ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ

Έργο του Κώστα Λούστα, 1995.

 

           Το πρώτο διήγημα του Μανώλη Κριαρά: Ενενήντα χρόνια μετά.

 

Είσαι ο µόνος, είσ’ ο ασύγκριτος,
είσαι ο χωριστός,
στα µεγάλα τα πετάµατα όλο υψώνει σε
και είν’ ο νους σου χρυσαητός·
και η ζωή σου µε τις έγνοιες
είναι σαν τα παιγνιδίσµατα
του ήλιου µε τα σύγνεφα·

 

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ "Ο Δωδεκάλογος του γύφτου", Λόγος Β'

 

Στην έρευνά μας για τα νεανικά-μαθητικά έντυπα στην Κρήτη από τότε που πιθανόν να υπήρχαν έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καταγεγραμμένα ή μη, φτάνοντας στη δεκαετία 1920-1930 συναντούμε στα Χανιά τον Αύγουστο του 1924 το λογοτεχνικό περιοδικό «Αυγερινός». Φερέλπιδες, με πνευματικές και λογοτεχνικές ανησυχίες νέοι των Χανίων, που συγκροτούν τον «Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο» εκδίδουν τον «Αυγερινό»(1).   Υπεύθυνος - «εισηγητής επί της ύλης» είναι ο 18χρονος τελειόφοιτος μαθητής Γυμνασίου Μανώλης Κριαράς, ο μετέπειτα κορυφαίος δημοτικιστής με το μνημειώδες έργο και λάτρης του Παλαμά, ο οποίος στα τρία πρώτα τεύχη δημοσιεύει σε συνέχειες το διήγημά του «Τέτοια ζωή!...». Είναι πολύ πιθανόν να είναι το πρώτο του διήγημα που βλέπει το φως της δημοσιότητας. Ίσως υπάρχουν κι άλλα της νιότης αδημοσίευτα. Ο ίδιος, πάντως, στην αυτοβιογραφία του (2) αναφέρει ότι ο δάσκαλός του στο γυμνάσιο, φιλόλογος Ιωάννης Μοσχόπουλος, ο οποίος τον μύησε στη λογοτεχνία, επαινούσε τις εκθέσεις του και γράφει:«[…] Όταν αργότερα έμαθε (ο Μοσχόπουλος) ότι γράφω και …διηγήματα, στη δημοτική πια, ζήτησε να του τα δώσω να τα κοιτάξει. Δεν το τόλμησα […]».                                                                                                                

    Τώρα, 90 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση, ξαναφέρνουμε στο φως το διήγημα «Τέτοια ζωή!...». Σ’ αυτό ο νεαρός Κριαράς επιβεβαιώνει την κρίση των δασκάλων του ότι «κατέχει πολύ καλά τη γλώσσα». Αποτυπώνει με επιτυχία στον καμβά του την εκτεταμένη φτώχεια των λαϊκών στρωμάτων, την κοινωνική αδικία, τις ταξικές ανισότητες και όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κεντά με τέχνη τους χαραχτήρες των ηρώων του και τους τοποθετεί στους κατάλληλους χώρους.                                        

    Τα παραπάνω δεν είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας ενός νέου, αλλά πατούν στέρεα πάνω στο έδαφος της άθλιας για το λαό κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας της Ελλάδας και της Κρήτης των αρχών του 20ου αιώνα. Εξάλλου, ο ίδιος είχε ανάλογα οικογενειακά και προσωπικά βιώματα. Γράφει: «[…] Επειδή τα οικονομικά της οικογένειας το απαιτούσαν, πρόθυμα αναλαμβάνω από το καλοκαίρι του 1918 (Α’ Γυμνασίου) εργασία σε συμβολαιογραφείο των Χανίων για να συμβάλω, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, στα οικονομικά της οικογένειας.[…]». Τα βιώματα αυτά, ταυτόχρονα με τα διαβάσματά του, τον οδήγησαν να κατανοήσει, να συνειδητοποιήσει και να καθορίσει, κατά κάποιο τρόπο πολύ νωρίς, με ωριμότητα, τη θέση και τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Θέση και στάση ενός σοσιαλιστή νέου, απόλυτα ρεαλιστική, η οποία καταγράφεται προς στο τέλος του διηγήματος με τη φράση: «[…] Θά ρχότανε ὅμως μιά μέρα. Θά ρχότανε μέ τόν καιρό, ἅμα θά ὡρίμαζε στά κεφάλια τῶν ὅμοιων του ἡ ἰδέα τῆς   ἰσότητας, ἅμα θά  νοιώθανε οἱ ταλαίπωροι πώς ἔχουν κι αὐτοί δικαιώματα στή ζωή, σάν τούς … ἄλλους […]». Το κείμενο του διηγήματος που ακολουθεί, είναι πανομοιότυπο με το κείμενο του 1924. Ίσως θα μπορούσε 9 δεκαετίες μετά, να δοθεί γραμμένο στο μονοτονικό, από τη στιγμή που ο Μανώλης Κριαράς καθιέρωσε τον τύπο του μονοτονικού που εφαρμόζεται σήμερα. Όμως θεωρώ ότι τουλάχιστον σήμερα, ο πλέον αρμόδιος για να το κάνει, είναι ο ίδιος ο δημιουργός του, ο σεβαστός και αγαπητός μας καθηγητής και συντοπίτης.  

 

Σημειώσεις

(1) Για τον Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο και το περιοδικό «Αυγερινός» θα επανέλθουμε σε επόμενο τεύχος.                               

(2) Εμμ. Κριαράς, Μακράς ζωής αγωνίσματα, έκδ. «Οι φίλοι του περιοδικού ΑΝΤΙ», Αθήνα 2009.

 

      Γιώργος Γ. Πιτσιτάκης - Δάσκαλος      

 

                                      ΤΕΤΟΙΑ ΖΩΗ!...

 

Κατοικούσανε σ’ ἕνα παράμερο σοκάκι τῆς πόλης, σ’ ἕνα σπιτάκι μέ δύο κάμαρες. Κ’ ἧταν ὁλόκληρη φαμίλια: μάννα, δυό γιοί, μιά θυγατέρα κ’ ἕνα μωρό στήν κούνια. Τί :… Μωρό στήν κούνια: … Καλύτερα θἄλεγα ἄν ἕλεγα: μωρό πού θἄπρεπε νά βρίσκεται στήν κούνια. Ἄχ! Τό ταλαίπωρο! δέν εἶχε ποῦ νά γέρνῃ ἀναπαυτικά τό κεφαλάκι του καί νά κοιμᾶται! Μιά σανίδα μισοσπασμένη, τοποθετημένη ἀπάνω σέ δυό παμπάλαια στρίποδα κι ἀπάνω στή σανίδα μιά παλιοκουβέρτα γιά νά σκεπάζεται, ἦταν ὅλο κιὅλο τό κρεββατάκι τοῦ μικροῦ.

    Κ’ ἡ φτώχεια - Ἄ! τήν παντέρμη - εἶχε στήσει ἀπό χρόνια τώρα τό θρόνο της στό ταπεινό σπιτάκι. Θά πῆς: πῶς ζούσανε φτωχικά, μιά κ’ εἶχανε δυό γιούς καί μιά θυγατέρα, πού μπορούσανε νά δουλέψουν καί κάπως ν’ ἀνακουφίσουν τή δυστυχισμένη οἰκογένεια: … Κιὅμως δέν ἧταν ἔτσι… .

    Ὁ ἕνας γιός, ὁ μεγαλύτερος, εἶχε θυσιάσει στόν ἀχόρταγο βωμό τής πατρίδας τό δεξί του πόδι, ἀπ’ τό γόνατο καί κάτω· καί τώρα ὁ ταλαίπωρος - ράγιζε τοῦ καθενός τήν καρδιά ἡ θωριά του - περπατοῦσε ὁ δυστυχισμένος μέ δεκανίκια. Κι ἀκόμα, σά νά μή ἔφτανε αὐτό, εἶχε ψουνίσει ἀπ’ τόν παντέρμο τόν πόλεμο ἕνα δυνατό κρύο, πού ὕστερα, μή ἔχοντας αὐτός τά μέσα νά κοιταχτῇ καί νά γιατρευτῆ, τόνε γύρισε σέ περιπνευμονία … Κ’ ἡ κατάστασή του τώρα ἀνεκδιήγητη… Πλερώθηκε μέ τό παραπάνω γιά τίς ὑπηρεσίες του στήν πατρίδα … Κ’ ἔτσι δέ μπορούσε τώρα νά δουλέψη παρά τἄθελε ὅλα χαζίρικα.

    Ὁ ἄλλος πάλι, μικρότερός του τέσσερα χρόνια, παιδευότανε στό σχολειό. Κυριολεχτικά παιδευότανε. Πήγαινε στήν προτελευταία τάξη τοῦ Γυμνασίου κ’ ἦταν ἕνας ἀπ’ τους καλύτερους μαθητές τῆς τάξης του, ἀποσπώντας κάθε τόσο καί τά δίκαια συγχαρητήρια τῶν καθηγητῶν του. Μά μέ τά λόγια, τά συγχαρητήρια ψωμί δέ βγαίνει…

    Κι’ αὑτό ἦταν τό κακό. Ζοῦσε σέ οἰκογένεια πάμφτωχη, πού ἄν δέν κατόρθωνε τοὑλάχιστο αὐτός νά βγάζῃ κάμποσες ψωροδραχμοῦλες τό μήνα, δέ θά μποροῦσε νά ξακολουθήσῃ τίς σπουδές του. Πήγαινε λοιπόν, σάν παιδί γνωστικό καί φρόνιμο, τίς ὦρες πού δέν εἶχε μάθημα, ἀκόμα κι’ αὐτή τήν Κυριακή, τήν ἡμέρα τῆς γενικῆς ἀνάπαυσης, σ’ ἕνα ἰδιωτικό γραφεῖο, ἀπ’ ὅπου κάτι ἔβγαζε: τσιμποῦσε κάθε μήνα ἑκατο πενήντα ψωροδραχμοῦλες. – Αἴ τίς παντέρμες καί ποῦ νά πρωτοφτάσουνε, πήγαιναν καπνός! – Καί πολλές φορές ἡ αὐγή τόν ἔβρισκε σκυμένο στά σχολικά βιβλία νά διαβάζῃ τά μαθήματα τής ἄλλης μέρας… Κ’ ὕστερ’ ἀπό τόσο καθαυτό μαρτύριο διακρινόταν κι ἀνάμεσα στούς συμμαθητές του.

    Ἡ κόρη πάλι, ἴσαμε 15 χρονῶν, μόλις τό δημοτικό σχολειό μπόρεσε νά περάσῃ. Καί τώρα δούλευε σέ μιᾶς μοδίστρας, γιά νά μάθη τήν τέχνη κι ἔτσι νά βγάζῃ τό ψωμί της. Καί σάν τί λέτε νἄπαιρνε: Ὅλες -ὅλες τέσσερεις ψωροδραχμές τήν ἡμέρα. Βέβαια πολύ λίγο· μά μήπως μποροῦσε νά κάμῃ κι ἄλλοιῶς; Μποροῦσε νά βρῇ πουθενά καλύτερα;… Χειρότερα θἄβρισκε, μά καλύτερα ἀδύνατο.

    Κ’ ἡ μάννα - Ὤ! τήν ἄμοιρη, τή δυστυχισμένη τή μάννα! - καθόταν στό σπίτι  λυπημένη, παραπονεμένη γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία ἡ Μοῖρα εἶχε ρίξει ἄσπλαχνα τό σπιτικό της… Πολλές φορές τά μάτια της βουρκώνανε κ’ ἔτσι ξεθύμαινε στό κλᾶμμα. Σέ λίγο συλλογιζόταν κι’ ἔλεγε παραπονετικά: -Ὤ! Φτωχόκοσμε, τί ἀδικία σε δέρνει!... Ἄλλοι νἄχουν ὅλα τά καλά τοῦ κόσμου, νά χτίζουν βίλλες, ἁλάκαιρα παλάτια στίς ἐξοχές γιά τά καλοκαίρια τους, νἄχουν καί τίς κάσσες τους παραγεμισμένες μ’ ἀφάνταστες κι’ ἀναρίθμητες λίρες, καί σύ νά ψοφᾶς τής πείνας!… Τό τί θ’ ἀπογίνῃς κανείς δέν τό ξέρει…

    Καί τήν ἔκοβαν πάλι τά κλάματα…

    Χρόνος ὁλάκαιρος εἶχε περάσει ἀπό τότε.

Ὁ μεγάλος γιός εἶχε πεθάνει, ὁ μικρός τώρα ἐτελείωνε τό Γυμνάσιο κ’ ἡ κόρη πού εἶχε μάθει ὁπωσδήποτε την τέχνη ἔπαιρνε δουλειά στο σπίτι της κι ἐργαζότανε. Καί βέβαια ἱκανοποιότανε περισσότερο ἀπ’ ὅσο ὅταν πήγαινε στῆς μοδίστρας. Ὅσο γιά τό μωρό αὐτό εἶχε καιρό νά μεγαλώση.

    Ἡ ταλαίπωρη ἡ μάννα μιά μικρή ἀνακούφιση εἶχε πάρει ἀπό τότε, πού ἡ κόρη της, ἡ Φρόσω, δούλευε γιά δικό της λογαριασμό στό σπίτι. Κι ὅμως πολλές φορές την ἄκουσαν νά λέῃ:

    - Αἴ! τί νά περιμένη κανείς ἀπό τή Φρόσω: Πώς θά μᾶς δώκη νά φάμε ἕνα ἔρημο κορίτσι;:Θα φτωχοπερνοῦμε ῖσαμε νά βρεθῆ κανένας νά τή ζητήση γιά γάμο … Μ’ ἀπό κεῖ κ’ ὕστερα τί θά γίνουμε; Θά μπορέση ὁ κακόμοιρος ὁ Θάνος- ἔτσι λεγόταν ὁ δεύτερος γιός – νά μᾶς βοηθήσῃ λιγάκι;

    Κ΄ ἡ μάννα συλλογιόταν τό γιό της, πού παρ’ ὅλη  τήν καλή του διάθεση, δέν εἶχε τά μέσα νά ἐξακολουθήση ἀνώτερες σπουδές. Και πόθος του ἦταν νά γραφτῇ στην Ἰατρική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου καί καθώς ἦταν ἐπιμελής θἄβγαινε μιά μέρα ἕνας καλός γιατρός κι ὄχι μόνο ἡ μάννα του στά ὑστερνά της θ’ ἀνακούφιζε καί θἄβρισκε κανένα καλό γαμπρό γιά τήν ἀδερφή του, παρά κι’ αὐτό τό μικρό παιδί θά μποροῦσε νά προστατέψη. Κι  ὅμως ὅλ’ αὐτά ἦταν ὄνειρα πού ποτέ δέ θά ἐπαλήθευαν…. Κι  αὐτή σκεπτόμενῃ ἡ ταλαίπωρη ἦταν νά σκάσῃ…

    Ὡστόσο οἱ μέρες γοργά περνοῦσαν κ’ ἔφταξαν οἱ διαγωνισμοί τοῦ Θάνου. Βέ-  βαια σ’ αὐτούς ὁ Θάνος ἀρίστευσε ὅπως ὅλοι τό περιμένανε. Μά λυπημένος, καλά λυπημένος πῆρε ἀπ’ τά χέρια τοῦ Γυμνασιάρχη του, τό ἀπολυτήριό του. Ἔβλεπε πώς ἡ φτώχεια τοῦ κόβει τό μέλλον, ἡ φτώχεια τόν ἐμποδίζει νά βαδίσῃ στήν πρόοδο.

    Τό δίπλωσε καί τὄβαλε σ’ ἕνα σερτάρι του.

    Δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά τόν ρωτᾶ κανείς γιά τό σκολειό, γιά τό ἀπολυτήριο, γιατί τοῦ θύμιζε τήν ἄθλια κατάστασή του….

    Κ’ ἡ μάννα του βλέποντάς τον τόσο στενοχωρεμένο, στενοχωριόταν κι  αὐτή άκόμα περισσότερο. Κ’ οἱ μέρες τρέχανε … Κι αὐτός τώρα μόλις μέ τετρακόσες δραχμές πληρωνόταν ἀπ’ τό ἰδιωτικό γραφεῖο.

    Ὁ Σεπτέμβρης ἐν τῷ μεταξύ εἰχε φτάσει. Οἱ περισσότεροι ἀπ’ τούς συμμαθητές του, πού εἰχαν τά μέσα, ἔφυγαν γιά τήν Ἀθήνα, ὄχι τόσο ἀπό ζῆλο νά σπουδάσουν καί νά μορφωθοῦν, παρά νά γλεντίσουν κάμποσα παραδάκια τῶν γονιῶν των…

    Πῶς θά τοῦ φαινόταν τώρ’ αὐτά τοῦ Θάνου; Νά βλέπει τόν τάδε ἤ τόν τάδε συμμαθητή του, ποὖταν τόσο κατώτερος στά μαθήματα ἀπ’ αὐτόνε, νά πηγαίνῃ στήν Ἀθήνα γιά νά σπουδάσῃ … τί γίνεται κεῖ … κι ὄχι καμμιά ἐπιστήμη! …

    Κλειόταν, πολλές φορές, μέσα στήν κάμαρή του κι ἔκλαιγε πικρά. Ἡ μάννα τόνε μάλωνε πότε – πότε γι’ αὐτά του τά καμώματα. Μά πάλι κι αὐτή ἔβλεπε πώς εἶχε δίκιο καί τόν ἄφηνε… Εἶχε πάντα ἡ ταλαίπωρη, ὄχι τήν πεποίθηση, μά τήν ἰδέα πώς ἵσως νά βρεθῄ κανείς ἀπ’ τούς παραλῆδες συντοπίτες της ν’ ἀναλάβῃ να σπουδάσῃ τό Θάνο της, τόν ἀγαπημένο της γιούκα. Μά τοῦ κάκου περίμενε…  Καρδιές ἄσπλαχνες γύρω της, καρδιές ἄπληστες, ἀχόρταγες… Τοῦ κάκου πρόσμενε….

    Καιρός νά κάνουμε ἕνα μικρό ταξιδάκι.

    Στή Μῆλο ζοῦσε ἡ οἰκογένεια τοῦ συχωρεμένου τοῦ Γιάννη τοῦ Καβρούδη, ἐκεινοῦ τοῦ καλοῦ κι ἀξέχαστου ἀνθρώπου, ποῦ πνίγηκε –πάνε τώρα πέντε ἕξη χρόνια μέ τή βάρκα του μιά μέρα πού βγῆκε νά ψαρέψη ὄξω ἀπ’ τό λιμάνι.

    Αἴ!  τόν κακόμοιρο! Ποια σκυλόψαρα τόν καταβροχθίσανε ἤ σέ ποιες ἔρμες ἀχτές τόν ξέρασε ἡ ἄσπλαχνη θάλασσα!...

    Ἡ μάννα ξενόπλενε κ’ οἱ δυό της κόρες  ξενοδούλευαν κ’ ἔτσι ψευτοζοῦσαν. Γιό, στήριγμα κανένα δέν εἶχαν.

    -Αἴ ! καί τί ἀξίζει ἕνας γιός στό σπίτι, κερά Βασιλικώ μου, συνήθιζε νά λέῃ σέ μιά της μπιστευτική γειτόνισσα ἡ Μαλάμω, ἡ χήρα τοῦ μακαρίτη τοῦ Γιάννη! Ἄν εἶχα γώ ἕνα γιούκα τώρα στα χρόνια τῆς Ἑλένης μου, ποιός στίς χάρες μου!!... Δέ θ’ ἀναγκαζόμουνα νά ζητιανεύω στοῦ τάδε ἤ τοῦ τάδε παλιοεμπόρου τό σπίτι, παρά θἄχα καί γώ τόν τρόπο μου, κερά Βασιλικώ!… Μά τί νά σοῦ κάμουν δυό κακόμοιρα θηλυκά!...

    - Ὅπως τά στέλνει ὁ θεός… Προσκυνοῦμε τή χάρη του… Καί τά κορίτσια σου ἕνα καμάρι εἶναι νά τά βλέπῃς καλή μου Μαλάμω, ἀπαντοῦσε ἁπαλά καί χαϊδευτικά ἡ κερά Βασιλικώ.

    - Τί νά κάνουμε, Βασιλικώ μου!... Δέν περνᾶ ἀπ’ τό χέρι μας…

    Κ’ οἱ δυό καλές γειτόνισσες ἄρχιζαν μέ τό λίγο – λίγο τήν κουβέντα τους, ποὖχε κουράγιο νά βαστήξῃ κάμποση ὥρα· ἡ Μαλάμω νά παραπονιέται πῶς δέν ἕχει γιούκα κ’ ἡ  Βασιλική νά τήν καθησυχάζη, φέρνοντάς της, τὄνα μέ τ’ ἄλλο, παραδείγματα ἀγοριῶν, ποῦ βγῆκαν ἀνάποδα καί χαράμι στό καλό  πού εἶδαν ἀπ’ αύτά οἱ γονιοί τους.

    Μά ἡ Μαλάμω γύριζε στό σπίτι πάντα παραπονεμένη. Ἔβρισκε τίς κόρες της· τρώγανε, μιλούσανε…

    Κἄποτε μιλώντας μετά τό φαεῖ, ἔτσι γιά νά περνᾷ ἡ ὥρα, ἦρθε ἡ κουβέντα καί γιά τή Μαριγώ, τή μάννα τοῦ Θάνου – γιατί ἡ Μαριγώ ἦταν πρώτη ξαδέρφη τῆς Μαλάμως. Μιλούσανε γιά τή  δυστυχία πού ἔδερνε το σπιτικό τῆς ξαδέρφης της, μιά δυστυχία, πού καθώς εἴδαμε στ’ ἀντίκρυσμά της δάκρυζες….

    Κι αὐτή τή δυστυχία τή μαθαίνανε ἀπ’ τά γράμματα τῆς καημένης τῆς Μαριγῶς, πού ἐρχόνταν συχνά – συχνά στό σπιτικό τῆς Μαλάμως καί ζωγράφιζαν τά τί ὑπόφερναν κι ἀκόμα … τίς  στενοχώριες τοῦ Θάνου. Ναί! Ἀλήθεια… Ὁ πρῶτος χρόνος πιά σβηνόταν ὕστερ’ ἀπ’ τό τελείωμα τῶν μαθημάτων του, χωρίς τίποτα, μά τίποτα, το παραμικρό νά κατορθώσῃ ὁ ἔρημος καί ἀπροστάτευτος Θᾶνος.

    -Δέ γράφουμε, μάννα,  τῆς θειᾶς τῆς Μαριγῶς, νά κοπιάσῃ στό νησί μας, πού ἔτσι μαζί νά ζοῦμε καί νἄχουμε λιγώτερα ἔξοδα καί μεῖς καί κείνη ἡ φτωχή, πού ἔχει καί γιό γιά νά σπουδάσῃ, εἶπε κάποτε ἡ μεγάλη κόρη στη μητέρα της.

    Ἀπ’ τό στόμα τῆς κόρης καί στό γράμμα τῆς Μαλάμως πού θἄστελνε στήν ξαδέρφη της. Τῆς ἔδειχνε πόσο καλύτερα θά περνοῦσαν μαζί καί τί χαρά θἄπαιρναν οἱ κόρες της βλέποντας τά ξαδέρφια τους.

    Κ’ ἡ κυρά Μαριγώ, σάν ἔλαβε τό γράμμα σκέφτηκε τό πρᾶγμα πού ἔμελλε νά κάμῃ·  τό σκέφτηκε, τό ξανασκέφτηκε καί τέλος σάν ὁλότελα τό ἀπεφάσισε τὄπε καί στόν Θᾶνο – οἱ κόρες τὄξεραν ἀπό πολύ προτήτερα.

    Τοῦ Θάνου στήν ἀρχή δέν τοῦ καλοφάνηκε. … Τί εἰρωνεία τῆς τύχης ἀλήθεια! …  Ἀπό κεῖ πού ἅρμοζε τώρα πιά νά πάῃ στήν Ἀθήνα, νά ξεπέσῃ ποῦ; Στή Μῆλο, σ’ ἕνα μικρούλικο νησάκι…

    Ὕστερα ὅμως ἀπό κατοπινή σκέψη ἔβλεπε κι ἴδιος πώς ἦταν ἀδύνατο νά ἐκπληρωθοῦν τά ὄνειρά του καί τήν ἀνάγκη κάνοντας φιλοτιμία τ’ ἀπεφάσισε κι αὐτός τό ταξίδι….

    Σε κάμποσες μέρες ἡ οἰκογένεια τοῦ Θάνου ταξίδευε, ἀφήνοντας πίσω στήν πατρίδα τά κόκκαλα γονιοῦ καί ἀδερφοῦ -  γιατί κι ὁ πατέρας χρόνια τώρα… πολλά χρόνια… εἶχε πεθάνει.

    Οἱ ταξιδιῶτες φτάνανε στό νησί μέ τό μπάσιμο τοῦ χειμώνα. Ὀχτώβρης μήνας ἤτανε ὅταν ἀνταμωθηκανε οἱ δύο φτωχές φαμίλιες.

    Μή ρωτᾷς τά καλωσωρίσματα, τίς χαρές, πού γίνανε κι ἀπ’ τή  μιά μεριά κι ἀπ’ τήν ἄλλη… Στό ἕνα σπιτικό στεγαζότανε τώρα δύο φαμίλιες… Σμίγανε δυό οἱκογένειες, πού στήν ἴδια κατάσταση βρίσκονταν· στόν ἴδιο δαίμονα δούλευαν· στή στέρηση…

    Τί καλά ὅμως, ἀλήθεια, καί στή στέρηση καί στήν ἀφθονία νἄχῃ κανείς τό σύντροφό του! … λές καί λιγοστεύουν τά βάσανα, λές καί μικραίνουν οἱ στενοχώριες…

    Οἱ μαννάδες καθισμένες ἡ μια κοντά στήν ἄλλη ξεμολογιόντανε καθεμιά τίς πί- κρες της καί τούς καημούς της κι ἀνακουφίζονταν λιγάκι…

    Πές πώς ἀνακουφίζονταν … Γιατί κατά βάθος ἀπόμεναν κ’ οἱ δυό οἱ ἴδιες καί πάντα οἱ ἴδιες…

    Ἡ Φρόσω, ἡ κόρη τῆς Μαριγῶς τήν ἴδια της δουλειά ξακολουθοῦσε καί δῶ στό νησί· ἔπαιρνε δουλειά στό σπίτι κ’ ἔραβε.

    Κι ὁ Θᾶνος ὁ ἴδιος καί ἀπαράλλαχτος· πάντα μελαγχολικός, λυπημένος· πάντα κατσουφιασμένος, βαρυγομισμένος γι’ αὐτή τήν ἄτιμη ζωή. Τά μάτια του ἔκανε δέκα τέσσερα νά βρῇ κάπου δουλειά γιά νά τοῦ περνᾶ τό μεράκι πού τόν ἐβασάνιζε καί νά οἰκονομᾶται καί λίγο… Μά τοῦ κάκου· καιρό τώρα γιά δουλειά πάσκιζε, τοῦ κάκου δουλειά γύρευε… Ποῦ δουλειά; ;

    Βασανίστηκε μέ τό παραπάνω του γιά νά πετύχῃ τίποτα …  Καί τί δουλειά; Δουλειά τιποτένια. Μπῆκε σ’ ἑνός μπακάλη γραμματικός…

    Μά μήπως ἡσύχασε; Δέ βαρυέσαι… Ἀνήσυχες σκέψεις κάθε λίγο καί λιγάκι τόν ταράζανε· τόν βγάνανε ἀπ’ τήν ἰσορροπία του… Ἐμάντευε την  Ἀθήνα, τήν Ἀθήνα πεθυμοῦσε μ’ ὅλη του τήν καρδιά.

    Βράδυ – βράδυ  κατά τό σούρουπο, πολλές φορές τραβοῦσε γιά τήν ἐρημιά.

    Και κεῖ στο σκοτάδι πού σέ λίγο θά βασίλευε καί μπροστά στ’ ἄστρα, πού θά τρεμόσβηναν στόν οὐρανό, σάν κι αὐτά νά τόν περιγελοῦσαν, νά μιλήσῃ μέ τον ἑαυτό του - ὄχι μέ κανέναν ἄλλο -. Ἤθελε νά τόν ρωτήση… νά τοῦ ζητήσῃ μερικές ἐξηγήσεις… Ποιος ἦταν ὁ λόγος πού βρισκόταν ἀκόμα στή ζωή; Στήν τέτοια ζωή; Ποιός ὁ λόγος πού  βασανιζόταν ἀκόμα; Ποιόν εἶχε πειράξει κι ἔπρεπε γιά νά τιμωρηθῇ, να ὑποφέρῃ ὅσα ὑπόφερνε σ’ αὐτό τόν ἔρημο κόσμο;…

    …Βέβαια κανένα δέν εἶχε ἀδικήσει, μά στά καλά καθούμενα πάθαινε, ὅ,τι πάθαινε. Κι ὅλα πού πάθαινε τά χρωστοῦσε στή  μοῖρα του, στή μοῖρα του τήν ἀπάνθρωπη πού τόν εἶχε ρίξει στή φτώχεια… Δέ θἄταν καλύτερα νά δώσῃ τέλος σ’ αὐτή τήν τραγικήν κωμῳδία, πού παιζόταν σέ βάρος του;

    Κάτι τέτοιες σκέψεις τόν αἰχμαλωτίζανε…. Κάτι τέτοιοι συλλογισμοί τοῦ ἀνέβαζαν τό αἷμα του στό κεφάλι· κι ἀπάνω σ’ ἐκείνη τή φριχτή ταραχή του τοῦ ρχότανε νά προμηθευτῇ … κάτι και να δώσῃ ἕνα τέλος … ἕνα τέλος σ’ αὐτή τήν κωμῳδία…

    Ἡ μιά μέρα ἀκολουθοῦσε τήν ἄλλη. Καμμιά καλυτέρεψη δέν ἔβρισκε ὁ Θᾶνος στόν ἑαυτό του… Ὅλο καί χειρότερα… Ὅλο καί χειρότερα… Τί ἐπί τέλους θά γινόταν!... Εἶχε καταντήσει νευραστενικός… Κ’ ἡ νευραστένειά του ὁλοένα καί μεγάλωνε. … Ἀλήθεια ποῦ θά κατάληγε;…

    Ἦταν ὁ κρυφός πόνος καί τῶν δυο φαμελιῶν. Τον ἔβλεπε ἡ μάννα του καί τῆς καιγόταν τά φυλλοκάρδια…. Τό ἴδιο κ’ ἡ ξαδέρφη της … Κι ὡστόσο τί γιατρικό νά γυρέψουν; Τό χρειαζούμενο γιατρικό ἦταν δυσκολόβρετο… Ἦταν ἡ ἀπόχτηση τῆς λευτεριᾶς τοῦ Θάνου…

    Ἦταν ἡ ἐπιτυχία τῆς οἰκονομικῆς του ἀνεξαρτησίας, μ’ αὐτή ἦταν ἀκόμα μακρυά… Μακρυά, πολύ μακρυά… Θά ρχότανε ὅμως μιά μέρα. Θά ρχότανε μέ τόν καιρό, ἅμα θά ὡρίμαζε στά κεφάλια τῶν ὅμοιων του ἡ ἰδέα τῆς ἰσότητας, ἅμα θά νοιώθανε οἱ ταλαίπωροι πώς ἔχουν κι αὐτοί δικαιώματα στή ζωή, σάν τούς … ἄλλους…

    Μά ὡς τόσο ἡ θέση τοῦ Θάνου χειροτέρευε. Εἶχε καταντήσει σέ τέτοιο σημεῖο, πού τά πάντα ἐχθρευόταν… μέ κανένα δέν ἤθελε νά μιλῇ… μέ κανένα νά κάνῃ παρέα. … Τοὖταν ὅλοι κι ὅλα μισητά… Ὡς κι αὐτό τό σπιτικό του τό μισοῦσε… Δέ βαστοῦσε νά τό βλέπῃ στήν τέτοια κατάσταση πού βρισκότανε… Δέν πεθυμοῦσε παρά τό τέλος· τό τέλος τῆς ζωῆς του… Τί τήν ἤθελε τέτοια ζωή; Τέτοια ζωή καλύτερα ἄς τοὔλειπε… Πεθυμοῦσε τήν αἰώνια κι ἀτάραχη γαλήνη…. τόν αἰώνιο ὕπνο, ἀπ’ ὅπου ποτές δέ θά ξυπνήσῃ κανείς … κι αὐτόν μέ κάθε τρόπο κυνηγοῦσε….

    …. Μιά μέρα πού γύριζε ὁ μπακάλης ἀπό κάποια του δουλειά, τόν βρῆκε σκοτωμένο, καθισμένο ἀπάνω στην καρέκλα τοῦ γραφείου του, μέ τό μπιστόλι δίπλα του, πού τόν λευτέρωσε ἀπ’ τά δίχτυα τῆς πολυβασανισμένης του ζωῆς…

 

                                                                                                                  ΜΑΝΩΛΗΣ  ΚΡΙΑΡΑΣ                    

     -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

     ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑ: