ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΤΣΙΤΑΚΗΣ: Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα. Η ζώσα ιστορική μνήμη, οδηγός χάραξης ενός συλλογικού, δημιουργικού μέλλοντος.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΤΣΙΤΑΚΗΣ: Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα. Η ζώσα ιστορική μνήμη, οδηγός χάραξης ενός συλλογικού, δημιουργικού μέλλοντος.

                                                   

                                   ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

 

Το βιβλίο «Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα» είναι ένα βιβλίο τοπικής ιστορίας που αναφέρεται στην πολυπληθέστερη συνοικία των Χανίων. Είναι ένας συλλογικός τόμος που σχεδιάστηκε και γράφτηκε από μια συγγραφική – ερευνητική ομάδα η οποία αποτελείτο αρχικά από τους Μιχάλη Γρηγοράκη, Αργυρώ Μαυρεδάκη, Γιώργο Πιτσιτάκη και συμπληρώθηκε από τον Γιάννη Καλογεράκη μετά τον πρόωρο χαμό του Μ. Γρηγοράκη.

    Η ομάδα, πέρα από το υλικό που συνέλεξε (μαρτυρίες, φωτογραφίες κ.ά.) και τα κείμενα που έγραψε, - τα οποία σημειοτέον αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ύλης του εν λόγω βιβλίου - απευθύνθηκε και σε επιστήμονες, λογοτέχνες, ανθρώπους των γραμμάτων και του πνεύματος, αλλά και σε απλούς Νεοχωρίτες, προκειμένου να συμβάλουν με κείμενά τους στην σφαιρική διάσταση και αντιμετώπιση του θέματος, κάτι που επιτεύχθηκε με εξαιρετικά αποτελέσματα.

    Η περίφημη «συντακτική επιτροπή» (η συγγραφική ομάδα, συν ο παπά Αντώνης Σαπουνάκης), που αναφέρεται στο βιβλίο και ονομάστηκε έτσι με επιμονή της επιμελήτριας κ. Αργ. Μαυρεδάκη, είχε τον ρόλο συντονιστικής ομάδας για τις δημόσιες σχέσεις του βιβλίου. Τα δε «Προλεγόμενα» είναι κείμενο της συγγραφικής ομάδας που υπογράφονταν από αυτήν και άλλαξε με αυτήν της "συντακτικής επιτροπής" την τελευταία στιγμή, για να εξυπηρετηθούν ευσεβείς πόθοι του π. Σαπουνάκη.

    Η έκδοση του βιβλίου χρηματοδοτήθηκε από τον Δήμο Χανίων για εκτύπωση 1000 αντιτύπων, αριθμός πολύ μικρός για μια συνοικία της οποίας οι άνθρωποι είναι απλωμένοι σε όλη την υδρόγειο.

    Κι ενώ το πρόβλημα είχε επισημανθεί στον αρμόδιο για τον Πολιτισμό αντιδήμαρχο (επί δημαρχίας Μ. Σκουλάκη) κ. Δ. Λειψάκη, ο μύστης (!) του Πολιτισμού κ. αντιδήμαρχος, ο κατά γενικήν ομολογία άσχετος με το αντικείμενο, δεν ενδιαφέρθηκε για το θέμα επί τρία ολόκληρα χρόνια. Έτσι το βιβλίο εκδόθηκε στα τέλη του 2013 και παρουσιάστηκε σε εκδήλωση της ενορίας (με συνδιοργανωτή τον Δήμο Χανίων, ενταγμένη στις εκδηλώσεις ... Γιορτής της Σαρδέλας!) στις 27 Αυγούστου 2014 στον αύλειο χώρο του Αγ. Κων/νου.

    Εκεί, μοιράστηκαν ωσεί αντίδωρον προς τους πιστούς 500 βιβλία, το σχετικό θέαμα έδινε εντύπωση εικόνας τριτοκοσμικής, με ευθύνη του κ. Λειψάκη και του π. Αντ. Σαπουνάκη. Από τα υπόλοιπα δε 500 αντίτυπα, τα 272 έμειναν στον Δήμο και τα 228 δόθηκαν στον π. Αντ. Σαπουνάκη. Ωστόσο, τις επόμενες ημέρες έγινε κανονικό "πλιάτσικο" στα εναπομείναντα βιβλία, από τα ίδια πρόσωπα, με αποτέλεσμα η μεν νέα δημοτική αρχή να βρεί στους χώρους της μόλις δύο δεκάδες βιβλίων, ο δε ιερέας να τα μοιράζει δεσποτικά, κατά το δοκούν, ωσάν να επρόκειτο για περιουσία του. Μέχρι σήμερα, δε, έχει στην κατοχή του έως 60 με 80 αντίτυπα και με περισσό θράσσος ζητάει από τον Δήμο περισσότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμετροέπειας και αυθαιρεσίας του αποτελεί το γεγονός ότι αφού μείωσε τον συμφωνηθέντα αριθμό των βιβλίων στα μέλη της συγγραφικής ομάδας από 20 σε 12, έδωσε 30 επιπλέον βιβλία στο μέλος της συγγραφικής ομάδας κ. Μαυρεδάκη για να τα διαθέσει εκείνη "όπου πρέπει". Αλήθεια, δεν υπήρχαν άλλα πρόσωπα στη συγγραφική ομάδα; Δηλαδή «Μεταξύ μας Μεταξά» και τα κακά παιδιά που δεν είναι οσφυοκάμπτες, στο περιθώριο;                          
    Τελικά η πλειοψηφία των ανθρώπων που έδωσαν υλικό για το βιβλίο, ακόμα και συγγραφείς κειμένων, δεν έχουν πάρει στα χέρια τους το βιβλίο – το οποίο συνεχίζουν να αναζητούν αξιοπρεπώς - παρά τις περί του αντιθέτου συμφωνίες. Δίκαιη και συνετή διαχείριση, χωρίς αμφιβολία! Σημεία των καιρών;

                                                                *   

                        Η παραλία της Καινούργιας Χώρας την περίοδο 1924-1926.

               Φωτογραφία του Δημοσθένη Κυρμιζάκη από το αρχείο του Μανώλη Μανούσακα.

                                                                     
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του γράφοντος, που εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Η Αλίβρεκτος Ν Χώρα»:

 

Άρχοντες της πόλης, αγαπητοί προσκεκλημένοι, Καινουργιοχωρίτες, Καινουργιοχωρίτισσες.

 

Είναι μεγάλη η μέρα σήμερα και τα λόγια δύσκολα βγαίνουν για να περιγράψουν τα ανάμεικτα συναισθήματα που με διακατέχουν. Από τη μια χαρά, συγκίνηση και ικανοποίηση γιατί επιτέλους, μετά από 8 χρόνια κοπιώδους προσπάθειας και υπερπήδησης πλήθους εμποδίων, βρίσκεται μπροστά σας τυπωμένη «Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα», κι από την άλλη  αγανάκτηση μα και περιφρόνηση για πρόσωπα εντός και εκτός Νέας Χώρας για τις στάσεις και τις πράξεις τους. Τελευταία μόλις χτες που έδωσαν συνέντευξη τύπου και για το βιβλίο χωρίς την παρουσία των μελών της συγγραφικής ομάδας - και μιλώ αποκλειστικά για μένα διότι ουδέποτε κλήθηκα. Και βλέποντας σήμερα την εφημερίδα ήρθε στο νου μου παραφρασμένος ο στίχος του μεγάλου Βάρναλη: «…Δειλοί, χυδαίοι, άβουλοι αντάμα…» βάζετε στο μπλέντερ και κάνετε χυλό ένα πνευματικό πόνημα με πανηγυράκια, σαρδέλες κι ότι άλλο κατεβάσει το βλακώδες κουτοπόνηρο μυαλό σας. Μόνο μια φράση σας ταιριάζει: Ντροπή σας τυμβωρύχοι! 

 

Φίλες και φίλοι,                                                                                                                                                                                                                                                               Είναι κάποιες μέρες στη ζωή μας που μας σφραγίζουν ανεξίτηλα, που δε σβήνουν από τη μνήμη. Είναι κάτι νύχτες που αφήνουν πύρινα σημάδια. Ο καιρός περνά κι η θύμησή τους είναι αγκάθι που σε τσιμπά και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. Τέτοιο ήταν το καλοκαιριάτικο εκείνο σούρουπο του 1990 στο πατρικό μου, στο στενοσόκακο, στην πάροδο Βαλέστρα (σημερινή οδός Στέλιου Μακράκη) της Καινούργιας Χώρας που βγάζει στη θάλασσα. Η ανυπόφορη ζέστη και η οκνηρία έβγαλε την ολιγομελή παρέα των φίλων έξω στο σκιανιό της αυλής, κάτω από την κρεβατίνα και τη μουρνιά, για ν’ απολαύσει το δροσερό θαλασσινό μαϊστράλι που φυσούσε από το μπουγάζι του στενού. Εκεί, με συνοδεία το επίμονο τραγούδι των τζιτζικιών, αρχίσαμε το παιχνίδι της ανίχνευσης των μορφών, ένα δικής μας επινόησης παιχνίδι που πολύ μας διασκέδαζε! Ψάχναμε και παρατηρούσαμε την φθαρμένη τσιμεντένια αυλή και τον τοίχο του διπλανού μισοερειπωμένου παμπάλαιου σπιτιού. Προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τις γραμμές, τα σχήματα και τα σχέδια που σχηματίζονταν πάνω στο ξεφτισμένο τσιμέντο, στον ξεφλουδισμένο ασβέστη και στην ξεγυμνωμένη καντουνάδα που κόντευε να φανεί ολόκληρη. Παιχνιδίσματα του νου. Και να!... Λίγο λίγο μορφές ακαθόριστες που μοιάζαν ανθρώπινες, αχνοφαίνονταν. Πρόσωπα ανφάς και προφίλ ξεπρόβαλαν, συμπλέγματα με κορμιά ολοζώντανα ξεπήδησαν, ένας κόσμος ολόκληρος άρχισε ν’ αναδύεται. Γελαστός κι άγριος, όμορφος κι άσχημος, ήρεμος κι ανυπόμονος, παράξενος κι απόκοσμος, αργοσάλευε προς το μέρος μας, μας κοιτούσε σα να ήθελε κάτι να πει. Σκιαχτήκαμε. Σταλιές σταλιές, σαν της βροχής π’ αποστάζει στα φύλλα, ιδρώτας αργός κι ολόκρυος ανάβρυζε στο κούτελό μας. Αποσβολωμένοι, παρασυρμένοι μες του μυαλού την παραζάλη, με κομμένη την ανάσα, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, βρήκαμε τη δύναμη και σχεδόν ψιθυριστά τους πιάσαμε κουβέντα:

– Ποιοι είστε; Τι γυρεύετε από μας;

– Μέσα στ’ αρμάρι μας πολλά ‘χουμε γραμμένα!… είπαν οι μορφές απ’ τα τσιμέντα της αυλής, με φωνή βαθιά, σπηλαιώδη, βγαλμένη λες από πηγάδι βαθύ.

– Τον ξέρω αυτό τον τόπο, ξαναπέρασα νέος με το πουλάρι μου. Έχουν αλλάξει όλα κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό… ψιθύρισε η μορφή με τη μεγάλη γενειάδα από την καντουνάδα.

    Μες σε τούτη τη μέθεξη, πήρε να απλώνεται το δίχτυ της νύχτας κι οι σκοτεινές οπτασίες χάθηκαν αργά όπως ήρθαν, επιστρέφοντας στα ερέβη τους. «Είναι τούτος ο τόπος μας, σκέφτηκα, αυτή η μικρή πατρίδα που ‘χει πολλά να πει, γιατί οι μνήμες των προγόνων έπρεπε να πάρουν μια θέση στο εικονοστάσι του μέλλοντος». «Για να μη σβήσουν τα καντήλια της μνήμης», όπως λέει ο αιώνιος έφηβος με τ’ άσπρα μαλλιά, ο ήρωας της Εθνικής Αντίστασης, ο Μανώλης Γλέζος.

    Είναι η εποχή που έχοντας αποκτήσει μια τεράστια εμπειρία και σε βάθος γνωριμία με τη συνοικία και τους ανθρώπους της από την επταετή θητεία μου στα - μόλις καταργημένα από τον νέο τότε δήμαρχο Τζανακάκη - Συνοικιακά Συμβούλια και την πεντάχρονη μέχρι τότε υπηρεσία μου ως δάσκαλος στα σχολεία της συνοικίας, συνειδητοποίησα τον ιστορικό πλούτο του τόπου αυτού ο οποίος έπρεπε να ερευνηθεί, να καταγραφεί και να σωθεί. Η ιδέα είχε έρθει, ο σπόρος είχε πέσει.
    Ο αείμνηστος φίλος ποιητής, συγγραφέας, αρχειοδίφης και δημοσιογράφος, Μιχάλης Γρηγοράκης, στο ποίημά του «Καινουργιοχωρίτικο», από τη συλλογή «Ρίμες Νοσταλγικές», Χανιά 1964, γράφει:

                                                                                                                                                             

Αχ καινουργιοχωρίτικα χαμόσπιτα, στενά,

φωλίτσες της φτωχολογιάς και του απλού ανθρώπου

μέσα μου θα υπάρχετε εσείς παντοτεινά!...

Τι άδολο, πραγματικό το όραμα του Κόσμου

σα χρυσομεταξόσποροι επλάσατε εντός μου!...  

 

Η ιδέα αυτή, που στο μεταξύ είχε πάρει οραματικές διαστάσεις αλλά και γινόταν ολοένα και πιο συγκεκριμένη, αποκτά σάρκα και οστά 16 χρόνια μετά. Η συνάντησή μου με το φίλο Μιχάλη εκείνο το πρωινό του 2006 στη στάση του λεωφορείου στην πλατεία-πάρκο της Σελίνου, που βγάζει στην παραλιακή ταβέρνα «Αφρικάνα», ήταν καταλυτική. Δεν πρόλαβα να του ξετυλίξω τ΄ όνειρό μου για το γράψιμο ενός βιβλίου για τη Νέα Χώρα κι αυτός πέταξε  τη σκούφια του απ’ τη χαρά του. «Είμαι μέσα», μου είπε. Η τριάδα συμπληρώθηκε με την κ. Μαυρεδάκη και το μαγικό ταξίδι άρχισε. Μπήκαμε στο ποτάμι της μεγάλης περιπέτειας. Ταξίδι σ’ έναν τόπο που τον σημάδεψαν όχι μόνο οι αγώνες, τα αίματα και οι εκατόμβες των νεκρών για την πατρίδα και την Ελευθερία, μα και τον χαρακτηρίζουν τα πρόσωπα, οι στάσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις, οι θρησκευτικές και λατρευτικές συνήθειες, οι παραδόσεις, οι διηγήσεις, οι μαρτυρίες, τα λογής-λογής ενθυμήματα, οι μουσικές και τα τραγούδια, η μετανάστευση, οι δημογραφικές εξελίξεις. Την Καινούργια Χώρα κόσμησαν οι άνθρωποι της απλής και καθημερινής ζωής, οι άνθρωποι της εργατιάς και του μόχθου, της λαχτάρας και του πόθου, οι άνθρωποι του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών (όπως ο υπεραιωνόβιος -108 ετών- κορυφαίος δημοτικιστής και δάσκαλος της ελληνικής γραμματείας, Μανώλης Κριαράς, που μόλις πριν τρεις ώρες τον υποδέχτηκε στην τελευταία του κατοικία η γη του Ακρωτηριού), οι λαϊκοί δημιουργοί και οι τεχνίτες. Μέσα στη διαδρομή των αιώνων, από τους ύστερους γεωμετρικούς χρόνους (τον 7ο π. Χ. αιώνα) που η αρχαιολογική σκαπάνη μαρτυρεί την κατοίκηση για πρώτη φορά του τόπου τούτου, ως την συγκρότησή του σε συνοικία το τελευταίο τέταρτο του 19ου  αιώνα, πλούσιες είναι οι εικόνες, από τα έργα, τις δράσεις και τις συγκρούσεις ανθρώπων, λαών και πολιτισμών, στη Νεοχωρίτικη γη. Και μετά, ως δομημένη συνοικία, οι κάτοικοι της Νέας Χώρας μέσα από τις στερήσεις τους και πολλές φορές μέσα από μια υποβαθμισμένη κοινωνική τους κατάταξη, δώσανε τον ξεχωριστό τόνο της αποφασιστικής συμμετοχής στους αγώνες της ιστορικής μας πόλης. Ιδιαίτερα στις ενδιαφέρουσες και συγκλονιστικές δεκαετίες του ’30 και του ’40 που η μνήμη είναι ζωντανή και οι μαρτυρίες πολλές και εκπληκτικές. Ήταν οι πρωτοπόροι εργάτες και ψαράδες που διέδιδαν νέες προοδευτικές ιδέες που μιλούσαν για το δίκιο των φτωχών, για ισότητα, για αλληλεγγύη, για έναν καλύτερο κόσμο, με πρωτεργάτη και οδηγητή τον Βαγγέλη Κτιστάκη μα και τους Φραγκιό Λαγωνικάκη, Μήτσο Βεστάκη, Μιχάλη Μαριανάκη, τους δασκάλους Μάνο Μασούρη και Μανώλη Μάντακα κ.ά.

    Γράφει γι αυτό σ’ ένα κείμενό της η δική μας κορυφαία ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου: 

 

«[…] Εκεί στο μυχό της όμορφης ακρογιαλιάς ήταν το μικρό καφενείο του “Φραγκιού” όπου μαζεύονταν οι κουρασμένοι από το σκληρό μόχθο προλετάριοι, οι θαλασσοβρεμένοι ψαράδες να πιούν μια τσικουδιά και να τα πούνε[…] Ήταν οι περισσότεροι “κρυφοί” κομμουνιστές, ζηλωτές της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή κι ανάμεσά τους πολλοί συνοδοιπόροι και θαυμαστικοί ακροατές των λόγων τους στο μισόφωτο. […] Οι πιο πολλοί ήταν ξυπόλητοι, και γενικά φτωχοντυμένοι, οικογενειάρχες πολύτεκνοι και ζούσαν σε πάντα ασβεστωμένα και καθαρά χαμόσπιτα κοντά στη θάλασσα. […] Μα και οι μάνες μας, λαϊκές σπιτικές γυναίκες,… την ίδια στάση πάνω κάτω κρατούσαν. Συχνά τους έκρυβαν στα σπίτια και βοηθούσαν τα παιδιά τους κατά δύναμη…[…]». 

 

Ήταν ακόμη, το μοναδικό πανελλαδικά αντιφασιστικό κίνημα του ’38 εναντίον της δικτατορίας του Μεταξά, η συμμετοχή στο έπος του ’40 και στη Μάχη της Κρήτης. Στα χρόνια της Κατοχής από την πρώτη στιγμή όλη η συνοικία στρατεύθηκε στην Αντίσταση και ονομάστηκε «μικρή Μόσχα» για την πάνδημη συμμετοχή της στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ που ανέπτυξαν αξιόλογη δράση. Εδώ ιδρύθηκε η ΠΟΕΝ, η πρώτη οργάνωση νεολαίας στην Κρήτη. Βαρύς είναι ο φόρος αίματος των Νεοχωριτών από τις εκτελέσεις μέχρι τα στρατόπεδα θανάτου των Ναζί. 105 οι νεκροί εξακριβωμένα, ενώ στην πραγματικότητα είναι περισσότεροι. Μα κι ύστερα στα χρόνια του Εμφύλιου τα τρομακτικά συμβάντα στον Κλαδισό που ανατριχιάζουν ακόμη. Από τη δρακογενιά της Αντίστασης μερικοί αντιφασίστες ήρωες, άντρες και γυναίκες, που μας αφηγήθηκαν περήφανα τις βιωμένες εμπειρίες τους – είναι άλλωστε οι νικητές της ιστορίας -, άλλοι εν τω μεταξύ απεβίωσαν και άλλοι είναι ακόμα στη ζωή και βρίσκονται ανάμεσά μας.  Ένα απλό ευχαριστώ από μέρους μας είναι πολύ λίγο για τις αξίες και τα ιδανικά που δίδαξαν στις επόμενες γενιές.

    Εσείς που φύγατε νωρίς (τα χρόνια που ετοιμάζονταν το βιβλίο), Νίκο Μαρκάκη, Γιώργο Μπατσάκη, Μιχάλη Γρηγοράκη, Δαμιανέ Αλυγιζάκη, Νίκο Κοκοβλή, Γρηγόρη Μαστρομανώλη, Ελένη Φουράκη, Μιχάλη Γεωργιακάκη, κι εσείς που είστε στη ζωή ακόμη κι αν δεν είστε εδώ παρόντες Γιώργη Χριστοδουλάκη, Σταμάτη Φουράκη, Λευτέρη Φραγκεδάκη, Βικτωρία Θεοδώρου, Δέσποινα Μαριανάκη-Κουτζόγλου, Αγγελική Δαμιανάκη, Κυριακή Ρουκουτάκη, Λευτέρη Κυριμάκη, Γιώργο Πάτερε, Γιάννη Τζινευράκη, Γιάννη Μπλαζουδάκη, Μιχάλη Βλοντάκη, Γιάννη Δοξάκη, Βασίλη Ιγγλεζάκη και πολλοί άλλοι σεμνοί αγωνιστές που δεν έτυχε να σας γνωρίσουμε και που προκαταβολικά σας ζητούμε συγγνώμη, έχετε το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη και την αγάπη μας για πάντα, για όλα όσα προσφέρατε για μας.

    Το σημαντικό υλικό που έχει μαζευτεί (ένα αρχείο 2500 περίπου φωτογραφιών, 35 ώρες κινηματογραφικού υλικού για τη δημιουργία ντοκιμαντέρ – το οποίο έχει υποσχεθεί να χρηματοδοτήσει ο αντιπεριφερειάρχης κ. Απ. Βουλγαράκης – ανεκτίμητες μαρτυρίες και άλλο αρχειακό υλικό) που οι Νεοχωρίτες άνοιξαν τα σπίτια τους και απλόχερα μας το πρόσφεραν και το οποίο ανήκει στη συνοικία, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος για την αξιοποίηση του. Ίσως η δημιουργία ενός μικρού μουσειακού χώρου ή ενός χώρου πολιτισμού που τόσο τον έχει ανάγκη η συνοικία και ο οποίος θα τα στεγάσει, να είναι μια λύση.

 

Φίλες και φίλοι,                                                                                                                                                                                                                                     Είμαι από τα παιδιά της δεκαετίας του ’50 και του ’60  τα μεγαλωμένα σε μια μετεμφυλιακή και προκαταναλωτική Ελλάδα, ανάμεσα στις διώξεις των ηττημένων του Εμφυλίου, τις αγροτικές μνήμες της μόλις προηγούμενης γενιάς και τις αστικές φιλοδοξίες των γονιών τους. Στη γη της Καινούργιας Χώρας ποτισμένης με θαλασσινή αρμύρα, ανάκατη με τον τίμιο ιδρώτα των φτωχών εργατικών κατοίκων της, για πρώτη φορά μεταλάβαμε με νερό θαλασσινό συναγμένο στάλα-στάλα απ’ τις μανάδες στα φτωχικά χαμόσπιτα. Στης ανάγκης τα θρανία και στης φτώχειας το σκολειό – το 5ο και το 6ο – μάθαμε την κοινωνία και τον πόνο τον παλιό, που λέει κι ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου. Τότε τα παιδιά τα γαλουχούσε η οικογένεια, η γειτονιά, η ίδια η κοινότητα. Τρόπον τινά τα παιδιά ανήκαν σε όλους. Μπαινόβγαιναν ελεύθερα στα σπίτια των γειτόνων, έτρωγαν εδώ κι εκεί, εξαφανίζονταν τα καλοκαίρια στις αλάνες, στην παραλία, στην αμμούτσα, στο Πετροκοπιό, και πέρα από τον Κλαδισό στα χωματοβούνια και τις αμμοθίνες του Ψύλλου. Κι όταν νύχτωνε με τις φωνές της μάνας να διαπερνά τη σιγαλιά του σούρουπου, οδηγούνταν στα σπίτια τους από τ’ αυτί. Κλοπές από τα περιβόλια και τους κήπους, προδοσίες, χειρονακτικές ασχολίες, αυτοσχέδια παιχνίδια στους δρόμους, στις αυλές, στα χωράφια, στη θάλασσα και συρράξεις συχνά αιματηρές, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Και η ανακωχή ευνοούσε συγκεντρώσεις γύρω από ένα ραδιόφωνο. Τα μεγαλύτερα αδέρφια με τα κοντά παντελόνια και τα γρατσουνισμένα γόνατα επέβλεπαν τα ξυπόλητα μικρότερα. Τα μικρότερα κρατούσαν τα πιο μικρά απ’ το χέρι, τα πιο μικρά ανέπτυσσαν φιλίες με τα δέντρα και τις γάτες. Οι γάτες κυνηγούσαν τους αρουραίους για να παρηγορήσουν την πείνα τους και οι εναπομείναντες αρουραίοι ροκάνιζαν τους βολβούς στις αυλές. Σε αυτό το «οικοσύστημα» δυο μαγικές λέξεις κυριαρχούσαν: παιχνίδι και αλάνα.

    Ο Νεοχωρίτης φίλος, ποιητής και συγγραφέας  Δημήτρης Κακαβελάκης σ’ ένα προφητικό κείμενό του πριν από 30 χρόνια, γράφει μεταξύ άλλων:

«Η Νέα Χώρα από την αρχή της δημιουργίας της αποτέλεσε ένα συμβολικό και ταυτόχρονα, ένα πραγματικό χώρο κοινωνικής αναδημιουργίας. Οι Νεοχωρίτες και οι Νεοχωρίτισσες όλων των ηλικιών πρωτοπορήσανε, σε όλα τα επίπεδα των αγώνων και των κατακτήσεων, απέναντι σε εξωτερικούς εχθρούς και σε εσωτερικούς συντηρητισμούς. Μέσα από τις στερήσεις τους σηκώσανε το βάρος ενός αδιάπτωτου αγώνα για να γίνουνε μπροστάρηδες υψηλών επιτεύξεων. Για να διαφυλάξουνε σαν κειμήλια τις, διαχρονικής αξίας παραδόσεις, της Κρητικής ψυχής».  

     Σήμερα, με τις ραγδαίες και αείρροες εξελίξεις και τους μετασχηματισμούς, αγωνιούμε και αγωνιζόμαστε για να τιμήσουμε το παρελθόν της Νέας Χώρας, για να διαμορφώσουμε σωστά το μέλλον της, το δημιουργικό αύριο των κατοίκων της για να συμμετάσχει δυναμικά στις συντεταγμένες του σύγχρονου πολιτισμού και για να ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙ καινούργιες κατευθύνσεις μέσα στη φοβερή προβληματική της παγκοσμιοποίησης για τη συνοικία, για την πόλη, για την Κρήτη, για την Πατρίδα.   

       Κλείνοντας ευχαριστώ από καρδιάς όλους όσους συνέβαλαν στο να φτάσει στο τέλος του τούτο το βιβλίο, τους συγγραφείς των κειμένων, μα πάνω απ’ όλα τους απλούς ανθρώπους που μαρτύρησαν τις ιστορίες τους και θέλω να κάνω μια έκκληση στον κ. Τάσο Βάμβουκα τον νέο δήμαρχο Χανίων, έκκληση που γινόταν δυο χρόνια στην απερχόμενη δημοτική αρχή, η οποία αρχικά την αποδεχόταν και μετά εκώφευε, να βρει τρόπο ώστε το βιβλίο να επανεκδοθεί σε ικανό αριθμό αντιτύπων και να φτάσει σε όλους τους πολίτες της Νέας Χώρας, των Χανίων, της χώρας και του εξωτερικού που ήδη ζητούν επίμονα να το αγοράσουν.

 

Σας ευχαριστώ.

 

Υ.Γ. Το εύστοχο σχόλιο της 30ης Αυγούστου 2014 των «Χανιώτικων Νέων» που πλαισίωνε το ρεπορτάζ της εκδήλωσης παρουσίασης του βιβλίου «Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα», με τίτλο «Ποιοί είχαν την ιδέα;», έδινε την άγνωστη σε μένα πληροφορία ότι ο Δημ. Κακαβελάκης είχε από παλιά πρώτος την ιδέα για το γράψιμο ενός βιβλίου για τη συνοικία που μετάδωσε στον Μιχ. Γρηγοράκη, η οποία είναι αποδεκτή. Είναι φυσιολογικό δυο άνθρωποι που αγαπούν με πάθος τον γενέθλιο τόπο τους να σκεφτούν το ίδιο πράγμα σε διαφορετικό χρόνο. Ταυτόχρονα αποστόμωσε καταλυτικά τα ψευδή, και τα ανιστόρητα που ανακοίνωσε ο παπά Αντ. Σαπουνάκης του Αγ. Κων/νου την βραδιά της παρουσίασης, λέγοντας ότι «…ουσιαστικά εγώ είχα τη σκέψη και την πρωτοβουλία όταν γιορτάζαμε τα 100 χρόνια του Αγ. Κων/νου, το 2007, θεωρώντας ότι κάπου εκεί αρχίζει η ιστορία της συνοικίας. Να καταγραφεί αυτή η ιστορία, να δημιουργηθεί [sic(!)] ένα ιστορικό ντοκουμέντο …». Δηλαδή έφτιαξε ένα βολικό γι αυτόν, ανόητο και φαιδρό παραμυθάκι, με στόχο την καπηλεία, που – ρωτάμε – εξυπηρετεί τις προσωπικές του «λεπτές» σπουδές στην Κύπρο; Μήπως νομίζει ότι η ανθρωπότητα έχει σταματήσει στον μεσαίωνα; Κι επειδή είναι ιερωμένος, έχει θέση στον αξιακό του κώδικα η εντολή «Ου ψευδομαρτυρήσεις» ή έχει πάει περίπατο; Τελικά είχε δίκιο ο Μιχ. Γρηγοράκης που εξ αρχής δεν ήθελε συνεργασία μαζί του. Κρίμα.                                              
                                                                                                                                          Γ. Π.