Stéphane Mallarmé (18 Μαρτ. 1842 – 9 Σεπτ. 1898)
BRISE MARINE
La chair est triste, hélas ! et j’ai lu tous les livres.
Fuir ! là-bas fuir ! Je sens que des oiseaux sont ivres
D’être parmi l’écume inconnue et les cieux !
Rien, ni les vieux jardins reflétés par les yeux,
Ne retiendra ce cœur qui dans la mer se trempe,
Ô nuits ! ni la clarté déserte de ma lampe
Sur le vide papier que la blancheur défend,
Et ni la jeune femme allaitant son enfant.
Je partirai ! Steamer balançant ta mâture,
Lève l’ancre pour une exotique nature !
Un Ennui, désolé par les cruels espoirs,
Croit encore à l’adieu suprême des mouchoirs !
Et, peut-être, les mâts, invitant les orages,
Sont-ils de ceux qu'un vent penche sur les naufrages
Perdus, sans mâts, sans mâts, ni fertiles îlots…
Mais, ô mon cœur, entends le chant des matelots !
ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΥΡΑ
Η σάρκα, φευ, είναι έρημος! Τα ΄χω όλα διαβασμένα.
Να φύγω εκεί όπου τα πουλιά τα νιώθω μεθυσμένα
Ανάμεσα στον αφανή αφρό και τα ουράνια!
Μήτε οι κήποι οι παλιοί που λάμπουνε σε μάτια
Δεν συγκρατούν πια την καρδιά που βρέχεται στο κύμα
Μήτε το φέγγος το αμυδρό της λάμπας μου - αχ νύχτα -
Πάνω στο άδειο το χαρτί που ασπράδα υπερασπίζει
Μήτε μια νέα γυναίκα καθώς θηλάζει το παιδί της.
Θ΄αναχωρήσω! Ατμόπλοιο, λικνίζοντας τα ξάρτια,
Βίρα την άγκυρα για γη μ΄εξωτική πραμάτεια!
Ένα σεκλέτι, ρήμαγμα από αλγεινές ελπίδες,
Πιστεύει ακόμα στο στερνό αντίο των μαντηλιών!
Κι αν, ίσως, τ' άλμπουρα πανιά, καλέσουν καταιγίδες
Θα ΄ναι απ' αυτά που ο άνεμος ρίχνει των ναυαγών
Χαμένοι, δίχως τους ιστούς, μήτε εύφορες νησίδες ...
Όμως, καρδιά μου, άκου εσύ τραγούδια των ναυτών.
*
Paul Verlaine (30 Μαρτ. 1844 – 8 Ιαν. 1896)
IL PLEURE DANS MON COEUR
Il pleure dans mon coeur
Comme il pleut sur la ville ;
Quelle est cette langueur
Qui pénètre mon coeur ?
Ô bruit doux de la pluie
Par terre et sur les toits !
Pour un coeur qui s'ennuie,
Ô le chant de la pluie !
Il pleure sans raison
Dans ce coeur qui s'écoeure.
Quoi ! nulle trahison ?...
Ce deuil est sans raison.
C'est bien la pire peine
De ne savoir pourquoi
Sans amour et sans haine
Mon coeur a tant de peine !
ΚΛΑΙΕΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ Η ΚΑΡΔΙΑ
Κλαίει μέσα μου η καρδιά
Καθώς βρέχει στην πόλη.
Ποιος ράθυμος σεβντάς
Μου ζώνει την καρδιά;
Νανούρισμα βροχής
Στη στέγη και το χώμα!
Για μια καρδιά οκνηρή,
Ω, νότες της βροχής!
Κλάμα δίχως αιτία
Καρδιάς μπαϊλντισμένης.
Καμία προδοσία;
Πένθος δίχως αιτία.
Καρδιά, ποιον άλλο πόνο
Ξέρεις να διηγηθείς,
Δίχως νταλγκά και φθόνο,
Να νιώθεις τέτοιο πόνο.
*
Arthur Rimbaud (20 Οκτ. 1854 – 10 Νοεμ. 1891)
FAIM
Si j’ai du goût, ce n’est guère
Que pour la terre et les pierres.
Je déjeune toujours d’air,
De roc, de charbons, de fer.
Mes faims, tournez. Paissez, faims,
Le pré des sons.
Attirez le gai venin
Des liserons.
Mangez les cailloux qu’on brise,
Les vieilles pierres d’églises ;
Les galets des vieux déluges,
Pains semés dans les vallées grises.
ΠΕΙΝΑ
Αν κάτι ορέγομαι ακόμα
Είναι οι πέτρες και το χώμα.
Ζω και μ’ αέρα κοπανιστό,
Σίδερο, βράχους, κάρβουνο.
Πείνα μου, δίνε του. Και θρέψου
Με το λιβάδι, εσύ, των ήχων.
Και το φαιδρό φαρμάκι δέξου
Από περικοκλάδες κήπων.
Χαλίκια λατομείου να τρως,
Πέτρες παλιές εκκλησιών ∙
Βότσαλα αρχαίων κατακλυσμών,
Ψωμί, από κάμπων θλίψης σπαρτό.