ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

 

                               ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΝΑΞΟ

 

                                                                                Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

 

Ὁ Γιώργης Μανουσάκης ταξιδεύει πάντα μὲ τὸν τρόπο τοῦ Καζαντζάκη: ὡς  προσκυνητὴς κι ὄχι ὡς ἀμέτοχος παρατηρητὴς τοῦ ξένου τόπου ἢ ὡς ἀπαιτητικὸς «τουρίστας». «Ἡ ψυχή του ἀναστατώνεται» μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὴ θέα τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ κάθε τόπου καὶ τῶν ἀνθρώπων του, ὅπως φανερώνουν ὅλα τὰ ταξιδιωτικὰ κείμενά του. Συχνὰ ἀντιδρᾶ μὲ κείνους ποὺ ταξιδεύουν ἄσκοπα, «δίχως νὰ βλέπουνε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἀξίζει νὰ δεῖ κανείς».

    Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1967 πραγματοποιεῖ ἕνα μικρὸ ταξίδι στὰ νησιὰ Σύρο, Πάρο Νάξο. Ἀπὸ τὶς ταξιδιωτικὲς ἐντυπώσεις τῶν τριῶν Κυκλαδίτικων νησιῶν δημοσιεύει ὁ ἴδιος τὸ 1993 στὸ περιοδικὸ Παλίμψηστον τοῦ Ἡρακλείου (τεῦχος 13) τὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν Πάρο μὲ τίτλο «Τὸ λευκὸ καὶ τὸ πέτρινο», ἐνῶ ἐκεῖνο γιὰ τὴ Σύρο δημοσιεύτηκε μεταθανάτια στὸ 2ο ἔντυπο τεῦχος τοῦ Κεδρισοῦ (2011).

    Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι τὸ τρίτο ἀπὸ τὰ ταξιδιωτικὰ τῶν Κυκλάδων. Ὁ ἀναγνώστης θὰ διακρίνει καὶ ἐδῶ τὴν εἰκαστικὴ ματιὰ τοῦ Μανουσάκη στὴν περιγραφὴ τῶν ἔμψυχων καὶ τῶν ἄψυχων καὶ τὴν κινηματογραφικὴ τεχνικὴ μὲ τὴν ὁποία σκηνοθετικὰ τὰ παρακολουθεῖ καὶ τὰ ἑρμηνεύει σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ἀφηγηματικὸ ὑπαρξιακὸ βάθος, ὅπου παρελθὸν καὶ παρὸν συμφύρονται ἐκμηδενίζοντας ὁμαλὰ τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.

 

 

ταν βγαίνεις σὲ μιὰ προκυμαία πρωτόγνωρη, στὶς τρεῖς ἡ ὥρα κάποιου καλοκαιριάτικου ἀπομεσήμερου, καὶ γυρίζεις μέσα στὴ ζέστη καὶ στὴν ἐρημιὰ ἀπὸ ξενοδοχεῖο σὲ ξενοδοχεῖο μὲ τὴ βαλίτσα στὸ χέρι, ὥσπου νὰ βρεῖς κάπου ν’ ἀράξεις, εἶναι φυσικὸ νὰ σοῦ φαίνεται ὁ καινούργιος τόπος πιὸ ἄσχημος ἀπ’ ὅ,τι εἶναι στὴν πραγματικότητα.

             Εἶν’ ἡ ἀλήθεια πὼς ἡ παραλία τῆς Νάξου, εὐρύχωρη, ἴσια καὶ μ’ ἀρκετὸ μάκρος, εἶναι τυπικὴ κι ἄχρωμη. Φταῖνε γι’ αὐτὸ σίγουρα τὰ παραθαλάσσια χτήρια. Ὅλα σχεδὸν εἶναι σύγχρονες τσιμεντένιες οἰκοδομὲς μ’ ἕνα κατάστημα στὸ ἰσόγειο κι ἕνα δυὸ πατώματα ἀπὸ πάνω, τόσο κοινὰ κι ἄχαρα ποὺ μόνο ἡ ἑλληνικὴ ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ καιροῦ μας μπορεῖ νὰ τὰ δημιουργήσει. Μπροστὰ σὲ τούτη τὴν ἀπρόσωπη εἰκόνα ξεχνᾶς τὸ γραφικὸ θέαμα τῆς μικρῆς πολιτείας ποὺ ἀντίκρυσες ἀπὸ τὸ καράβι, ἐκείνη τὴν ὄχι πολὺ ψηλὴ πυραμίδα τῶν ἄσπρων σπιτιῶν μὲ τοὺς τεφροὺς τόνους τοῦ παλιοῦ κάστρου ἀνάμεσά τους, στὴν κορφή, καὶ τοὺς μικροὺς κουμπέδες τῶν κυκλαδίτικων ἐκκλησιῶν ἐδῶ κι ἐκεῖ.

            Ἀργότερα, σὰ θὰ ξανακατεβεῖς στὴν προκυμαία, μὲ τὸ κέφι ποὺ δίνει ἡ ξεκούραση, θὰ μπορέσεις νὰ προσέξεις τὶς λεπτομέρειες: Τὸ μικρὸ παρκάκι κοντὰ στὴ θάλασσα —συμπαθητικὴ γειτονιὰ τοῦ πράσινου μὲ τὸ μπλάβο. Τὸ μεγάλο μπρούτζινο ἄγαλμα τοῦ Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη ὄρθιου καὶ σοβαροῦ μὲ τὸ μεγαλοαστικὸ μοῦσι καὶ τὸ μπαστούνι του. Καὶ στὸ βάθος τὴν κορνίζα τῆς ἀρχαίας πύλης νὰ προβάλλεται στὸ γαλάζιο τ’ οὐρανοῦ. Ἕνας μικρὸς τσιμεντένιος δρόμος ἐνισχυμένος μὲ βράχους ἑνώνει τὴ Νάξο μὲ τὸ νησάκι Παλάτια, ποὺ στὴν κορφή του στέκει ἡ μαρμαρένια πύλη. Τὸ κῦμα ἀπὸ τ’ ἀνοιχτὰ ἔρχεται καὶ σπᾶ πάνω στοὺς βράχους τῆς δεξιᾶς μεριᾶς. Ἀπὸ τοῦτο τὸ μέρος τὸ νησὶ εἶναι ἄγριο καὶ τραχύ, ὅλο σκούρα καὶ γαλαζωπὴ θαλασσοδαρμένη πέτρα. Τὰ κύματα καλπάζουνε μ’ ἄσπρες χαῖτες καὶ πέφτουν  ἀπάνω του, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ μώλου, μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ λιμανιοῦ, τὰ νερὰ μόλις ποὺ τὰ ρυτιδώνει μιὰ ἀδιόρατη ἀνησυχία.

            Ἀνεβαίνω στὴν κορφὴ τοῦ μικροῦ νησιοῦ. Εἶν’ ἕνα χαμηλό, χωματερὸ ὕψωμα σπαρμένο μὲ θάμνους. Στὸ χῶρο τοῦ ἀρχαίου ναοῦ —λένε πὼς ἤτανε ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνα— κείτουνται χάμω μικρὰ καὶ μεγάλα κομμάτια ἀπὸ μάρμαρο. Ἄλλα διατηροῦν ἀκόμη τὸ συμμετρικὸ ὀρθογώνιο σχῆμα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ κλασικὸς τεχνίτης καὶ πλαγιάζουν ἥσυχα πάνω στὸ χῶμα. Ἄλλα μοιάζουν ἀκανόνιστες ἄσπρες σκίζες, μ’ ὀδυνηρὰ ἀποτυπωμένη στὸ σῶμα τους τὴ μαρτυρία κάποιας καταστροφῆς· ἀκουμποῦν ἄβολα στὴ γῆς σὰν καταδικασμένα νὰ μὴ βροῦνε τὴν ἀνάπαυση στὸν αἰώνα.

            Ἀνάμεσά τους, φθαρμένη, μὲ στρογγυλεμένες τὶς ἀκμές, ἡ πύλη ἐπιμένει νὰ στέκει ὀρθὴ προκαλώντας τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης. Μοιάζει σὰ μιὰ πελώρια ἄσπρη κορνίζα ποὺ ἡ ἐξαίσια εἰκόνα της χάθηκε. Τώρα ἀπὸ τ’ ὀρθογώνιο ἄνοιγμά της περνοδιαβαίνει τὸ μελτέμι τοῦ Αἰγαίου. Εἶναι μιὰ μαρμάρινη ματαιότητα ποὺ κορνιζώνει τὸ κενό.               

                           

                     Σχέδιο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη. Ἡ ἀρχαία πύλη τῆς Νάξου.

 

            Ἀνατριχιάζω ὣς τὶς ρίζες τῆς ὕπαρξής μου. Ποιός ἔστησε ἀντίκρυ στὴν ἥμερη λουλακιὰ θάλασσα, καταμεσὶς στὸ παλλόμενο φῶς καὶ στ’ ἀνόθευτο γαλάζιο τοῦ ἑλληνικοῦ καλοκαιριοῦ, τοῦτο τὸ μνημεῖο τοῦ τίποτα; Ἐδῶ ὅπου δοξολογοῦνται τὰ γήινα, τὴν ὥρα ποὺ τὸ κάθε τὶ φαίνεται νά ’χει τὴ σφραγίδα τῆς αἰωνιότητας, καθὼς διαγράφεται συγκεκριμένο καὶ στέρεο κάτω ἀπὸ τὸ μεσογειακὸ ἥλιο, ὑψώνεται μπροστά μου τοῦτο τὸ μηδενιστικὸ σύμβολο. Παίζει μάλιστα, μ’ ὅλη τὴν ἀθωότητα τοῦ ἀνεπίγνωστου, κορνιζώνοντας γιὰ λίγο ἕνα περαστικὸ σύννεφο ἢ τὸ φευγαλέο πέταγμα ἑνὸς γλάρου, σὰ νὰ θέλει νὰ ὑπομνήσει πόσο παροδικὰ εἶν’ ἐκεῖνα ποὺ γεμίζουνε τὸ κενό. Κι ἡ εἰκόνα γίνεται ξέχωρα ὄμορφη καὶ τραγικὴ ὅταν ἀπὸ μιὰ ὁρισμένη θέση βλέπω τὴν κορνίζα τῆς ἀρχαίας πύλης νὰ περιβάλλει τὴ μικρὴ πολιτεία τῆς Νάξου. Λίγα βήματα δεξιὰ καὶ τὸ μαρμάρινο πλαίσιο ἀδειάζει, λίγα βήματα ἀντίστροφα καὶ γεμίζει. Παίζω κάμποσες φορὲς τοῦτο τὸ παιγνίδι.

              Σὲ μιὰ μαρμαρένια δοκὸ πλαγιασμένη στὸ χῶμα κάθεται μιὰ ἡλικιωμένη νησιώτισσα. Φορεῖ ἕνα μακρὺ καφετὶ φόρεμα, ἔχει τὰ σταχτωπά της μαλλιὰ δεμένα κότσο καὶ στ’ αὐτιά της γυαλίζουνε δυὸ χρυσοὶ χαλκάδες. Μὲ τὸ δεξί της χέρι ἀγκαλιάζει ἕνα κοριτσάκι,  ἐνῶ τὸ βλέμμα της φαίνεται νά ’χει ξεχαστεῖ κοιτάζοντας τὴ Χώρα τῆς Νάξου. Οἱ δυὸ φιγοῦρες, σιωπηλὲς κι ἀκίνητες, θά ’λεγες πὼς ἔχουνε πετρώσει σὲ μιὰ στάση συγκρατημένης τρυφερότητας καὶ στοργῆς. Ν’ ἀντικρύζουνε τάχα κι ἐκεῖνες τὸ μηδενιστικὸ συμβολισμὸ τοὺ μὲ τρόμαξε πρὶν ἀπὸ λίγο; Ἡ γαλήνη πού ’ναι ἁπλωμένη στὰ μελαχροινά τους πρόσωπα μοῦ λέει πώς, εὐτυχῶς, δὲ βλέπουνε παρὰ τὴν εἰκόνα τῆς ὀμορφιᾶς ποὺ εἶναι στημένη ἀπέναντί τους. Ἴσως νὰ μὴν τήνε βλέπουνε μήτε κι αὐτὴ καὶ νά ’χουνε μόνο ἀποξεχαστεῖ σὲ κείνη τὴν κατάσταση τῆς χαλάρωσης, τὴ δίχως καμιὰ συγκεκριμένη σκέψη ἢ ἀπασχόληση. Μήπως εἶναι κι αὐτὲς ἕνα σύμβολο —σύμβολο ἁπλότητας καὶ ζωῆς πού ’ρθε νὰ πολεμήσει τὸ διανοουμενίστικο σύμβολο τῆς ἀνυπαρξίας;

            Ἂν ἔλειπε τὸ κοριτσάκι θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς πὼς εἶν’ ἡ Ἀριάδνη γερασμένη. Κάπου ἐδῶ τὴν ἄφησε ὁ ἄπιστος Θησέας γυρίζοντας ἀπὸ τὴν Κρήτη κι ἔμεινε ν’ ἀγναντεύει τὸ πέλαγο, ὥσπου πρόβαλε ἀπὸ τὴ θάλασσα ὁ Διόνυσος ποὺ ἔρχουνταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ μὲ τὸ ἱερό του φυτό. Ὁ νέος θεὸς πῆρε γυναίκα του τὴν κόρη τοῦ Μίνωα, ποὺ ἀπὸ τότε τὴν ἐλάτρευαν οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ κι ἐκείνη σὰ θεά, καὶ φύτεψε στὴ ναξιώτικη γῆ τὸ πρῶτο κλῆμα. Τὸ χῶμα ἐδῶ, ἀντίθετα ἀπὸ τ’ ἄλλα κυκλαδίτικα νησιά, εἶναι πλούσιο καὶ τ’ ἀμπέλι εὐδοκίμησε, ὅπως εὐδοκιμούσανε κι ὅλοι οἱ καρποὶ σὲ τούτη τὴ «Μικρὴ Σικελία» –καθὼς τὴν εἶπαν οἱ Ἀρχαῖοι.

            Ὁ Ἀθηναῖος Πεισίστρατος φρόντισε νὰ φέρει ἐδῶ δικό του ἄνθρωπο τὸ 535 π. Χ., τὸν τύραννο Λύγδαμι, ποὺ στὴν ἐποχή του τὸ νησὶ ἔφτασε σ’ ἀκμή. Οἱ Πέρσες καταστρέψανε τὴ Νάξο τὸ 490, μὰ ἀργότερα οἱ Ἀθηναῖοι φροντίσανε νὰ τὴν περιλάβουνε στὴ συμμαχία τους καὶ δὲν ἐδιστάσανε νὰ τὴν ὑποτάξουνε μὲ τὴ βία, ὅταν ἔδειξε διάθεση γιὰ ἀνυπακοή, καὶ νὰ φέρουνε δικούς τους κληρούχους στὰ χώματά της.

             Λίγο παρέκει ἀπὸ τὸ μῶλο ποὺ συνδέει τὸ νησάκι τῆς πύλης μὲ τὴ Χώρα εἶναι καθισμένο ἕνα καΐκι στὰ ρηχά, γερμένο στ’ ἀριστερό του πλευρό. Ἡ θάλασσα ἔχει μαυρίσει τὰ ξύλα —ἀρχίζει ἡ φθορὰ κι ἡ διάλυση.

           Στὴν προβλήτα τοῦ λιμανιοῦ εἶν’ ἀραγμένο ἕνα «μότορσιπ». Πιὸ πέρα, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν προκυμαία, σὰ μιὰ σχεδία ποὺ πλέει, ἀκινητεῖ πάνω στὰ νερὰ τὸ μικρούτσικο νησάκι τῆς Μυρτιδιώτισσας. Σοῦ δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς μὲ δυσκολία σηκώνει τὸ βάρος τῆς «χτισμένης στὸν ἀσβέστη» ἐκκλησούλας καὶ τῶν δυὸ τριῶν ἀχαμνῶν ἁρμυρικιῶν.

            Ἀντίκρυ, στ’ ἀχνὰ νησιά, ἕνας πελώριος πορτοκαλόχρωμος ἥλιος βασιλεύει. Τὸ σούρουπο ἡ θάλασσα γανώνεται ἀπὸ ἕν’ ἀλαφρὸ στρῶμα κασσίτερου. Τὸ καΐκι πού ’ρχεται ἀπ’ ἀνοιχτὰ φαίνεται σὰν ἕνας ἴσκιος πάνω στ’ ἀσημόχρωμα νερά.

 

                                                            ***

 

Περπατῶ στοὺς δρόμους τῆς Νάξου. Εἶναι στενοί, στριφογυριστοί, ἀνηφορικοὶ —πιὸ στενοὶ καὶ πιὸ ἰσκεροὶ ἀπὸ τῆς Πάρου, μιὰ καὶ τὰ σπίτια ἐδῶ εἶναι πιὸ ψηλά. Ἡ στενότητα τοῦ χώρου ἐπιβάλλει καὶ τὴ συχνὴ χρήση τῆς καμάρας ποὺ βαστάζει τὸ ἀνώι κάποιου σπιτιοῦ ἀφήνοντας λεύτερο κάτω ἀπὸ τὰ τόξα της τὸ πέρασμα τοῦ δρόμου. Διακρίνουνται τὰ μαυρισμένα δοκάρια καὶ τὰ μισοσαπημένα καλάμια ποὺ στεγάζουνε τὴ στοὰ καὶ στηρίζουνε τὸ πάτωμα τοῦ ἀνωγιοῦ. Μιὰ μυρωδιὰ ὑγροῦ χωμάτου ἔρχεται στὰ ρουθούνια μου.

 

                             

                   Σχέδιο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη. Καμάρα σὲ σοκάκι τῆς Νάξου.

 

Ὅμως ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ παλιοῦ καιροῦ ἔχει νοθευτεῖ. Δὲν εἶναι λίγα τὰ σύγχρονα χτήρια πού ’χουνε ξεφυτρώσει στὴ θέση κατεδαφισμένων παλιῶν —μὲ τὶς σιδερένιες πόρτες καὶ τὰ τσιμεντένια μπαλκόνια τους. Σ’ ὅσα διατηροῦνται ἀκόμη φαίνουνται βαθιὰ τὰ σημάδια τῆς φθορᾶς: πεσμένοι σουβάδες καὶ σαραβαλιασμένα κουφώματα. Καμιὰ φορὰ στὴ θέση τῆς πόρτας καὶ τῶν παραθυριῶν χάσκουν ἄδεια ἀνοίγματα. Ἀνάμεσα στὰ σύγχρονα σπίτια τὰ πολυάριθμα ἐκκλησάκια, ξεκομμένα ἀπὸ τὸ πλαίσιό τους ποὺ τόσο ταιριαστὰ δένουνταν μαζί του, ἀποξενώνουνται καὶ μοιάζουνε σὰ νὰ κλείνουνται στὴν ἄσπρη μοναξιά τους.

            Ἡ παλιὰ Νάξος βρίσκεται ἀτόφια στὴν περιοχὴ τοῦ κάστρου. Στὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὸ κάστρο δὲ φαίνεται παρὰ ἕνας στρογγυλὸς πύργος μὲ τὶς τετράγωνες τρύπες τῶν παραθυριῶν του. Τὰ τείχη ἔχουνε ταυτιστεῖ μὲ τὰ μεγάλα, τρίωροφα ἢ τετραώροφα οἰκοδομήματα, τὰ ξεθωριασμένα καὶ μισοερειπωμένα, ποὺ πατοῦν ἀπάνω τους.

            Δρόμοι ἀνήλιαγοι, ἀνηφορικοὶ μὲ σκαλιὰ καὶ στοές, ὅλο στροφές, ὁδηγοῦνε στὴν κορφή. Προχωρώντας συναντᾶς καμάρες, πέτρινες σκάλες, ἀσπρισμένους τοίχους καὶ μικρὲς αὐλές, πολύχρονες ξύλινες πόρτες μὲ δεξιὰ κι ἀριστερά τους μαρμαρένιους σκαλιστοὺς παραστάτες καὶ μαρμαρένια ἀνώφλια ὅπου κάποτε σὲ σταματᾶ ἕν’ ἀνάγλυφο οἰκόσημο: στρογγυλὸς ἢ ὠοειδὴς θυρεὸς μὲ τὸ στέμμα κάποιου βαρώνου ἢ κόμητα, ποὺ καμιὰ φορὰ συνοδεύεται κι ἀπὸ κάποια χρονολογία: 1569 23 Septembrio. Ἄλλοτε τὸ οἰκόσημο εἶναι πλούσιο, σκαλισμένο μὲ τέχνη πάνω ἀπὸ μιὰ καμάρα, ἄλλοτε ἁπλό, χοντροφτιαγμένο, σημαδεύει τὴν ἀσήμαντη εἴσοδο κάποιου σπιτιοῦ ποὺ δυσκολεύεσαι νὰ τὸ πεῖς ἀρχοντικό.

            Ἐδῶ εἶν’ ἡ γειτονιὰ τῶν Φράγκων ἱπποτῶν ποὺ ἔφερε μαζί του ὁ Βενετσιάνος Μᾶρκος Σανοῦδος ὅταν ἵδρυσε τὸ 1204 τὸ Δουκᾶτο τῆς Νάξου: Ἕνα μικρὸ νησιώτικο κράτος, ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ Βενετιά, ποὺ ἅπλωνε τὴν κυριαρχία του στὴν Πάρο, τὴν Κίμωλο, τὴ Μῆλο, τὴ Σίφνο, τὴν Ἴο, τὴ Σύρα, τὴ Σαντορίνη, τὴν Ἀνάφη καὶ τὴ Φολέγανδρο. Εἴκοσι δοῦκες ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Σανούδων τῶν Ντάλλε Κάρτσερι καὶ τῶν Κρίσπων ἀφεντέψανε στὸ Δουκᾶτο ὣς τὰ 1537 ποὺ ὁ Χαϊρεντὶν Μπαρμπαρόσσας πρόβαλε ἄξαφνα μπρὸς στὴ Νάξο. Ὁ δούκας Ἰωάννης Κρίσπος κατέβηκε ἀπὸ τὸ κάστρο του φέρνοντας στὸν ἄγριο κουρσάρο τὰ κλειδιὰ τῆς πύλης καὶ πλούσια δῶρα γιὰ νὰ τόνε καλοπιάσει. Ὁ Κοκκινογένης τόνε δέχτηκε ἐγκάρδια, μὰ ἐνῶ τόνε τιμοῦσε στὴ ναυαρχίδα του, οἱ ἄντρες του διαγουμίζανε τὴν πολιτεία καὶ τὸ δουκικὸ παλάτι. Γιὰ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ξαναγυρίσει στὴ Νάξο χρειάστηκε νὰ ὑποσχεθεῖ πὼς θὰ τοῦ πληρώνει κάθε χρόνο πέντε χιλιάδες χρυσὰ φλουριὰ σὰ φόρο ὑποτέλειας. Ἀπὸ τότε τὸ Δουκᾶτο ἄρχισε νὰ ξεπέφτει. Τὸ 1580 ἐνσωματώθηκε στὴν Τουρκία κι ὁ τελευταῖος δούκας ἔφυγε πρόσφυγας στὴ Βενετιά.

            Τοὺς στενοὺς δρόμους τῆς γειτονιᾶς τοῦ κάστρου ποὺ ἀκόμη τὴν κατοικοῦν οἱ ἀπόγονοι τῶν Φράγκων ἀρχόντων, πάντα πιστοὶ στὴ θρησκεία τῶν πατέρων τους, γεμίζει τώρα ἡ σιωπὴ κι ἡ μυρωδιὰ τῆς ὑγρασίας. Κάτω ἀπὸ τὶς ἀνήλιαγες καμάρες κι ἀνάμεσα στοὺς βλογιοκομμένους τοίχους ἀκινητεῖ βαρὺς καὶ πηχτὸς ὁ μεσαιωνικὸς χρόνος, ποὺ τόνε κόβει σὰν κάτι στέρεο τὸ ζευγάρι τῶν παιδιῶν ποὺ προβάλλει σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπὸ μιὰ γωνιὰ καὶ κατεβαίνει τρέχοντας τὸ κατηφορικὸ σοκάκι ἀφήνοντας πίσω του τοὺς ξεροὺς κρότους ἀπὸ τὰ χτυπήματα τῶν παπουτσιῶν του στὸ καλντιρίμι.

            Στὴν κορφή, κυκλωμένη ἀπὸ σπίτια ποὺ κλείνουνε τὴ θέα πρὸς τὴν ὑπόλοιπη Χώρα, ἀνοίγεται μιὰ μικρὴ πλατεία. Στὴ μέση της στέκεται ἡ καθολικὴ Μητρόπολη τῆς Σάντζα Καπέλλα. Ναὸς βαρύς, βαμμένος μὲ χρώματα μουσταρδὶ καὶ καφετί, ἐξὸν ἀπὸ τὴν πρόσοψη καὶ τὸ καμπαναριὸ πού ’ναι καπλαντισμένα μὲ μαρμαρένιες σταχτωπὲς πλάκες. Τ’ ἀντικρυνὸ χτήριο ἔχει τὴν ἐπιγραφὴ «Γυμνάσιον Θηλέων Οὐρσουλινῶν Μοναχῶν». Μιὰ μαυροντυμένη καλόγρια κάθεται σιωπηλὴ στὴ βεράντα. Τούτη ἡ πλατεία ποὺ τὸ συμπαγὲς φράγμα τῶν τοίχων ὁλόγυρά της δὲ σ’ ἀφήνει νὰ δεῖς παρὰ μόνο τὸν οὐρανὸ ζεῖ στ’ ἀλήθεια ἀπομονωμένη ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἁψιδωτὲς πύλες καὶ μικρὰ παράθυρα, οἰκόσημα, τὸ σκληρὸ ἀνώμαλο καλντιρίμι, ἡ αὐστηρὴ σιλουέττα τῆς ἐκκλησιᾶς —κι ἐκείνη ἡ ἀτέλειωτη σιωπὴ ποὺ ἐπωάζει τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὰ ὄνειρα…

            Φαντάζομαι τὸν Καζαντζάκη στὴν αὐγὴ τῆς ἐφηβείας του νὰ τριγυρίζει ἐδῶ τὶς δυὸ χρονιὲς ποὺ ἔμεινε στὴ Νάξο (1897-1898) «ἡμισύσσιτος μαθητὴς στὴ Γαλλικὴ Ἐμπορικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ». Ἴσως τοῦτο τὸ κλειστὸ περιβάλλον ν’ ἄφησε τ’ ἀχνάρια του βαθιὰ στὴν ψυχή του, μαζὶ μὲ τὴν αὐστηρὰ ὀργανωμένη ζωὴ τοῦ καθολικοῦ σχολειοῦ καὶ τὶς πρῶτες ἐκστατικὲς γνωριμίες μὲ τὰ ξένα λογοτεχνικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ἔργα.

 

                                                            ***

 

Κάτω, στὶς ὀρθόδοξες γειτονιὲς τῆς Χώρας, οἱ ἐκκλησιὲς ἔχουνε τὴν ἐγκάρδια κυκλαδίτικη ταπεινωσύνη. Ἀκόμη κι ἡ Μητρόπολη, μ’ ὅλο ποὺ ξεχωρίζει στὸ μέγεθος ἀπὸ τὶς ἄλλες, καὶ ὅσο κι ἂν προσπαθήσανε νὰ τῆς δώσουνε κάποιο ξιππασμένο ὕφος μὲ τὴν ἐπίχριση τῆς πρόσοψης μὲ κοκκαλὶ σαγρὲ ποὺ τὸ χωρίσανε σὲ τετραγωνάκια, δὲν ἔχασε  τὴ λαϊκὴ ἁπλότητα ποὺ τῆς δίνει ὁ ἄσπρος καὶ λουλακὴς νησιώτικος τροῦλλος μὲ τὴν πολυγωνικὴ βάση, οἱ ἀντηρίδες στὰ πλάγια, ἡ στοὰ μὲ τὶς καμάρες μπροστὰ καὶ τὸ χαραχτηριστικὸ καμπαναριὸ μὲ τὶς τέσσερεις καμπάνες. Στὸ ἐσωτερικό, τὸ ἀνάγλυφο τοῦ δικέφαλου μὲ τὴ χρονολογία 1770, ὅμοιο μ’ ἐκεῖνα τῆς Πάρου, κρατᾶ συντροφιὰ στὸ πλούσιο μαρμάρινο τέμπλο μὲ τὰ γλυπτὰ χρυσοβαμμένα στολίδια καὶ τὶς μεταβυζαντινὲς εἰκόνες.

            Κάποτε τὰ ἐκκλησάκια ἀρκοῦνται στὸ χῶρο ποὺ περισσεύει ἀπὸ τὰ γειτονικά τους χτίσματα —ὅπως ἐκεῖνο στὸ δρόμο τῆς ἀγορᾶς. Μιὰ ἐλάχιστη πρόσοψη, ὅση χωρεῖ μιὰ μικρὴ πόρτα κι ἕνα μονὸ καμπαναριό, στριμώχνεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ μαγαζιά. Μπαίνεις στὸ στενὸ πρόναο ἀλλὰ προχωρώντας λίγα βήματα βλέπεις τὴν ἐκκλησιὰ νὰ πλαταίνει καθὼς ἀνοίγεται πίσω ἀπὸ τὸ ἕνα μαγαζί.

            Ὁ ρυθμὸς ἐδῶ δὲ μένει προσκολλημένος δουλικὰ στ’ ἀρχιτεχτονικὰ πρότυπα, ἀλλὰ προσαρμόζεται μ’ ἀρκετὴ ἐλευθερία κι εὐελιξία στὶς συνθῆκες τοῦ τόπου καὶ στὶς οἰκονομικές, χωρὶς ἄλλο, δυνατότητες τῶν χτητόρων. Ἔτσι μιὰ ἄλλη ἐκκλησία, ἡ Παντάνασσα, σ’ ἕνα μικρὸ ὕψωμα, λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν προκυμαία, ἑνώνει μ’ ἕνα κοινὸ νάρθηκα δυὸ ἁπλὲς βασιλικὲς ποὺ συγκοινωνοῦνε μεταξύ τους κι ἀπὸ τὸ πλάι μ’ ἕνα τοξωτὸ ἄνοιγμα.

            Τὸ νησιώτικο καμπαναριὸ τοποθετεῖται ὄχι στὴν πρόσοψη παρὰ στὴ μιὰ ἀπὸ τὶς πλευρὲς καὶ περιβάλλει ὄμορφα μὲ μιὰ καμάρα τὴν πόρτα. Καθὼς τὸ δάπεδο τῆς ἐκκλησιᾶς βρίσκεται σὲ ψηλότερο ἐπίπεδο, πέντ-ἕξι σκαλιὰ ἀνεβαίνοντας μέσ’ ἀπὸ τὴν καμάρα τοῦ καμπαναριοῦ ὁδηγοῦνε στὸ ἐσωτερικό. Ἔτσι τοῦτο τὸ καμπαναριὸ ποὺ ἀγκαλιάζει τὴν πόρτα, μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῆς μικρῆς σκάλας ποὺ τὴν ἀνασηκώνει καὶ τὴν τοποθετεῖ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ αὐλή, δημιουργοῦν ἕνα πυλώνα ὅπου ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἁπλότητα ἀφήνει μιὰ μνημειακὴ ἐντύπωση.

            Σὲ τούτη τὴν ἐκκλησιὰ μπῆκα σὲ ὥρα ποὺ ἔψελναν παράκληση. Ντόπιες γυναῖκες —κι ὄχι μόνο γριὲς— ἔκαναν στρωτὲς μετάνοιες, κοιτάζοντας κατὰ τὸ ξύλινο τέμπλο μὲ τὶς χρυσοβαμμένες κληματίδες καὶ τὶς παραδοσιακὲς λαϊκὲς εἰκόνες κι ὕστερα ἀκουμπώντας τὸ μέτωπό τους στὸ πάτωμα. Μερικὲς ἔμεναν ὥρα σ’ αὐτὴ τὴ στάση —ἀνάμεσά τους κι ἕνας νεαρός. Οἱ ρίζες τῆς παράδοσης φαίνεται νὰ κρατοῦν ἀκόμη σ’ ἐτοῦτο τὸ κυκλαδίτικο νησί. Σίγουρα ὁ Παπαδιαμάντης θὰ χαίρουνταν ἀπὸ τὸ ἀντίκρυσμα μιᾶς ἁπλῆς πίστης καὶ μιᾶς εὐσέβειας ποὺ δὲ διστάζει μπροστὰ στὴν αὐτοταπείνωση.

            Τὸ συντηρητισμὸ τῶν Ναξιωτῶν τόνε βλέπεις καὶ σ’ ἕνα περίπατο στὴν ἀγορὰ σὲ πρωινὴ προπάντων ὥρα. Ἐκεῖ δὲν εἶναι σπάνιο νὰ δεῖς τὸ γέρο μὲ τὴ μακριὰ βράκα —συνήθως μαύρη ξεβαμμένη— τὶς μαῦρες κάλτσες τὰ ξεθωριασμένα ἄρβυλα ἢ τὰ λαστιχοπάπουτσα, τὸ σταυρωτὸ γελέκι, τὸ φαρδὺ ζωνάρι στὴ μέση κι ἕνα ψάθινο πλατύγυρο καπέλο— καμιὰ φορὰ διατηρεῖται τὸ μαῦρο σπαστὸ φέσι δίχως φούντα— στὸ κεφάλι. Ἂν ὁ παλιὸς Ναξιώτης εἶναι οἰκονομημένος καὶ φορεῖ τὰ καλά του, ἡ βράκα καὶ τὸ γελέκι ἔχουνε βαθὺ μπλάβο χρῶμα καὶ τὸ φέσι βυσσινὶ ὅπως στὴν κρητικὴ φορεσιά. Ἄσπρα παχιὰ μουστάκια χωρίζουνε στὰ δυὸ τὸ μελαχροινὸ χιλιοζάρωτο πρόσωπο καὶ τὰ γεροντικὰ βήματα δείχνουνε τὸ βάρος τῶν χρόνων. Οὔτε στὴ Σύρα οὔτε στὴν Πάρο εἶδα βρακάδες. Ἐδῶ, μὲ τὴν εὔφορη ἐνδοχώρα, —ἕνα μέρος τοῦ κάμπου μὲ τὶς ἐλιές, τ’ ἀμπέλια, τὶς συκιὲς καὶ τοὺς κήπους του καὶ τὰ χωριά του φαίνεται ἀπὸ τὸ ὕψωμα στὴν ἄκρα τῆς χώρας— ὑπάρχει ἀρκετὸς ἀγροτικὸς πληθυσμός. Κάθε πρωὶ φέρνουνε τὰ λαχανικὰ καὶ τὰ φροῦτα τους στὴν ἀγορὰ μὲ τὶς τρίτροχες μηχανὲς ἢ μὲ τὰ γαϊδουράκια τους. Ἡ παρουσία τῶν ντόπιων εἶναι ἔντονη μέσα στὴν πολιτεία.

 

                                                            ***

 

Πόσο ἀναγουλιαστικὴ εἶναι ἡ ράτσα τῶν σύγχρονων Ρωμιῶν τῆς μεσοαστικῆς τάξης —προπάντων ὅταν βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς καθημερινῆς ζωῆς της. Δὲ μποροῦν οὔτε ἕνα λεφτὸ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς χίλιες δυὸ κακομοιριές τους. Κι ἡ ἀδειοσύνη τῆς ψυχῆς τους ποὺ κάπως κρύβεται μέσα στὴ μέριμνα καὶ στὴν τύρβη τῆς συνηθισμένης ἀπασχόλησης ἀποκαλύπτεται τώρα σ’ ὅλο της τὸ μέγεθος. Ταξιδεύουνε δίχως νὰ βλέπουνε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἀξίζει νὰ δεῖ κανείς. Κι ἀδιάκοπα γκρινιάζουνε: γιὰ τὰ ξενοδοχεῖα ποὺ δὲν ἔχουνε τὶς ἀνέσεις ποὺ θὰ θέλανε· γιὰ τὸ φαῒ στὰ ἑστιατόρια ποὺ εἶναι «φριχτό»· γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς ζωῆς στὰ μέρη ποὺ ἐπισκέπτονται· γιὰ τὴν ἀγένεια τῶν συνταξιδιωτῶν τους· γιὰ τὴν ἔλλειψη «πολιτισμοῦ» τῶν ἐπαρχιωτῶν. Γκρινιάζουν ἢ συζητοῦν γιὰ τὶς δουλειές τους, γιὰ τὰ παιδιά τους, γιὰ τὰ σπίτια ἢ τ’ αὐτοκίνητά τους. Αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος τους.

            Εἶχα τὴν ἀτυχία καὶ στὴ Χώρα τῆς Νάξου νὰ βρεθῶ στὸ ἑστιατόριο δίπλα σὲ μιὰ τέτοια παρέα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. (Αὐτὸ σημαίνει πὼς εἶχε καλλιεργημένη κι ἀνεπτυγμένη τὴν κακομοιριὰ στὸν ἀνώτερο δυνατὸ βαθμό της). Οἱ γυναῖκες, στεγνές, μ’ ἔκδηλη τὴν προσπάθεια καὶ στὸ ντύσιμο καὶ στὸ βάψιμο νὰ συγκαλύψουνε τ’ ἀμείλιχτο πέρασμα τοῦ χρόνου. Οἱ ἄντρες μὲ τὶς φαλάκρες, τὶς κοιλιὲς καὶ τὰ κοντὰ παντελόνια τους (ἔχομε ἐξευρωπαϊστεῖ βέβαια). Οἱ πρῶτες νευρικές, λαλίστατες, μ’ ἐκείνη τὴ ματιὰ ποὺ ὅταν δὲν κοιτάζει τὰ πρόσωπα στενοῦ οἰκογενειακοῦ κύκλου γίνεται ἀπάνθρωπα σκληρὴ ἢ ἀδιάφορη, εἶχαν ἀναλάβει τὸν τομέα τῆς γκρίνιας. Οἱ σύζυγοι μὲ τὸ πλαδαρό, τὸ ἄνευρο, σχεδόν τὸ μὴ ἀντρικὸ ποὺ ἔχουν οἱ τρόποι καὶ οἱ κουβέντες τῶν πολυάσχολων Ἀθηναίων ἀστῶν, ὅταν βρεθοῦν ἔξω ἀπὸ τὴ δουλειά τους, συζητούσανε τὰ συνηθισμένα τους θέματα. Βιάστηκα ν’ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ κοντά τους τὸ γρηγορότερο.

            Ἀπὸ τὴν ταράτσα ἑνὸς καφενείου βλέπω ὁλόκληρο τὸ λιμάνι. Τὴν παραλία μὲ τὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: ἐκείνων ποὺ δουλεύουνε κι ἐκείνων ποὺ πηγαίνουν ἢ γυρίζουν ἀπὸ τὸ μπάνιο. Τὸ χαμηλὸ νησάκι μὲ τὴ μικρούτσικη ἀσβεστωμένη Μυρτιδιώτισσά του μοιάζει σὰ νά ’ρχεται ν’ ἀράξει στὴν προκυμαία.

            Φορτηγὰ αὐτοκίνητα κουβαλοῦνε στὴν πιὸ μακρινὴ ἀπὸ τὶς δυὸ προβλῆτες τὸ καθένα τους ἀπὸ ἕνα μεγάλο ὀρθογώνιο μαρμαρένιο ὄγκο. Τοὺς ξεφορτώνουνε μὲ βρόντους ἀνατρέποντας τὴ σιδερένια καρότσα τους. Τὸ βίντσι ἑνὸς Ὁλλανδέζικου πλοίου τοὺς παραλαβαίνει καὶ τοὺς κατεβάζει στ’ ἀμπάρια. Στὴ μικρὴ προβλήτα δυὸ καΐκια φορτώνουνε κόκκινα βαρέλια ποὺ ἐργάτες κατεβάζουν ἀπὸ ἕνα μακρύκαρο. Παρέκει ἕνας σωρὸς σακκιὰ μὲ πατάτες περιμένουνε.

            Ἐκεῖ ὅπου ὁ χτιστὸς μῶλος συνδέει τὸ νησάκι Παλάτια μὲ τὴ Νάξο ἕνα παρδαλὸ πλῆθος κάνει τὸ μπάνιο του. Ἀπὸ δῶ φαίνουνται σὰ μεγάλα πολύχρωμα ἔντομα ποὺ μπαίνουνε στὴ θάλασσα, καταχτυποῦνε τὰ πόδια καὶ τὰ φτερουγάκια τους στὸ νερὸ μὲ φωνές, κι ὕστερα σέρνουνται ἥσυχα στὴν παραλία νὰ στεγνώσουνε. Ἀπὸ πάνω τους ἄσπρη κι ἀτάραχη ἡ ἀρχαία πύλη κορνιζώνει πάντα τὸ γαλάζιο κενό.