ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

  ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

                                                        Ο Γιώργης Μανουσάκης το 1962

 

 

 ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

 

                        Επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση

 

Με τη συμπλήρωση των πενήντα χρόνων από τους Βαλκανικούς πολέμους τον Οκτώβρη του 1962 η ελληνική κυβέρνηση οργάνωσε επίσημους πανηγυρισμούς σε όλη την Ελλάδα. Όμως πολλοί στην Κρήτη ήταν επιφυλακτικοί για τις πραγματικές προθέσεις της Κυβέρνησης. Σε κύρια άρθρα της η χανιώτικη εφημερίδα Παρατηρητής σχολιάζει: «Το 12 δεν είναι αποτέλεσμα βασιλικής πρωτοβουλίας ούτε καρπός βασιλικής στρατηγείας, είναι έργον του ελληνικού έθνους και ενός εθνικού Παρακλήτου, ο οποίος εν τω προσώπῳ του Ελευθερίου Βενιζέλου εχειραγώγησε την Ελλάδα […]», (6 -10-1962). Στο επόμενο άρθρο της η εφημερίδα μέμφεται ανοιχτά την κυβέρνηση ότι «επισήμως θέλει να συνεχίσει την πλαστογράφησιν της Ιστορίας και ο εορτασμός της πεντηκονταετηρίδος μόνον σκοπόν φαίνεται να έχει να υμνηθεί ο στρατηλάτης Κωνσταντίνος, ο οποίος ούτε στρατηλάτης, ίσως δε ούτε βασιλεύς θα εγένετο εάν έλειπε ο Ελευθέριος Βενιζέλος» (7-10-1962).

                   Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων στα Χανιά, που δημοσιεύτηκε στις τοπικές εφημερίδες όριζε την πρώτη ημέρα, Παρασκευή  5  Οκτωβρίου 1962, να γίνουν ομιλίες στα σχολεία από τους καθηγητές σχετικά με την πολεμική αρετή των Ελλήνων, τη σημασία των πολέμων εκείνων και του εορτασμού.

                   Το κείμενο που ακολουθεί  είναι εκείνη η ομιλία του Γιώργη Μανουσάκη προς τους μαθητές του Οικονομικού Γυμνασίου Χανίων, στο οποίο είχε διοριστεί ως φιλόλογος καθηγητής πριν από ένα σχεδόν εξάμηνο (23-4-1962).

                    Στην ομιλία διακρίνεται η προφορικότητα του ύφους και η εορταστική πατριωτική έξαρση, κατάλληλη για το μαθητικό κοινό που την παρακολουθούσε. Ο Μανουσάκης αφηγείται στο πρώτο μέρος, συνοπτικά και παραστατικά, τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, εξαίροντας όχι το ρόλο του Κωνσταντίνου, αλλά του «μεγάλου πολιτικού», του Ελευθερίου Βενιζέλου, που παίρνοντας «την διακυβέρνηση της χώρας στα δυνατά του χέρια θα αναδιοργανώσει ολόκληρο το σκουριασμένο μηχανισμό του κράτους, θα ενισχύσει το στρατό και το στόλο, για να βρεθεί η πατρίδα μας έτοιμη για την Μεγάλη Ώρα». Στο δεύτερο μέρος, μέσω μιας ανθρωπολογικής προσέγγισης, διεισδύει στην ψυχή των πολεμιστών και αναδεικνύει το ήθος τους και το αίσθημα ευθύνης που τους κινητοποιούσε.

                    Σ’ αυτή τη σύντομη ομιλία του Μανουσάκη περικλείεται, πιστεύω, ο μυθιστορηματικός σπόρος, που για χρόνια μετά καλλιεργούσε συνεχώς στο νου και στην ψυχή του και κάρπισε σαράντα χρόνια περίπου αργότερα: «άρχισα να σχεδιάζω στο μυαλό μου το μυθιστόρημα που από χρόνια σκέπτομαι να βάλω μπρος κι όλο το αναβάλλω», γράφει στο προσωπικό Ημερολόγιό του στις 15-10-2004. Και άρχισε αμέσως να συνθέτει τον  Εθελοντή, που η πλοκή του «εκτυλίσσεται την ταραχώδη περίοδο 1912-1940», αποδίδοντας μ’ αυτό τον τρόπο «τιμή προς τους ανθρώπους που διπλασιάσανε την Ελλάδα»· έτσι είχε πει το Νοέμβρη του 2007, που το βιβλίο βρισκόταν ήδη στο τυπογραφείο.

                    Ο Βασίλης Σηφάκης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο «Κρητικός έφηβος» του ομώνυμου ποιήματος (Ταριχευτήριο πουλιών, Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 1978), ξεκινάει κρυφά αρχές Οκτωβρίου 1912 από την πατρίδα του, τα Χανιά ως εθελοντής και πολεμάει στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. 

                    Αντιγράφω ένα ελάχιστο δείγμα γραφής από τον Εθελοντή (Αθήνα, εκδ. Κίχλη 2008, σελ. 72-75) για σύγκριση με τη σχετική αναφορά στην ομιλία :

                    Στις 19 με 20 του Οχτώβρη ο στρατός έδωσε τη δύσκολη μάχη στα Βάλτα των Γιαννιτσών, όπου ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν πασάς προσπάθησε να του κόψει το δρόμο για τη Θεσσαλονίκη, τελικά όμως αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

                    Στις 24 του μήνα ήταν η πιο μαύρη μέρα του πολέμου. […] Οι εθελοντές εζαρώσανε πίσω από τις πέτρες και μέσα σ’ ένα λακκούδι, για να κρυφτούν από τα βλήματα. Όταν όμως εσταμάτησαν οι οβίδες κι έκαμε την επίθεσή του το πεζικό, όλοι αναντρανίσανε, επιάσανε τα μάνλιχερ κι αρχίσανε τη μάχη.

                    Πίσω από το μιτιρίζι του ο Βασίλης έριχνε κάθε φορά που νόμιζε πως έβλεπε στο βάθος κάποιον ίσκιο να σαλεύει. […]

Ο τούρκικος στρατός τους επίεζε πάντα, όμως εκείνοι είχανε κολλήσει στους βράχους σαν τις πεταλίδες. […] Δυο τρεις φορές αλλάξανε θέσεις, εμποδίζοντας πάντα τους Τούρκους να κατεβούνε νότια. Μέσα στην αναμπουμπούλα κάτι ακούστηκε για Σαλονίκη από τις ενισχύσεις του στρατού που τους ήρθανε, μα δεν εδώσανε σημασία. Την άλλη μέρα ξανακούστηκε  για σίγουρο. Στις 26 του μήνα, ανήμερα τ’ Άι-Δημήτρη, ο στρατός μας είχε μπει στην πόλη. Έτσι, χωρίς μάχη.

                    Ήταν απίστευτο! Η Σαλονίκη δική μας!

 

Το χειρόγραφο της ομιλίας αυτής βρέθηκε μαζί με άλλες «σχολικές» ομιλίες στο αρχείο του. Για τις ανάγκες του περιοδικού η ομιλία πληκτρολογήθηκε στο μονοτονικό, αν και ο Γιώργης Μανουσάκης μέχρι το τέλος της ζωής του έγραφε μόνο στο πολυτονικό. Η ορθογραφία του χειρογράφου προσαρμόσθηκε σε εκείνη που είχε υιοθετήσει ο συγγραφέας στα τελευταία κείμενά του. 

 

 

                                                       ***

 

Είναι  κάποια ιστορικά γεγονότα που υψώνονται άξαφνα  κατακόρυφα μέσ’ από την ταπεινή μετριότητα των άλλων φωτίζοντας με το θαμπωτικό φως τους ολόκληρη την Ιστορία. Είναι τα έργα των μεγάλων λαών σ’ εποχές που ευτύχησαν να βρεθούνε κάτω από την καθοδήγηση μεγάλων αρχηγών. Είναι τα κατορθώματα τούτων των λαών, όταν τους δείχνει το δρόμο η ίδια η ψυχή τους, όρθια κι αποφασισμένη, φλογισμένη από τα όνειρα και τους πόθους όχι μόνο τους δικούς τους αλλά και μιας μακρότατης σειράς προγόνων που δεν μπόρεσαν να τους πραγματοποιήσουν οι ίδιοι.

            Ένα τέτοιο γεγονός, ένα τέτοιο κατόρθωμα είναι κι αυτό που ερχόμαστε να το θυμηθούμε σήμερο, πενήντα χρόνια από τότε που έγινε: οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Ποια είν’ η σημασία τούτων των πολέμων για τη νεώτερη ιστορία μας θα δούμε σε λίγο. Τώρα ας παρακολουθήσομε τα ίδια τα γεγονότα όπως τα διηγείται απλά και λιτά η Ιστορία.

            Πριν από  τις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα ήταν ένα μικροσκοπικό κράτος στη νοτιότερη άκρη της Χερσονήσου του Αίμου. Τα βόρεια σύνορά μας έφταναν ως τη Μελούνα, λίγο πιο πάνω από τη Λάρισα, τα Καμβούνια Όρη και τον ποταμό Άραχθο. Η ελληνική σημαία κυμάτιζε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα, στις Κυκλάδες και στις Βόρειες Σποράδες, στα Εφτάνησα και στη Θεσσαλία –κι αυτή όχι ολόκληρη. Έξω από τα σύνορα του Ελληνικού κράτους έμεναν εδάφη διπλάσια, τριπλάσια, κι εκατομμύρια Έλληνες αλύτρωτοι που περίμεναν πότε θα ’ρθει η μέρα να μπούνε κι αυτοί κάτω από τον ίσκιο της Γαλανόλευκης. Ολόκληρη η Ήπειρος κι η υπόλοιπη Θεσσαλία, η Μακεδονία κι η Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου κι η Κρήτη ήταν ακόμη τότε επαρχίες της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, ή αυτόνομες πολιτείες μακριά όμως από τη Μεγάλη Μητέρα.

            Κόντευε να κλείσει ένας αιώνας ελεύθερης ελληνικής ζωής ύστερ’ από το ευτυχισμένο τέλος της επανάστασης του ’21, τρεις γενιές ανθρώπων είχανε κατεβεί στον τάφο με τ’ όραμα της Μεγάλης Ιδέας πίσω από τα κλειστά τους βλέφαρα, κι όχι η παλιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ξαναγεννιόταν μα μήτε τα σύνορα του μικρού και καχεκτικού κράτους μεγάλωναν. Η τελευταία απόπειρα, ο πόλεμος του 1897 είχε τελειώσει με μιαν ντροπιασμένη ήττα.

            Χρειάστηκε να πάρει την διακυβέρνηση της χώρας στα δυνατά του χέρια ένας μεγάλος πολιτικός, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ν’ αναδιοργανώσει ολόκληρο το σκουριασμένο μηχανισμό του κράτους, να ενισχύσει το στρατό και το στόλο για να βρεθεί η πατρίδα μας έτοιμη για την Μεγάλη Ώρα. Κι η Μεγάλη Ώρα σημαίνει στις 5 Οκτωβρίου του 1912.

            Ύστερ’ από μια προηγούμενη μυστική συνεννόηση και συμμαχία τα τέσσερα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνι κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Σκοπός και των τεσσάρων είναι ν’ απελευθερώσουνε τους αλύτρωτους αδελφούς των που βρίσκονται ακόμη κάτω από το ζυγό των Τούρκων. Ο κοινός πόθος ενώνει τους τέσσερεις λαούς σ’ ένα κοινό αγώνα.

            Ενενήντα χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες ξεκινούνε με το τραγούδι στο στόμα για τη μεγάλη περιπέτεια από την οποία πολλοί δε θα γυρίσουνε ζωντανοί. Δεν είναι πολλοί. Μα καθένας τους είναι και μια αμετακίνητη απόφαση νίκης ή θανάτου. Καθένας τους και μια φλόγα ενθουσιασμού.

            Μπροστά στην ορμή τους ο τουρκικός στρατός μ’ όλη τη σκληρή αντίστασή του αναγκάζεται ύστερ’ από κάθε μάχη να κάνει και μια υποχώρηση. Τρεις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου η Αθήνα μαθαίνει την πρώτη νίκη των ελληνικών όπλων. Η Θεσσαλική Ελασσώνα είναι η πρώτη μικρή πόλη που δέχεται τον ελευθερωτή στρατό. Οι Τούρκοι προσπαθούνε να σταματήσουνε την προέλαση των μεραρχιών μας στα στενά του Σαρανταπόρου, όμως δεν το κατορθώνουν. Στις 9 Οκτωβρίου ύστερ’ από μια μάχη γεμάτη πείσμα αναγκάζονται να τραβηχτούνε βορειότερα, προς την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Εκεί, σε  μια τοποθεσία ανάμεσα στη λίμνη των Γιαννιτσών και στο βουνό Πάικο, οργανώνουν την άμυνα της μακεδονικής πρωτεύουσας. Η μάχη των Γιαννιτσών θα κρίνει την τύχη της Νύμφης του Θερμαϊκού. Και οι δυο στρατοί αγωνίζονται μ’ επιμονή και ηρωισμό επί δυο μέρες –19 και 20 Οκτωβρίου–  ὥσπου οι Τούρκοι δεν αντέχουνε πια την πίεση των δικών μας. Μια καινούργια απόπειρα του επιτελείου τους να συγκρατήσει τον νικητή ελληνικό στρατό στα υψώματα προς βορρά της Θεσσαλονίκης δεν έχει καλύτερο αποτέλεσμα. Έτσι στις 25 του Οκτωβρίου οι τουρκικές μεραρχίες βρίσκονται κυκλωμένες από παντού μέσα στη μακεδονική μεγαλόπολη. Ο στρατηγός Χασάν Ταξίν πασάς βλέποντας πως είναι μάταιος πια ο αγώνας παραδίνει τις 35 χιλιάδες των στρατιωτών του και την πόλη στον Έλληνα αρχιστράτηγο, τον διάδοχο τότε Κωνσταντίνο. Τη μέρα της γιορτής του Άι-Δημήτρη, του προστάτη της η Θεσσαλονίκη πλέοντας στο άσπρο και στο γαλάζιο ζει την απίστευτη έκσταση της λευτεριάς της που την ονειρευόταν αδιάκοπα 500 χρόνια. Σε λίγο διάστημα είν’ ελεύθερες κι όλες οι πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας.

            Ο πόλεμος όμως είναι σκληρότερος στην Ήπειρο. Ύστερ’ από τις μάχες στην πεδιάδα της Άρτας και στο Γρίμποβο που είχαν σαν αποτέλεσμα την κατάληψη της Νικόπολης και της Πρέβεζας κι ύστερ’ από το δεκαήμερο αγώνα στα στενά των Πέντε Πηγαδιών η ορμή των στρατιωτών μας αναχαιτίζεται μπροστά στα οχυρά του Μπιζανιού που προστατεύουνε με τα κανόνια τους τα Γιάννενα. Τρεισήμιση μήνες, μήνες χειμωνιάτικους, προσπαθεί άδικα η στρατιά τής Ηπείρου ν’ ανοίξει το δρόμο προς την άλλη τούτη ονομαστή πόλη. Η κάθε επίθεση εκφυλλίζεται σε αποτυχία. Το κρύο, οι κακουχίες κι οι οβίδες των τούρκικων κανονιών αποδεκατίζουνε τα διαλεχτά παληκάρια μας. Θα χρειαστεί να ενισχυθεί ο στρατός τής Ηπείρου με τέσσερεις μεραρχίες από τη Μακεδονία, για να μπορέσει να κυκλώσει το Μπιζάνι στις 18 με 19 Φεβρουαρίου του 1913 και να αναγκάσει τους Τούρκους να παραδώσουνε τα Γιάννενα.

            Παράλληλα με το στρατό της ξηράς, στο Αιγαίο ο στόλος διεξήγαγε έναν αγώνα το ίδιο ηρωικό κι αποτελεσματικό. Οι πεζοναύτες έφερναν την ελευθερία στο ένα ύστερ’ από τ’ άλλο στα Αιγιοπελαγίτικα νησιά. Τα πολεμικά με ναυαρχίδα το θρυλικό «Αβέρωφ» κι αρχηγό τους το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, έχοντας για ορμητήριο το λιμάνι του Μούδρου στη Λήμνο περιπολούσαν έξω από τον Ελλήσποντο και δεν άφηναν τον τουρκικό στόλο να βγει στο Αιγαίο. Έτσι ο τουρκικός στρατός της Ασίας που αν μεταφερότανε με τα πλοία στη Μακεδονία μπορούσε ν’ ανατρέψει την πορεία των επιχειρήσεων, εξακολούθησε να μένει με δεμένα τα χέρια σ’ όλο το διάστημα του πολέμου προς όφελος όλων των συμμάχων. Δυο φορές αποπειράθηκαν τα τουρκικά θωρηκτά να βγούνε στην ανοιχτή θάλασσα μα και τις δυο αναγκάστηκαν, ύστερ’ από τη σύντομη ναυμαχία της Έλλης, να κρυφτούνε πάλι στα στενά.

            Η άνοιξη του 1913 βρήκε τους Τούρκους νικημένους σ’ όλα τα μέτωπα. Η συνθήκη του Λονδίνου, το Μάιο του 1913, έβαζε τέλος στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Η άλλοτε απέραντη Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε όλες τις Ευρωπαϊκές κτήσεις της εκτός από την Ανατολική Θράκη και την Αλβανία που τις μοιράζονταν οι νικητές σύμμαχοι. Η Ήπειρος, η Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη γίνονταν ελληνικά.

            Οι καλές σχέσεις όμως μεταξύ των τεσσάρων συμμάχων δεν εκράτησαν για πολύ. Αυτή που είχε ωφεληθεί περισσότερο από τον πόλεμο ήταν η Βουλγαρία. Είχε προσαρτήσει εδάφη που κατοικούνταν από Σέρβους και Έλληνες κι είχε πετύχει αυτό που ονειρευόταν πάντα: να κατεβεί στο Αιγαίο. Και σα να μην έφταναν αυτά εποφθαλμιούσε και τη Θεσσαλονίκη. Από τον καιρό ακόμη των πολεμικών επιχειρήσεων οι Βούλγαροι είχαν προσπαθήσει να φτάσουν πρώτοι στη μακεδονική πρωτεύουσα και να την καταλάβουν για λογαριασμό τους. Όταν είδαν πως τους πρόλαβαν οι Έλληνες ζήτησαν την άδεια να μπει ένα τάγμα του στρατού τους, αυτό που είχε φτάσει κοντά στη Θεσσαλονίκη, μέσα στην πόλη τάχα για να ξεκουραστεί. Στην πραγματικότητα είχαν σκοπό αργότερα να προβάλλουν αξιώσεις πάνω στη Θεσσαλονίκη υποστηρίζοντας πως κι ο βουλγαρικός στρατός είχε συντελέσει στην κατάληψή της. Για να εξομαλυνθούν οι διαφορές των τεσσάρων Βαλκανικών κρατών επρόκειτο να γίνει μια καινούργια διάσκεψη στην Πετρούπολη. Στις παραμονές της διασκέψεως οι Βούλγαροι άρχισαν προσπάθειες να επεκτείνουν την κυριαρχία τους εις βάρος των άλλων δυό συμμάχων για να παρουσιαστούν στις συζητήσεις με περισσότερα πλεονεκτήματα. Βλέποντας τη δολιότητα του πρώην συνεταίρου των η Σερβία κι η Ελλάδα του κήρυξαν τον πόλεμο.

            Έτσι, τη  νύχτα της 16ης προς την 17η Ιουνίου του 1913 αρχίζει ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος. Οι αντίπαλοι, Έλληνες και Σέρβοι από τη μια μεριά και Βούλγαροι από την άλλη αγωνίστηκαν με μεγαλύτερο πείσμα μεταξύ των απ’ ό,τι είχαν αγωνιστεί πριν από λίγους μήνες εναντίον του κοινού εχθρού.

            Τρεις ολόκληρες μέρες κράτησε η μάχη στη γραμμή Κιλκίς-Λαχανά. Τριών ημερών αδιάκοπη προσπάθεια των Ελλήνων να διώξουν τους Βουλγάρους από τις θέσεις των όπου είχανε κυριολεκτικά γαντζωθεί και των Βουλγάρων να συντρίψουνε την ελληνική επίθεση και ν’ αναλάβουν ύστερα αυτοί την πρωτοβουλία. Όταν την 22α Ιουνίου ο βουλγαρικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο πεδίο της μάχης βρίσκονταν 4.639 Έλληνες νεκροί και τραυματίες.

            Το ίδιο σκληρές ήταν κι οι άλλες μάχες. Η μάχη της Στρώμνιτσας και του Δεμίρ Χισάρ στις 26 με 27 του ίδιου μηνός. Η μάχη της Κρέσνας στις 10 Ιουλίου, η μάχη της Τζουμαγιάς από τις 12 ως τις 18 Ιουλίου. Όλες τους όμως τελειώνουν με τη νίκη των ελληνικών όπλων. Οι πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας δέχονται τον ελευθερωτή στρατό. Οι Σέρρες, η Δράμα, η Καβάλα, η Ξάνθη γνωρίζουν το αγκάλιασμα της Μητέρας Πατρίδας. Βλέποντας πως δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα η Βουλγαρία, προπάντων  όταν στους αντιπάλους προστέθηκαν και η Ρουμανία και η Τουρκία αναγκάστηκε να ζητήσει ανακωχή. Η συνθήκη ειρήνης του Βουκουρεστίου, στις 10 Αυγούστου του 1913, ετερμάτιζε το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και μαζί τις παράλογες απαιτήσεις της Βουλγαρίας. Η Ανατολική Μακεδονία που είχε απελευθερωθεί με τόσο αίμα, αναγνωριζόταν επίσημα ελληνική.

 

                                                        ***

 

Όταν διαβάζομε στα βιβλία σήμερα, πενήντα χρόνια ύστερ’ από τα γεγονότα, για τις μάχες των Βαλκανικών πολέμων, φανταζόμαστε τους ανθρώπους που νίκησαν σ’ αυτές σαν όχι συνηθισμένους. Το μυαλό μας κοιτάζοντάς τους μέσ’ από το κρύσταλλο του θρύλου, τους βλέπει να υψώνουνται πάνω από το κοινό μέτρο. Για μας είν’ ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπων, κάτι που στέκει λίγο χαμηλότερα από τους ημίθεους της αρχαίας μυθολογίας: είναι ήρωες. Κι όμως ακόμη ζουν ανάμεσά μας κάποιοι από κείνους τους πολεμιστές και δεν είναι καθόλου διαφορετικοί από τους συνηθισμένους, καθημερινούς ανθρώπους. Όμοιοί τους πρέπει να ’τανε κι οι χιλιάδες των άλλων που δεν γνωρίσαμε. Άνθρωποι κοινοί, κοινότατοι. Αγρότες από τους κάμπους της πατρίδας μας. Βοσκοί από τα βουνά της. Ψαράδες και ναυτικοί από τα νησιά. Υπάλληλοι κι επαγγελματίες από τις πόλεις. Γραμματισμένοι κι αγράμματοι. Εύποροι και φτωχοί. Άνθρωποι που αφήσανε τις δουλειές τους και τις οικογένειές τους στο κάλεσμα της πατρίδας και ντυθήκανε τη στολή του έφεδρου στρατιώτη ή αξιωματικού. Σφίξανε δυνατά στα χέρια τους τ’ όπλο και κινήσανε για τον πόλεμο, όχι όπως θα πήγαινε ένας που τον διατάξανε και δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, μα με τη συνείδηση πως πάνε να δώσουνε σάρκα στα όνειρα αιώνων. Κι ο πιο απλοϊκός φαντάρος άκουγε μέσα του φωνές να του γυρεύουνε να σταθεί άξιος της μεγάλης ώρας που αξιώθηκε να ζήσει. Ένιωθε πάνω του βαρειά την ευθύνη. Όλοι οι νεκροί πρόγονοι από τα βάθη των αιώνων τον παρακολουθούσανε με τα σβησμένα μάτια τους· κι όλοι οι αγέννητοι απόγονοι από τα σκοτάδια του μέλλοντος περιμένανε να τον κρίνουνε. Τους αισθανότανε κι αυτούς κι εκείνους να προχωρούνε μαζί του, να κρύβονται πίσω από την πέτρα όταν κρυβότανε, να σημαδεύουνε με τ’ όπλο όταν σημάδευε, να τρέχουνε στην επίθεση πλάι του όταν έτρεχε.

            Ο Έλληνας δεν είναι επαγγελματίας πολεμιστής. Του αρέσει η ήσυχη ειρηνική ζωή με τις χίλιες μικρές χαρές της. Όταν όμως τον καλέσει η Ιστορία, ξυπνά μέσα του η πανάρχαια πολεμική αρετή του, η ίδια εκείνη που του ώπλισε το χέρι στο Μαραθώνα, που του έκαμε βράχο την απόφαση της θυσίας στις Θερμοπύλες. Η πολεμική αρετή που τόνε κράτησε όρθιο αντίκρυ σ’ όλους τους εχθρούς του στις χιλιετίες της ιστορικής ζωής του, πότε σαν Αθηναίο ή Λακεδαιμόνιο οπλίτη, πότε σαν Βυζαντινό ακρίτα, πότε σαν κλέφτη ή αγωνιστή του Εικοσιένα, άλλοτε νικητή κι άλλοτε νικημένο, μα ποτέ ντροπιασμένο.

            Την αρετή τούτη ερχόμαστε να γιορτάσομε σήμερα σ’ ένα από τα πιο περίλαμπρα ξυπνήματά της: τους Βαλκανικους Πολέμους. Αυτή ήτανε που έδωσε την υπεράνθρωπη αντοχή στον κουρελιασμένο φαντάρο να περάσει τους τρεισήμιση χειμωνιάτικους μήνες μπροστά στο Μπιζάνι, τσαλαβουτώντας με τις τρυπημένες από τις πορείες αρβύλες του στο χιόνι, τυλιγμένος μ’ ένα κομμάτι κουβέρτα ή αντίσκηνο, άπλυτος κι αξύριστος, νηστικός συχνά, ενώ πάνω από το κεφάλι του περνούσανε σφυρίζοντας οι τούρκικες οβίδες. Αυτή ήτανε που στέριωσε το κουράγιο μέσα στα στήθη των μαχητών του Κιλκίς να διασχίσουν ακάλυπτοι τα τέσσερα χιλιόμετρα του σπαρμένου κάμπου ενώ γύρω τους ανάσκαβαν το έδαφος οι οβίδες και τους θέριζαν τα πολυβόλα, κι έπαιρναν φωτιά τα ξερά στάχυα καίγοντας ζωντανούς τους πληγωμένους, ώσπου να φτάσουνε στα βουλγαρικά χαρακώματα να καρφώσουνε τη λόγχη τους στα κορμιά των αντιπάλων.

            Πενήντα χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες εστοίχισαν στην Ελλάδα οι δυο Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ήταν το τίμημα για την Ήπειρο και τη Μακεδονία, για τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Τίμημα βαρύ μα αναγκαίο. Από τότε οι ελληνικές αυτές επαρχίες ακολουθούν την τύχη της Μητέρας Πατρίδας. Γνώρισαν τις περιπέτειές της, τις κρίσιμες στιγμές της και πήραν μέρος στη νεώτερη δόξα της. Μα η απειλή εναντίον της ελευθερίας των, ιδιαίτερα εναντίον της ελευθερίας της Μακεδονίας δεν έπαψε. Καινούργιο ελληνικό αίμα χρειάστηκε να χυθεί για να προστατευθεί. Κι ίσως θα ξαναχρειαστεί στο μέλλον.

           Τώρα, ύστερα από μισόν αιώνα ελεύθερης ζωής η Μακεδονία είναι μια από τις πιο πλούσιες και τις πιο ακμάζουσες περιοχές της πατρίδας μας. Ο πληθυσμός της ενισχυμένος και με τους πρόσφυγες της Μικρασίας, γνήσιος ελληνικός, στην καταγωγή και στη συνείδηση, δραστήριος και φιλοπρόοδος την οδηγεί σταθερά στο δρόμο της προόδου. Η Θεσσαλονίκη με τη μεγάλη εμπορική της κίνηση και το Πανεπιστήμιό της είναι μια μεγαλούπολη με πανελλήνια αχτινοβολία.

            Μέσ’ από τους τάφους των που οι σταυροί τους ασπρίζουν ακόμη στα πεδία των μαχών τής Ηπείρου και της Μακεδονίας αν μπορούσαν να δουν τους τόπους που ελευθέρωσαν οι νεκροί των Βαλκανικών Πολέμων, θα ’νιωθαν μια βαθειά ικανοποίηση. Η θυσία τους απόδωσε πλούσιους τους καρπούς της.