ΕΙΡΗΝΗ ΠΟΥΛΟΥ: "Οι αναμνήσεις ενός αρουραίου", "Ιουδήθ". Δυο μονόλογοι για το θεατρικό σανίδι.

ΕΙΡΗΝΗ ΠΟΥΛΟΥ: "Οι αναμνήσεις ενός αρουραίου", "Ιουδήθ". Δυο μονόλογοι για το θεατρικό σανίδι.

 

                           ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΡΟΥΡΑΙΟΥ

 

Κάποτε υπήρξα ωραίος άντρας, κατά τα λεγόμενα των γυναικών ...
Κάθε πρωί πήγαινα στη δουλειά μου και γύριζα στο σπίτι μου απόγευμα, πάντα την ίδια ώρα. 
Για χρόνια έκανα την ίδια διαδρομή, απ’ τη δουλειά στο σπίτι, λίγες διακοπές, μια γυναίκα κάθε φορά διαφορετική, για μόνιμη σχέση ούτε λόγος, ο χρόνος μου πάντα λίγος, μετρημένος … Πάντα βιαστικός να προλάβω.
Καλύτερα έτσι δεν είχα ανάγκη από ησυχία, πάντα είχα μια ασχολία, κάτι να κάνω.
Όταν την είδα για πρώτη φορά, ήταν ξημέρωμα. Ο ήλιος ίσα που έβγαινε και άρχιζε η μέρα να χαράζει και εκείνη μέσα από τα ανοιχτά εξώφυλλα του παραθύρου της, άνοιγε τις κουρτίνες στο πλάι και λικνιζόταν σε καθρέφτη.
Έβλεπα τα χείλια της, που άνοιγε και έκλεινε ρυθμικά, ίσως τραγουδούσε κάποιο σκοπό, μα εγώ δεν άκουγα.
Η φωνή της δεν έφτανε ως εμένα. Αδιακρισία ίσως, μα κάτι  τέτοιο δεν μου είχε συμβεί ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Όχι ακριβώς το θέαμα, μα η συγκίνηση που κατέβαλε το σώμα η περιέργεια, το απαγορευμένο φρούτο που έπεσε ουρανοκατέβατο.
Όχι, δεν ήμουν εθισμένος σε τέτοιες απολαύσεις, μα κάτι με ανάγκασε να παραμείνω εκεί.
Τα πέλματά μου κολλήσανε στην άσφαλτο και ούτε που λογάριασα τη κίνηση του δρόμου.
Κάθε πρωί ξυπνούσα σε μια έρημο και αυτή η οπτασία λίγα μέτρα μόνο μακριά μου, σε απόσταση αναπνοής που, αν άπλωνα το χέρι μου , ίσως και να την έπιανα.
Μια οπτασία – πραγματικότητα δική μου, στα όρια ενός ονείρου.
Έπειτα ήρθε το κακό.! 
Άρχισε από τη στιγμή που έβγαλε το μικρό γυάλινο μπουκαλάκι από την τσάντα της και το αναποδογύρισε πάνω στο στήθος της.
Arvum, αρόω , άρουρα, αρουραίος.
Ήταν η Κίρκη και ήμουν το γουρούνι της, ο Οδυσσέας, που δεν πρόλαβε να βγάλει από τη θήκη του το ξίφος, τόσο ξαφνικά με τσάκωσε αυτό το εξ απροόπτου , που δεν πρόλαβα να ξεφύγω… Το άρωμά της…!
Ποτίστηκα από αυτό, όπως ξερό δεντράκι στη μέση της ερήμου, και θέλεις η κακιά στιγμή, η τιμωρία των Θεών, γιατί παραβίασα μια ιδιωτική στιγμή, η δαγκωνιά στο απαγορευμένο φρούτο, με έκανε αρουραίο, και από τότε βρίσκομαι στα υπόγεια του διαμερίσματός της,  κατατρώω σωληνώσεις και προσπαθώ να βρω τη δίοδο εκείνη που θα με οδηγήσει στο εσωτερικό του σπιτιού της, στο ίδιο της το δωμάτιο… τι τύχη…!
Με οδηγεί το άρωμά της, αλλά και αυτό είναι στιγμές που με μπερδεύει, καθώς αναμιγνύεται με άλλα και συνεχώς με κάνει να χάνω το δρόμο μου.
Έτσι προχθές μπήκα σε λάθος δωμάτιο, στο δωμάτιο ενός άντρα που μου θύμισε τον εαυτό μου.
Αναγκαστικά κρύφτηκα στην τουαλέτα και πίσω από μια επιφάνεια εμαγιέ παρατηρούσα, γιατί ομολογώ πως δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω και επιπλέον είχα καιρό να δω έναν άνθρωπο, που ίσως να ήμουνα εγώ, αν στο μεταξύ δεν είχα γίνει αρουραίος. (!)
Έτσι, στεκόμουν στο ένα πόδι, πάντα σε ετοιμότητα να φύγω, πριν με πιάσει και τον κοιτούσα έτσι απλώς, και όσο περνούσε η ώρα, τόσο μου ερχόταν στο νου πώς ήμουν πριν…
Με τι γελοία αυταρέσκεια , θαύμαζε τον εαυτό του παίρνοντας πόζες.!
Με ελαφρύ ανασήκωμα του κεφαλιού του προς τα πάνω κοίταζε τον καθρέφτη αφ’υψηλού παίζοντας το ρόλο του γόη.
Με τα μάτια του να πεταρίζουν δεξιά – αριστερά πετώντας ένα χαμόγελο, έπαιζε το ρόλο του εραστή.
Χαϊδεύοντας το πιγούνι του με μια έκφραση συγκατάβασης, το ρόλο του , συζύγου, ενώ κλείνοντας τα μάτια με μια διάθεση ανάμνησης το ρόλο του πατέρα και τέλος συνειδητοποιώντας εμένα, την ύπαρξή μου, έπαιξε τον πιο ενδιαφέροντα ρόλο, αυτόν του εαυτού του.
Το άγριο βλέμμα του δεν μου άφησε περιθώρια να μείνω ούτε στιγμή, ήξερα πως τώρα ήταν ο εαυτός του.
Ήταν ο κυνηγός και εγώ το θήραμα και έπρεπε να φύγω κατευθείαν. 
Ήδη μηχανευόταν τρόπους εξόντωσής μου.
Μέσα στην καθαρή λεκάνη δεν έχουν θέση τρωκτικά.
Με τόση εμπειρία που είχα σαν άνθρωπος και άλλη τόση σαν αρουραίος μύρισα τον κίνδυνο, ο θάνατος έχει κάτι το ιδιαίτερο, το ίδιο όπως και η πρόθεση να σκοτώσει κάποιος.
Τώρα, τα βράδια τα περνώ κλεισμένος στην τρύπα μου.
Πού και πού κάνω επισκέψεις σε κείνη σαν κλέφτης
μπαίνω σε λάθος μέρη, και αναρωτιέμαι, αν γνώριζα πιο πολλά
για τα συστατικά των αρωμάτων, αν εκείνο το ξαφνικό, το είχα προλάβει.
Αν δεν παραδινόμουν στη λαγνεία τόσο εύκολα ,τη μάγισσα θα είχα σίγουρα σκοτώσει,   ή έστω θα με είχε φοβηθεί και τότε ίσως να είχα γλιτώσει.

 

                                                   ΤΕΛΟΣ

 

 

                                   *

 

 

                                                  ΙΟΥΔΗΘ

 

Εγώ, η Ιουδήθ, στέκομαι πάνω στο βράχο και βλέπω κάτω την πεδιάδα

τους στρατιώτες των εχθρών.

Από την κοιλιά της μάνας μου, ελεύθερη πολιορκημένη.

Ποιος είπε πως η ομορφιά είναι ευχή;

Όσοι δεν ξέρουν, μιλούν.   Όσοι γνωρίζουν, σωπαίνουν.

Από την πρώτη στιγμή, που σε είδα, κατάλαβα πως εσύ ήσουν η μοίρα μου

ο άντρας μου, ο Θεός μου.

Το ένιωσα έτσι, καθώς έτρεχες ανάμεσα στις στρατιές σου πάνω στο άλογο

έτσι καθώς έβγαζες την περικεφαλαία και τα μαλλιά σου χύθηκαν πάνω στους ώμους

Ποιος είπε πως η ομορφιά μιας γυναίκας είναι ευχή;

Για σένα φτιάχνομαι, όπως θα ήθελες και αυτή η εμμονή μου να σε έχω

με έχει κυριέψει, έχει γίνει σκοπός της ζωής μου.

Σκοπός της ζωής μου να κυριέψω εσένα, που πολιορκείς την πόλη μου

και που είναι ζήτημα χρόνου να τη διαλύσεις.

Έτσι κατεβαίνω όμορφη και πιο όμορφη από παλιά και ακούω πίσω μου τους

στρατιώτες να μιλάνε μεταξύ τους και ξέρω πως με ποθούν και με θέλουν

μα δεν θα με έχουν ποτέ, γιαυτό και είμαι πιο επιθυμητή και ακούω το

δδδδδδ   το  θθθθθθ  σαν αναστεναγμό.

που βγαίνει μέσα από τα σωθικά, σαν κάτι να θέλει να με αγγίξει

μα δεν θα μπορέσει ποτέ.


Έτσι κατεβαίνω όμορφη και είμαι το πρόσχημα για να μένουν αυτοί

ενάρετοι και πιστοί

και ας με ποθούν και ας με θέλουν, το κρατάν για τον εαυτό τους

γιατί αυτό είναι το χάρισμα που τους δίνω.

Ποιος είπε πως η ομορφιά είναι ευχή;

Ω!  Στρατηγέ μου κατεβαίνω για σένα και στο μυαλό μου έρχεται συνεχώς

το σώμα σου , τα χέρια σου, τα πόδια σου,

έρχομαι σε σένα και όλοι όσοι με βλέπουν στέκουν παράμερα.

Μαζί με τη δούλα μου πέφτω στα γόνατα και σου αφήνω το πιο όμορφο δώρο

ό, τι πιο πολύτιμο, εμένα , την ίδια τη ζωή μου.

Γονατιστή τα πόδια σου φιλάω και συ πιστεύεις άλλα.

Ποιος είπε πως η ομορφιά είναι ευχή;

Πιστεύεις πως είμαι απαρηγόρητη μέσα στη θλίψη της χηρείας μου

ή ακόμα χειρότερα πως είμαι ηττημένη, προδομένη από το λαό μου.

Δε γνωρίζεις τη συμφωνία.

Δε γνωρίζεις πως πάνω από όλα έχω ένα χρέος να εκπληρώσω.

Είσαι ξένος και δεν ξέρεις πως μεγαλώνουν οι γυναίκες στον τόπο μου

τι μίσος μπορεί να τρέφουν για κάθε μεγάλο έρωτα, που έρχεται και φωλιάζει μέσα στην ψυχή.

Δεν ξέρεις πως ο πόθος μου ήταν τώρα ο νέος μου αφέντης και πρέπει τώρα

το χρέος να βάλω πάνω και από τη ζωή την ίδια.!

Ποιος είπε πως η ομορφιά είναι ευχή;

Μένω λοιπόν γυμνή μπροστά σου και σε αφήνω να με κάνεις δική σου

μιας και εσύ δικός μου θα μείνεις για πάντα.

Ποιος περιμένει μέσα από τόση ομορφιά να βγαίνει τόσος φθόνος;

Ποιος περιμένει μέσα από τόση χάρη να βγαίνει τόσος θάνατος και

δεν το σκέφτηκε κανείς πως μια βάρβαρη θα έπαιρνες μαζί σου

χωρίς ούτε μια λέξη της να ξέρεις;

Και αυτό το δδδδδδ το θθθθθθθθ που βγαίνει μέσα από τη ψυχή

κάποιοι τολμούν να το προφέρουν ντ, έτσι έξω από τα δόντια

χωρίς να υποψιάζονται τι κρύβεται μέσα σε μια λέξη.

Έτσι και αλλιώς είμαι χαμένη και καθώς βγαίνω έξω

ρίχνω τα μάτια μου ψηλά στον άγονο βράχο

εκεί που οι στρατιώτες κυκλώνουν την πόλη

εκεί που ανέβαινα μικρή και νιώθω πως είμαι ακόμα πάνω του

σα στρείδι κολλημένη, αγριόχορτο στην πέτρα γαντζωμένο.

Έτσι γυρνώ πίσω σε σένα και βλέπω το ωραίο σου κεφάλι παραδομένο στον

ύπνο αφού λοιπόν δεν θα μπορώ πια να χαρώ το πρόσωπό σου χωρίς αναστολή

το κόβω σαν φρούτο γινωμένο, τουλάχιστον εκεί πίσω στον τόπο μου

μέσα στον κήπο του σπιτιού μου θα το έχω για πάντα

ό, τι πιο πολύ αγάπησα θαμμένο

εγώ η γυναίκα

που το όνομά της έχει μέσα το δδδδδδδ το θθθθθθθ

ένα άγχος θανάτου.

 

                                               ΤΕΛΟΣ