ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΤΣΑΚΟΣ

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΤΣΑΚΟΣ

             

       ΤΡΙΑ ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

 

               ΟΙ ΒΕΡΕΣ

 

Τη λιγοστή του βάρκα οδηγεί ο χάρος

ξέχειλη από βέρες χρυσές

περνώντας απέναντι

με κουπιά ανθρώπων οστά.

 

Μπαίνουν στη θάλασσα αργά αργά

και στα σεντόνια της πνίγουν τα κορμιά τους.

Εκείνος κρατά το χέρι της σφιχτά

και στο κεφάλι του στεφάνι απ’ τα μαλλιά της.

Στον βυθό θα γίνει σήμερα ο γάμος.

Εκείνη χλωμή κι αμίλητη σώμα και αίμα άγαλμα,

η γύρη μόνο να σκεπάζει τη μορφή της

και μια ύλη από ομίχλη.

 

Ο άνεμος έξω λυσσομανά,

ρίχνει τη βάρκα στο στενό χαντάκι του εφηβαίου.

Βροχή πέφτουν οι βέρες στο βυθό.

 

Ο ιερέας με ράσα ολόλευκα

περιφέρεται μέσα στους βυθούς

και ντύνει τις βέρες με  χάντρες από φύκια

και έλαια από μάτια κοχυλιού

μυρωμένα απ’ της θάλασσας τα βάθη

βοτάνια γάλα

από σμαράγδια τ’ ουρανού κεράσι και μηλόρακο.

 

Φυσάει σήμερα πάλι μέσα στη θάλασσα

Ο αγέρας

Και ναυάγια ψυχών γεμίζει το ευαγγέλιο.

 

Ξεβράζει ύλη ο θάνατος

        Κι είναι με βέρες χρυσές δεμένα τώρα τα κύματα.

 

Ο βυθός του βλέμματος

φέρνει την άμμο των σωμάτων ως επάνω.

 

Με βέρες πάλι γέμισε σήμερα η παραλία.

 

 

 

               *

 

 

               ΚΑΤΑΔΥΣΗ

 

Τώρα

Βλέπω από τις κλειδαρότρυπες

Τα πρώτα θαλασσινά μου φιλιά

Τα μαλλιά σου

Φωτεινά μου κοράλλια

Τη χρυσή άμμο πάνω στο σώμα σου.

 

Κι η βαλίτσα μου γεμάτη σκιές

Ασήκωτη

 

Σφιχτοδεμένη μπούκλα

γύρω από τις αλυσίδες του κορμιού μου

η βαλίτσα μου.

 

Μπαίνω στη θάλασσα κρατώντας την γερά.

Καταδύομαι

Στη βυθισμένη μου κρύπτη.

 

Αχ μνήμες μου,

Της πιο ακατοίκητής μου μητέρας σάρκες

Ατημέλητα δάκρυα εκκενωμένου πρωινού

Πόθοι, χωρίς επίκτητα πεπρωμένα.

 

Μα σε ποιους καταρράκτες κατοικούν

Τα πιο κρυφά μου κορμιά;

 

Γιορτάζουν τα νερά σήμερα

Γιορτάζουν σήμερα και πάντα

Τα παλιά μας χαράματα

Κι οι νέοι μας καημοί.

 

 

          *

 

 

          Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

 

Μια λέξη, προνύμφη ακόμη,

είχε στο ράμφος του πιασμένη ο καθηγητής

και την έτρωγε σαν να ήταν σκουλήκι.

 

Η λέξη γίνεται από τις αυταπάτες

και μες στην ηδονή της φτιάχνει όστρακο

και κλείνεται μέσα του.

 

Έτσι γεννιούνται τα μαύρα μαργαριτάρια

μ’ ένα άνθος πόνου επάνω τους.

Μετά γυρνούν το όστρακο ανάποδα

κι οι λέξεις χαίρονται τον ουρανό μες απ΄ τον βυθό τους

και στοιχειώνουν και γίνονται σκουλήκια

κι έρχονται οι μύγες και πετούν από πάνω τους.

 

Μια λέξη, προνύμφη ακόμη,

είχε στο ράμφος του πιασμένη ο καθηγητής

και την έτρωγε σαν να ήταν σκουλήκι.

 

Μια πεταλούδα βγήκε μετά από το στόμα του,

πέταξε πάνω από τα θρανία κι από τους μαθητές.

 

Έπειτα ξάπλωσε πάνω στον πίνακα

και τον αγκάλιασε τρυφερά

με τα φτερά ανοιχτά η πεταλούδα

ακριβώς μες στο κέντρο του κύκλου με την κιμωλία

και με πόδια αόρατα σχημάτισε ένα αυγό

πάνω στον πίνακα.

 

Μπήκε μέσα

και το αυγό σχίστηκε.

 

Έτσι παραδόθηκε στη γέννησή της.

 

Μια μύγα τότε έκραξε έξω από την τάξη

σαν κόκορας δολοφονημένος

στην αυλή του σχολείου.

 

Οι μαθητές δεν βγήκαν διάλειμμα σήμερα.

 

Παρέμεναν υπομονετικά

στην αίθουσα του εκκολαπτηρίου.