονειρευόταν; Ξέρει πως ήτανε πάρα πολύ ταχτικός και πιστός της λεπτομέρειας, χαράκτης του σκληρού ξύλου και δουλευτής της μελάνης, που δε σηκώνει λάθος κίνηση. Της είναι δύσκολο και να πιστέψει πως εξαφάνισε στις φλόγες την ποίηση, που περνώντας σώα από το ψαλίδι της λογοκρισίας έφτανε ώς εκείνον, γεμίζοντας τις νύχτες και τις μέρες του.

              Εκείνη φυλάει ακόμα τα δικά του, άθικτα, διπλωμένα με ευλάβεια, τεκμήρια μιας ανθρώπινης ιστορίας. Νόμιζε πως τα έκαψε σε μια αποφασιστική κίνηση, όμως όχι… Ο σύντροφός της τα είδε παραπεταμένα και τα φύλαξε τακτικά όπως συνήθιζε σε κάθε του πράξη. Τα φυλάγει πάνω από μισόν αιώνα κι ίσως, όπως καμιά φορά σκέφτεται, να τα δώσει ανώνυμα στα αρχεία. Άλλοτε σκέφτεται να τα κρατήσει όσο ζει, – τόπο δεν πιάνουν, ούτε αλλοιώνονται– στη μικρή τους κιβωτό, αφού εσώθηκαν από τόσους κατακλυσμούς.

 

Τώρα ο ίδιος δεν υπάρχει πια. Πέθανε, σαν άπορος κι αγνοημένος στο κρατικό νοσοκομείο μετά από μετεγχειρητική μόλυνση σε μια κοινότατη εγχείρηση προστάτη. Πόσοι σκορπιοί τον είχαν δαγκώσει καταγής στο αντίσκηνο όπως κοιμόταν, εκεί πέρα στις λαγκαδιές της Λήμνου από τον Άι-Στράτη.

            Τέτανοι και άνθρακες, από αγκάθια και «ξίφελα», καθώς πελεκούσε τα ξύλα για να φτιάξει την επιφάνεια όπου θα σκάλιζε το Χριστός Ανέστη ή το περιστέρι της ειρήνης – σύμβολο τότε ενάντιο στον ψυχρό πόλεμο, τον ψυχρό τρόμο.

         Πώς γιάτρευε τα γδαρσίματα των χεριών του, χωρίς αντιτετανικούς ορούς, αντισηπτικά, απολυμασμένες γάζες κι επιδέσμους και τώρα να πεθάνει στο πάλλευκο κρεβάτι του νοσοκομείου. Ελεύθερος, δοξασμένος για το έργο του και καλοπαντρεμένος με την αριστοκράτισσα αοιδό, δοσμένος ολοκληρωτικά στην Τέχνη. Πλανεμένος τότε και συνεπαρμένος, είν’ αλήθεια, από την ατμόσφαιρα του Παρισιού με τα παράξενα ομιχλώδη δειλινά πάνω από τις γέφυρες του Σηκουάνα απ’ όπου ριπίδιζαν κάτι εξαίσια χρώματα πορτοκαλιάς και ιώδη, λησμόνησε τη ζοφερή δεκαετία στα νησιά. Άφησε στην άκρη τα κοπίδια και πήρε τα πινέλα αντλώντας από τα νεροχρώματα τη μαγεία της ακουαρέλας. Απελευθερωμένος‑απελεύθερος ένιωθε, τον θρίαμβο και την ευτυχία του δημιουργού εκφράζοντας με εκρήξεις χρωμάτων πάνω από την πόλη του φωτός και τα νότια νησιά του Αιγαίου.

                Αλλά η πόλις, η νήσος, θα τον ακολουθεί εκεί που μείναν τ’ αδέρφια του κι οι αδελφές του. Ποιος ξέρει τι σαράκια κατέτρωγαν από τότε τις αντιστάσεις του σώματός του και πώς να ταιριάξει ο σκληροτράχηλος Σουλιώτης με την αοιδό - αντίλαλο της Εντίθ Πιαφ και άλλων διάσημων του τραγουδιού και της οπερέτας.

          Ω, τα παράξενα συναπαντήματα της τύχης! Ο Σέρβος αγιογράφος που παντρεύεται Κρητικιά χωριατοπούλα, ο Πελοποννήσιος που σμίγει με Σουηδέζα, η παλίνδρομος αρμονία, οι αστέρες που καταλήγουν διάττοντες και πέφτουν στην έρημο…

              Ήταν ακόμα μια φορά που τον συνάντησε τυχαία σε ερημικό τότε δρόμο της πόλης και τάχυνε το βήμα της για να του πει μια καλησπέρα. Εκείνος στράφηκε ξαφνιασμένος και αμήχανος. Είχε πρόσφατα γυρίσει από το εξωτερικό, όμως απόμεινε λιγομίλητος, ορεσίβιος … Μα όχι βέβαια, δεν επιχείρησε να του κάνει παράπονα, αλλά νόμισε πως, σαν πολιτισμένος άνθρωπος, θα μπορούσε να σταθεί και να της πει δυο λόγια. Εκείνος μετά τα καλησπερίσματα, χωρίς κανένα πρόσχημα, έκανε στροφή, τάχυνε το βήμα και χώθηκε στην πρώτη πάροδο που είδε μπροστά του. Έκρινε ως φαίνεται σαν τεχνοκράτης, και όχι ως καλλιτέχνης ‑ διανοούμενος, πως το θέμα «θεωρείται λήξαν». Ένιωσε ντροπή; Μεταμέλεια; Το θεώρησε προσβολή;

              Και βέβαια έληξε· αλλά υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις. Δεν κόβει κανείς την καλησπέρα στον ευεργέτη του τόσο εύκολα. «Δεν έχω καμιά απαίτηση από σένα· πρόλαβε και του είπε – μη με φοβάσαι. Ήθελες μήπως να περιμένω εφτά χρόνια ακόμα, χωρίς και να έχω δει ούτε μια φορά το πρόσωπό σου;»

           Από τότε, σα να ήταν συνεργός η μοίρα, δεν τον συνάντησε σε καμιά εκδήλωση σχετική με τα Γράμματα και τις Τέχνες, σε καμιά αίθουσα εκθέσεων από τις τόσες που γίνονταν εκείνη την εποχή στην πρωτεύουσα.

               Πήγε μόνο στη μεγάλη ατομική του έκθεση, στις κάτω αίθουσες της Εθνικής Πινακοθήκης όπου, κρυμμένη ανάμεσα στους επισκέπτες, τον κοίταζε, πολυάσχολο, ακμαίο και κάπως σαστισμένο, χωρίς να τον πλησιάζει, κρυμμένη ανάμεσα στους επισκέπτες. Πλήθος φιλότεχνων και αντιστασιακών της εποχής, που λακίσανε προς το Παρίσι, πηγαινοέρχονταν μπροστά από τους πίνακές του –όχι τους καλύτερους– κι εκείνη, η «αγαπημένη και πολυαγαπημένη», ένιωθε σαν ξένη και άσχετη.

              Οχυρωμένη με την απάθεια (ψυχραιμία) που απέκτησε στα δύσκολα χρόνια – συμμετείχε ωστόσο στη χαρά του για τις τιμές που του αποδίδαν. Τέλος, τον πλησίασε και του έτεινε το χέρι για να τον συγχαρεί προσκρούοντας πάλι στο αμήχανο και ψυχρό του βλέμμα. Ήταν εκεί κοντά η σύζυγος, αν και άσχετη με την τέχνη του, μορφή και περιεχόμενο, όμως η μεγάλη δημοσιότητα του ζωγράφου και η έκθεσή του στο χώρο όπου ονειρεύονται όλοι οι ζωγράφοι την έκαναν να λάμπει σαν να βρισκόταν στη σκηνή παριζιάνικου θεάτρου. Η αποπλάνηση σ’ όλο της το μεγαλείο! Δεκτή όμως και τελικά ευεργετική. Τον οδήγησε στο Λούβρο, στο μουσείο Ροντέν, στις εκθέσεις και τις πινακοθήκες της μοντέρνας τέχνης. Μέχρι εξαντλήσεώς της μελετούσε, όπως πάντα ονειρευόταν, του πήραν οριστικά τα σύνεργα της ξυλογλυπτικής και ξυλογραφίας για να τον πνίξουν στα χρώματα. Όλο αυτό το άλμα και η μέθη, ύστερα από την ασκητική, τον μεταμόρφωσε. Δεν ήταν πια ο εκτοπισμένος στα άγονα νησιά, πιστός και μάρτυρας, που δούλευε για το σύνολο –σκηνικά κουστούμια θεάτρου, αφίσες, συνθήματα με πολλά περιστέρια– που την είχε «ερωτικά ποιήσει ο λογισμός του», έγινε ο κοινωνικός άνθρωπος, ο καλλιτέχνης που ζει με το έργο του και προετοιμάζει διακριτικά το μουσείο του στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

Μεθυσμένος από την επιτυχία και την αναγνώριση κάλπαζε, πλην το σώμα του, που είχε υποστεί τη δεκαετία των διωγμών, δεν τον στήριζε.

 

Όσα ελεγεία τώρα κι αν συνθέσει, όσα requiem και μοιρολόγια να του πει για το θριαμβευτικό βλέμμα του, το αποκρυσταλλωμένο στη φωτογραφία, όσα παράπονα, εγκώμια και δάκρυα, δεν θα μπορέσουν να τον επαναφέρουν από τον Άδη.

 

Τα μάτια της σταματούν συχνά στην ακουαρέλα που της είχε στείλει πριν πενήντα χρόνια. Είναι ένας θάμνος φουντωμένος, ίσως σκίνος, που έθαλλε στα ερείπια κάποιου καλυβόσπιτου. Πίσω του η γύμνια του νησιού με τα χρώματα της ώχρας και της άμμου. Είναι το μόνο πράσινο σ’ όλη την περιοχή της ανυδριάς και της απόλυτης γύμνιας.

               «Εδώ ξεκουράζεται το μάτι μου» της έγραφε, «κι αν δεν ήτανε παρακάτω η σκοπιά θα πήγαινα συχνά για να ηρεμώ και να σκέφτομαι το χαμόγελό σου. Χαρτιά μολύβια, ύποπτα αντικείμενα για τον φύλακα, απαγορευμένα. Κι όμως σε κάποια ανάπαυλα τον σχεδίασα τον σκίνο και σου τον στέλνω μαζί με το πικρό του άρωμα».

            Ο σκίνος έθαλλε για χρόνια και άκουγε το θρόισμά του στο μελτέμι. Μπορεί και σήμερα να υπάρχει εκεί στο χάλασμα, στον Άι-Στράτη, ανάμεσα στις πέτρες. Είναι φυτό ανθεκτικό, το μαρτυράει τ’ όνομά του και το δριμύ του άρωμα, που διώχνει τα μιαρά έντομα και πολύποδα. Υπάρχει ακόμα στην ερημιά, αφότου έκλεισε το αιματηρό κεφάλαιο του Εμφύλιου και καταργήθηκε  ο καταυλισμός των πολιτικών εξόριστων, ή ξεριζώθηκε και χτίστηκε πάνω από τις ρίζες του οικοδόμημα ειρηνικό;

             Τώρα είναι ένα σύνολο από γραμμές και χρώματα απολιθωμένα. Δεν ακουμπάει στην ξερολιθιά, δεν βυθίζει τις ρίζες του στο αλμυρό έδαφος του λόφου. Τα πουλιά τον έχουν λησμονήσει γιατί δεν καρπίζει πια. Όμως συνεχίζει να υπάρχει ριζωμένος στην πέτρα και στον ουρανό. Τον στερεώνει το μονόγραμμα του χαράκτη στην άκρη δεξιά του πίνακα για να μην τον ξεριζώσουν οι άνεμοι του χρόνου. Είναι ένα μνημείο καρτερίας, ένα αίνιγμα γι’ αυτούς που δεν ξέρουν το νόημά του, μια φτερούγα που ξώκειλε πουλιού.

               Στον ανατολικό τοίχο κι άλλα μνημεία κι άλλα σημάδια: το νησί. Μια πέτρα του πελάγου ίσα-ίσα για ν’ αναπαύονται στο πέταγμά τους τ’ άγρια περιστέρια. Ανάμεσα στα σύννεφα και τα κύματα ένα ψίχαλο στεριάς. Οι αχτίνες του ήλιου το σκοπεύουν και το σημαδεύουν, προσπαθούν να το συγκρατήσουν για να μην αρμενίσει – ένα άσπρο πουλί στέκεται στην πλαγιά. Στο ράμφος του κλαδάκι ελιάς όπως στην ιστορία της Βίβλου με τον Νώε και την κιβωτό. Το κλαδί είναι η ελπίδα και η ειρήνευση των στοιχείων, ο πόθος που στοίχειωσε τον εικοστό αιώνα …

«Χρόνοι ασβολεμένοι που να πάνε και να μην γυρίσουν»3.

                Είναι έγχρωμη ξυλογραφία, με δυο χρώματα, κόκκινο και μπλε, σκαλισμένη σε ξύλο χαρουπιάς, η πιο γνωστή καρτ-ποστάλ της εποχής από τους εκτοπισμένους, που την έβαζαν μέσα στα γράμματά τους σαν φυλακτό.

 

Ένα παράθυρο ανοιχτό που βλέπει προς τον παράδεισο: ήλιος λουλούδια πουλιά και ζευγάρια αγκαλιασμένα, φίλοι, αδέρφια, εραστές, κι ολόγυρα σαν κορνίζα μια ταινία με τους στίχους του Σολωμού :

 

                                        Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόραις

                                        ομπροστά στους αγίους και φιληθήτε.

                                        Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη 

                                        πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.

 

[συνεχίζεται]



1&2. Στίχοι του Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ.

3. Στίχος του Μάρκου Αυγέρη.