ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΕΤΑΚΗ: «"Τσαμπιά στίχων" ανέκδοτων: διαβάζοντας τον Β' τόμο των ποιημάτων του Γιώργη Μανουσάκη»

ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΕΤΑΚΗ: «"Τσαμπιά στίχων" ανέκδοτων: διαβάζοντας τον Β' τόμο των ποιημάτων του Γιώργη Μανουσάκη»

                                    

Ρίχνω μια ματιά στο δικό μου φορτίο. Μέσα στο καλάθι τους βοούν, μελίσσι, οι μνήμες μου. [...]
Κουβαλώ ακόμη τσαμπιά στίχων, το δροσερό κελάρυσμα ενός φλάουτου, το πατρογονικό εικόνισμα του Χριστού με σταυρωμένα μπρος τα τρυπημένα χέρια και το κεφάλι γερμένο με ‘άκρα ταπείνωση’, την ψυχή του Αλιόσα Καραμάζωφ που γονατίζει και φιλεί τη γη.

                                                                                «Μέσα σε τεχνητό φως, β»


        Μπορούμε (1) να θεωρήσουμε το απόσπασμα από το παραπάνω πεζό με τίτλο «Μέσα σε τεχνητό φως, β», πεζό του 1999, ως ένα είδος απολογισμού του ποιητή Μανουσάκη «μπροστά στην πύλη του νέου αιώνα». Ποιο είναι το δικό του ‘φορτίο’; Ποίηση, μουσική, μια εικόνα θρησκευτική, μια εικόνα λογοτεχνική. Εν πολλοίς αυτά είναι και τα περιεχόμενα των ποιημάτων του τόμου που παρουσιάζουμε σήμερα με τα ανέκδοτα-αθησαύριστα του ποιητή.
        Πριν μιλήσουμε για τον συγκεκριμένο τόμο ας κάνουμε έναν γρήγορο απολογισμό για τις παλιές ‘αποσκευές’ του ποιητή, όσες έχουν ταξιδέψει ήδη μέσα στο χρόνο: οκτώ ποιητικές συλλογές δημοσιευμένες από το 1967 μέχρι το 2005. Στη διάρκεια σαράντα περίπου χρόνων, ο ποιητής καλλιέργησε έναν λόγο χαμηλόφωνο, εξαιρετικά διαυγή, απέριττο και ευθύ. «Δεν υπάρχει ούτε ένας θολός στίχος» (2) στην ποίηση του Μανουσάκη, ποίηση μοντέρνα αλλά ταυτόχρονα κλασικότροπη, στέρεη·  ποίηση του συγκεκριμένου και του απτού η οποία μέσω της συμπύκνωσης και του λιτού λόγου φτάνει με ιδιαίτερη ένταση στον αναγνώστη.
        Κι ένας μικρός απολογισμός στις δικές μας ‘αποσκευές’ για να πλησιάσουμε αυτόν τον διακριτικό ποιητή που δημιουργούσε εκτός τειχών (μετά από τις σπουδές του στην πρωτεύουσα έζησε στον τόπο καταγωγής του, τα Χανιά): τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια ιδιαίτερη κινητικότητα γύρω από το έργο του. Πέρα από τα παλαιότερα αφιερώματα περιοδικών όπως αυτά που έκαναν η Θαλλώ στα Χανιά (3) και η Νέα Εστία το 2009 (4), την παρουσία του ποιητή στις ανθολογίες για τη μεταπολεμική ποίηση (5), το 2012 εκδόθηκε από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη η Ανθολογία από το έργο του σε επιλογή - επιμέλεια του Κώστα Μπουρναζάκη (6), σημαντικό έργο αφού για πρώτη φορά αναδεικνύεται ο πολύπλευρος χαρακτήρας του δημιουργού: δεν ήταν μόνο ποιητής ο Μανουσάκης αλλά και πεζογράφος, κριτικός, ομιλητής).
        Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο έχουν τεθεί οι βάσεις για τη μελέτη του έργου του Μανουσάκη, αλλά και το corpus των κειμένων του είναι πλέον οριοθετημένο: έχουμε στη διάθεσή μας τόσο τα δημοσιευμένα όσο και τα ανέκδοτα κείμενα. Ο τόμος που παρουσιάζουμε σήμερα: τα Ανέκδοτα-αθησαύριστα, σε επιμέλεια της κυρίας Αγγελικής Καραθανάση-Μανουσάκη αποτελεί μια συλλογή κειμένων που μας επιτρέπει να αποκτήσουμε μια όχι απλώς συνολικότερη, αλλά πλήρη θα έλεγα, εικόνα του δημιουργού.
        Με τον ανά χείρας τόμο καταλαβαίνουμε ότι παράλληλα με τις συλλογές τις οποίες κατά καιρούς εξέδιδε ο ποιητής, αναφύονταν κι άλλα ποιήματα τα οποία για διάφορους λόγους (και σε αυτό το σημείο τα επιλεγόμενα της κ. Καραθανάση είναι διαφωτιστικά) έμεναν εκτός συλλογών, όχι όμως πάντα και ανέκδοτα. Βρίσκουμε μέσα στον τόμο ποιήματα ή πεζά κείμενα δημοσιευμένα σε τουλάχιστον είκοσι διαφορετικά περιοδικά: αυτό δείχνει πόσο απαραίτητη ήταν η συγκέντρωση των ποιημάτων στον ανά χείρας τόμο, ακόμα και για τα ήδη δημοσιευμένα.
        Το χρονικό άνυσμα των σαράντα χρόνων ποιητικής παραγωγής που καλύπτει ο τόμος (1967-2007) επιβεβαιώνει την ενότητα στο ύφος και στους λογοτεχνικούς τρόπους του ποιητή: πρόκειται κι εδώ για ποιήματα απλά, κατανοητά, με μετρημένο τόνο και συμπυκνωμένη γραφή. Και ξαναβρίσκουμε μια σειρά από θέματα που απασχολούν σταθερά τον ποιητή: τα όνειρα, το χρόνο, την αποξένωση από το Θεό, από τους άλλους, από την γενέθλια πόλη, τον εγκλεισμό, τον κόσμο των ηλικιωμένων (ας προσέξουμε το ποίημα «Αόρατο εργόχειρο»), την παρουσία των νεκρών στη ζωή, τον κόσμο της φωτογραφίας -κόσμο ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία, την κίνηση και την ακινησία, το θάνατο και τη ζωή (το ποίημα «Οι αρραβωνιασμένοι» περιέχει αυτά τα στοιχεία):

 

ΑΟΡΑΤΟ ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ

 

Τὰ δάχτυλα κινοῦνται στὸν ἀέρα
μὲ μιὰν ἀπίστευτη πιτηδειοσύνη. Ἀναρωτιέσαι
μὴν ἔχεις μπρός σου μιὰ μεγάλη ἠθοποιὸ
ποὺ μὲ λεπτότητα κι εὐγένεια μιμεῖται
τὶς κινήσεις τοῦ πλεξίματος. Τὸ βελονάκι
δουλεύει ἀόρατο στὰ δάχτυλά της.
Κάποτε σταματᾶ. Διπλώνει
τὸ φανταστικὸ πλεχτό. «Βράδιασε. Αὔριο πάλι
πρῶτα ὁ Θεός».

 

Κάθεται λίγο
μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα:
«Παράξενο μοῦ φαίνεται ποὺ ἀκόμη
δὲν ἦρθε ὁ “κύριός” μου νὰ μὲ πάρει».

 

Λίγο πιὸ κεῖ ὁ πιὸ γέρος τῆς παρέας
χώνει τὸ πρόσωπο στὰ δυό του χέρια:
«Λὲς καὶ δὲ ζήσαμε μαζὶ πενήντα χρόνια…»

                                                    [1981]

 

 

ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΕΝΟΙ

 

Ἡ στάση τρυφερή. Ἐκείνη γέρνει
ἐλαφρὰ πρὸς τὸ μέρος του, ἀκουμπώντας
στὸν ὦμο του τ’ ὡραῖο της κεφάλι.
Τὸ λιγνοδάχτυλό της χέρι φωλιασμένο
μέσ’ στὴν ἁδρὴ παλάμη του.
Στὰ χείλη καὶ τῶν δυό τους
πανομοιότυπο χαμόγελο εὐτυχίας.

 

Ἰδανικὴ εἰκόνα νέων ἐρωτευμένων.

 

Ὅμως αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ διαβάζουν
τὰ πρόσωπα εὔκολα διακρίνουν
τὴ δισημία τῆς φωτογραφίας.
Ἀλύγιστος μέσ’ στὴ στολή του ὁ ὑπολοχαγὸς
ἔχει ἕνα πρόσωπο καθάριο κι ἕνα βλέμμα
ἴσιο κι ἀστραφτερὸ σὰν τοῦ παιδιοῦ.

 

Μὰ ἐκείνης ἡ ματιὰ διαψεύδει
τὴ στάση τοῦ σώματος.
Τί φωτίτσες παράξενες παιγνιδίζουν
κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο τῶν ματόκλαδων;
Ἀνομολόγητες περιέργειες, ἐπιθυμίες χιμαιρικὲς
μιὰ ἀνικανοποίητη ἀναζήτηση
σκιάζουν ἀμυδρὰ τὸ φίνο πρόσωπο.

 

Κάτι σὰ γνέψιμο κρυφὸ σὲ κάποιον τρίτο
ἢ σὰ σημάδι συνεννόησης μὲ τὶς μυημένες
ποὺ θὰ τὴν κοίταζαν μετὰ ἀπὸ χρόνια.

                                      [1975, 1994]

 

        Έτσι, κάποιες ενότητες από τα ποιήματα του τόμου είναι ιδιαίτερα οικείες στον παλιό αναγνώστη του Μανουσάκη. Όπως η ενότητα Εν Αγρύπνια Β΄ που αποτελεί συνέχεια  ή παράλληλο της ενότητας Εν αγρυπνία από τη συλλογή Χώροι αναπνοής (1988). Ποιήματα σύντομα που οπτικοποιούν την ιδιαίτερη κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και στην εγρήγορση, που συλλαμβάνουν τη μετατροπή μιας αίσθησης σε εικόνα ή σε μικρή σκηνή, μικροσκοπική αφήγηση, αλλά και το πέρασμα από το όνειρο στον εφιάλτη. Η σειρά από τα άτιτλα αυτά ποιήματα συμπλέκονται,  ταιριάζουν ως ψηφίδες οι οποίες σχηματίζουν την ατμόσφαιρα μιας οδυνηρής κατάδυσης στη νύχτα και στο θάνατο. Ακούστε για παράδειγμα το ποίημα με τον αριθμό 9:

 

Άπειρες πόρτες ανοιχτές
-διάδρομοι επικοινωνίας-
ανάμεσα στο παρελθόν και το τώρα,
για να πηγαινοέρχεται άνετα το πλήθος.
Πολλοί με το κεφάλι σκυφτό
κρύβουν τ’ αβέβαιο πρόσωπο
άλλοι στρέφουν την όψη αιφνίδια
προς εσένα κι αναγνωρίζεις μορφές
πριν από χρόνια πεθαμένες.
Κάποιοι σέρνουν απάνω σου
ένα βλέμμα που σκίζει όπως ξυράφι.
Ένας περνώντας αφήνει στ’ αυτί σου
μια λέξη μ’ άγνωστη σημασία
‘σοράχ’ ή ‘σονόρχ’
κι η πρώτη σου αγάπη
χαμογελώντας με το πιο όμορφό της χαμόγελο
αφήνει στην παλάμη σου
σαν ελεημοσύνη ένα μικρό
κιτρινωπό σκουλήκι
που αμέσως αρχίζει να σου τρώει
τη ‘γραμμή της ζωής’.


        Μια παρόμοια ατμόσφαιρα ήρεμης και βαθιάς φρίκης, μαζί με παράδοξα, σχεδόν υπερρεαλιστικά, στοιχεία βρίσκουμε και στα σύντομα αφηγήματα,  πεζά ποιήματα θα τα λέγαμε, της συλλογής Ένα κρανίο στο κιγκλίδωμα (1999), την οποία σας προτείνω ανεπιφύλακτα. Συνειρμικά το ‘κιγκλίδωμα’ με μετέφερε στη ‘σιδερόπορτα’ του ανέκδοτου ποιήματος με τίτλο «Καλοκαιρινές διακοπές» από την ενότητα «Έγκλειστος» του τόμου μας (οι δύο τίτλοι, ποιήματος και ενότητας, παραδόξως συνδυάζονται).  Ο Μανουσάκης ήταν για πολλά χρόνια καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση αλλά σε λίγα ποιήματά του εμφανίζεται αυτό το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Το ποίημα είναι γραμμένο μέσα στη δικτατορία, το 1969:

 

Κάθε καλοκαίρι ανοίγει η σιδερόπορτα
Κι η φωνή άνωθεν λέει:
«Είσαστ’ ελεύθεροι για μήνες δύο
παρά πέντε μέρες».
Μουδιασμένο το πόδι περνά το κατώφλι.
Βρισκόμαστε έξω.
Δοκιμάζομε το δεύτερο βήμα
η απομάκρυνση αδύνατη.
Κάτι αφήσαμε μέσα
κάποια μέλη δυσκίνητα
έμειναν σε γωνιές σκοτεινές,
κάποια εντόσθια ίσως
κολλήσανε στα κάγκελα.
Χρειάζεται προσοχή, κόπος και χρόνος
για να γίνει η αποσύνδεση.
Δουλεύομε μεθοδικά.
Κάποτε κατορθώνομε
να σηκώσομε στα χέρια
τα αδρανή μέλη μας.
Απλώνομε το πόδι για το τρίτο βήμα.
Τότε ακούγεται πάλι η εξ ύψους φωνή.
«Γυρίστε ξανά στο κλουβί.
Οι διακοπές τέλος».


        Όπως είπαμε, ο εγκλεισμός ανήκει στα βασικά θέματα του Μανουσάκη που είναι ένας ποιητής του κλειστού χώρου (στο τέλος της βραδιάς θα ακούσουμε από τον ίδιο σε ηχογράφηση τρία εξαιρετικά παλαιότερα ποιήματα που διαδραματίζονται στον προνομιακό χώρο του ποιητή, στο δωμάτιό του). Αποτελεί, βέβαια, έναν εσωστρεφή ποιητή που δημιουργεί μια χαμηλόφωνη ποίηση με υπαρξιακό περιεχόμενο, χαρακτηριστική περίπτωση ποιητή της β μεταπολεμικής γενιάς, αν και η Ιστορία (ο β΄παγκόσμιος πόλεμος, η Κατοχή, η Κύπρος) δεν είναι απούσα από τα ποιήματά του.
        Ένα τέτοιο, ξεχωριστό, νομίζω, ιστορικό ποίημα θα βρούμε στον τόμο. Θα το ακούσετε τελευταίο κι έχει τίτλο «Ελαφονήσι, 24 Απριλίου 1824». Αναφέρεται στη σφαγή που έγινε εκείνη τη μέρα από τον Τουρκοαιγυπτιακό στρατό του Χουσείν σ’ ένα μικρό νησάκι στα νοτιοδυτικά της Κρήτης, τόπος σήμερα έλξης τουριστών για την παραλία με το ιδιαίτερο κοκκινωπό χρώμα της -ο θρύλος λέει ότι το χρώμα αυτό συνδέεται με τη σφαγή. Το ποίημα του Μανουσάκη που διατηρεί το συγκρατημένο τόνο των υπόλοιπων ποιημάτων, έχει σχεδόν νατουραλιστικούς τόνους. Διαβάζοντάς το όμως, δεν μπορούμε παρά να φέρουμε στο μυαλό μας ρομαντικούς πίνακες, όπως η σφαγή της Χίου του Ντελακρουά.

 

ΕΛΑΦΟΝΗΣΙ, 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1824


        Γιάντα ’ναι μαῦρα τὰ βουνὰ κι οἱ κάμποι χλομιασμένοι;
          Γιάντα δὲν τραγουδοῦν πουλιὰ στὰ Ἐννιὰ  Χωριὰ στὰ δάση;

        Δημοτικὸ τῆς Κισσάμου

 

Χαμηλὸ ἦταν τὸ νησάκι
μὲ χόρτα καὶ θάμνα στὴν ἄμμο του
κι ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ στεριὰ μικρή.
Ὅμως ἐκεῖ κατάφυγαν οἱ ἑφτακόσιοι
ἄμαχοι προσδοκώντας τὸ πέρασμα καραβιοῦ.
Μαζί τους καὶ σαράντα ἀρματωμένοι.

 

Σὰν εἴδανε τοὺς καβαλάρηδες
τοῦ Χουσεΐνμπεη ἀντίκρυ τους τρομάξανε.
Τό ’ξεραν πὼς ἡ θάλασσα
ποὺ τοὺς ἐχώριζε ἤτανε ρηχή.

 

Οἱ σαράντα ὁπλοφόροι ἄντεξαν
ὅσο μπορέσανε. Κι ὅταν τὸ πρῶτο
ἄλογο προχώρησε, εἶδαν πὼς τὸ νερὸ
δὲν ἔφτανε μηδ’ ὣς τὶς ρίζες τῶν ποδιῶν του.
Κι ἤτανε ν’ ἀπορεῖ κάθε ἄνθρωπος
πῶς τὸ μικρὸ Ἐλαφονήσι
ποὺ φαίνουνταν νὰ πλέει στὴ θάλασσα
σήκωνε τόσους πάνοπλους καβαλαρέους.
Τὸ θάνατο τῶν ἄμαχων ἀρχίσανε
πρῶτα τ’ ἀλόγατα. Τὰ πέταλά τους θρυμματίζανε
τὰ κεφαλάκια τῶν παιδιῶν, τρυποῦσαν
τὶς κοιλιὲς τῶν ἔγκυων γυναικῶν, συντρίβανε
τὶς ραχοκοκκαλιὲς τῶν γερόντων. Τὰ σπαθιὰ
εἴχανε βγεῖ ἀπὸ τὸ θηκάρι τους.
Μὲ μιά τους κίνηση κόβαν τὰ χέρια
ποὺ ἁπλώνουνταν πρὸς τοὺς σπαχῆδες
ἱκετευτικά, ἀνοίγανε στὰ δυὸ τὰ κεφάλια
ποὺ κοιτάζανε τρομαγμένα
κι ἂν κανένας κατέβαινε στὴ θάλασσα
ἕνας στρατιώτης τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ πίσω
τὸν ἔφτανε καὶ τὸν ἐμοίραζε στὰ δυὸ
καθὼς τὸ κρεμασμένο ἀρνί του ὁ μακελάρης.

 

Πόση ὥρα νὰ κράτησε ἡ σφαγή;
Κι ὅταν τὰ ἑξακόσια γυναικόπαιδα
κι οἱ γέροντες ἐκείτουνταν ἀσάλευτοι
στὴν ἄμμο, οἱ καβαλάρηδες τοῦ Χουσεῒν
μπήκανε πάλι στ’ ἄβαθο νερὸ
πού ’χε ἀπ’ τὸ αἷμα κοκκινίσει
καὶ βγῆκαν στὴ στεριά. Μαζί τους ἔσερναν
πάνω ἀπὸ ἑκατὸ γυναῖκες καὶ παιδιὰ
ποὺ ἡ σπλαχνοσύνη τους ἔσωσε ἀπὸ τὸ θάνατο
σίγουρο λάφυρο γιὰ σκλαβοπάζαρα.

 

Ἕν’ ἀεράκι πῆρε νὰ φυσᾶ
κι ἔπαιζε μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιὰ
τῶν κορασίδων καὶ μὲ τὰ λευκὰ
κρινάκια πού ’χανε γλιτώσει
ἀπ’ τῶν ἀλόγων τὸ πάτημα.

 

Ἤτανε μέρα τῆς Λαμπρῆς.

 

                          [2007]

 

Στο τέλος του ποιήματος, θεωρώ, είναι φανερός ο διάλογος που κάνει ο Μανουσάκης με τον Σολωμό, τόσο με το επίγραμμά του το αφιερωμένο στα Ψαρά όσο και με κείνο το ωραιότατο απόσπασμα από τη σύνθεση Λάμπρος, με τον τίτλο «Η μέρα της Λαμπρής». Θα θυμάστε αυτό που αρχίζει με: «Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι» που λέει «μες στης καρδιάς τα φύλλα: γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».
        Αρκετά ποιήματα για το Πάσχα βρίσκουμε στην ενότητα του τόμου με τον τίτλο «Αναζήτησα το πρόσωπό σου», ενότητα που συγκροτείται από μια σειρά ποιημάτων που περιστρέφεται γύρω από τη θρησκευτική εμπειρία: προσωπογραφίες αγιορείτικες (ο Μανουσάκης έχει συμπεριλάβει ωραιότατα ποιήματα για το Άγιο Όρος στη συλλογή Τρίγλυφο, 1976), ποιήματα για συγκεκριμένες γιορτές ή επικεντρωμένα σε πρόσωπα όπως τον Ιούδα, τον Πέτρο, τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, το Λάζαρο.  Ένα μεγάλο μέρος αυτών των ποιημάτων αποτυπώνει την προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να πλησιάσει   το θαύμα της φύσης βιώνοντας τη συνεχή ματαίωση. Ας διαβάσουμε ένα, «Τον νυμφώνα σου βλέπω»:

 

Τον νυμφώνα σου βλέπω,
Σωτήρ μου, κεκοσμημένον...

Έτσι είναι πάντα.
Όλο το χρόνο σκέπτεσαι  αυτή την ώρα
κι όταν έρχεται βρίσκεσαι
πάλι γυμνός κι ανέτοιμος, δίχως χιτώνα.
Τυλίγεσαι όπως όπως τα κουρέλια σου
Και στέκεσαι δισταχτικός μπροστά στη θύρα.
Θ’ ανοίξει, δε θ’ ανοίξει;
Και πώς να μπεις ρακένδυτος
στη σύναξη την εορταστική;
Κάνεις στροφή και φεύγεις αναβάλλοντας
για την επόμενη χρονιά.

 

        Σε ένα ακόμα ποίημα από τον κύκλο του Πάσχα, ειρωνικό και βαθιά θλιμμένο ο Μανουσάκης γράφει: Θα τσουγκρίσομε τ’ αυγά / θα φάμε απ’ τις κουλούρες / και τα κοψίδια από τ’ αρνί της σούβλας./ Ό,τι βλέπαμε, ό,τι αγγίζομε / ό,τι ευφραίνει τη γλώσσα μας. / Ίσως να τραγουδήσομε και να χορέψομε / ενώ ο Αναστάς θα μένει όπως κάθε χρόνο / μια νεφέλη θαμπή / κάπου στο βάθος τ’ ουρανού.
        Αυτή η απόσταση του ανθρώπου από το Θεό μεγεθύνεται ακριβώς στο χώρο όπου θα έπρεπε να εκμηδενίζεται, μέσα στην εκκλησία, εκεί «όπου σιμώνεις στα όρια της πίστης»:

 

Η μικρή εκκλησία ομοιάζει
σα μια ζεστή σπηλιά.
Μερικοί γέροντες ανεμόδαρτοι
κάθουνται πλάι πλάι στα στασίδια τους.

 

Σ’ ένα μανουάλι  στέκουνται
καρφωμένα στην άμμο τρία κεριά
λες κι είν’ οι μάγοι
που πορεύονται μόνοι στην έρημο.

 

Ο ψάλτης ξετυλίγει  αργά
τη βραχνή του φωνή.
Χωρίς πολλή πεποίθηση βεβαιώνει:
«Σήμερον ο Χριστός
εκ Παρθένου γεννάται
οι ποιμένες… οι μάγοι….

Ημείς δε…»

 

Ημείς; Ποιοι ημείς; Τι ημείς;

 

        Η θερμή χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα  της αρχής του ποιήματος  ανατρέπεται από την τομή του ύμνου, ενώ η τελική παύση, το ημιτελές του ποιήματος αντανακλά τη ρήξη της σχέσης μας με το Θεό, το αδιαπέραστο της σύγχρονης ψυχής από την πίστη.
        Η ποίηση του Μανουσάκη αντικρίζει κατάματα το κενό του Θεού και τη μοναξιά, το σκοτάδι και τον τρόμο, τη φθορά και το θάνατο. Κι αυτά, όπως αυτοπροσδιορίζει τη γραφή του στο ποίημα «Κατάλοιπα ζωής», με «μια φωνή σιγανή και τρεμάμενη / να λέει λέξεις παράταιρες / προσπαθώντας ν’ αρθρώσει τραγούδι»· παραπέμποντας σε παλαιότερους στίχους, όπως: «μουρμουρίζω πάλι κουρέλια σκοπών σαν ξόρκια» ή ακόμα «μαζεύω θραύσματα ονείρων». Το ποιητικό υποκείμενο γίνεται ένας συλλέκτης του ελάχιστου, του θρυμματισμένου, του μικροσκοπικού -αλλά πολύτιμου.

 

        Η πρώτη ενότητα του τόμου είναι μια συλλογή σχεδόν έτοιμη την οποία ο ποιητής επιθυμούσε να εκδώσει. Έχει τίτλο «Μικρές καθημερινές στιγμές» κι ένα μότο από τον Ρίλκε, αγαπημένο ποιητή του Μανουσάκη. Νομίζω ότι θα ταίριαζε  ο υπότιτλος «Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας». Δεν είναι δική μου φράση, είναι ο τίτλος ενός μικρού αλλά θαυμάσιου άρθρου του Χρήστου Βακαλόπουλου, σκηνοθέτη και συγγραφέα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στο Αντί (7). Για τον Παπαδιαμάντη έχει γράψει και ο Μανουσάκης: το δοκίμιό του για το «Μοιρολόγι της φώκιας» «Προσπάθεια για μια βαθύτερη ανάγνωση» (περ. Ευθύνη, 1979) αποτελεί από τα πρώτα σημαντικά κείμενα για το περίφημο διήγημα.
        Αυτή η φράση λοιπόν «η ιερή μελωδία της πραγματικότητας» σχηματίστηκε καθώς διάβαζα αυτή τη συλλογή. Ίσως γιατί το σημείο εκκίνησης των ποιημάτων είναι η πραγματικότητα, ίσως γιατί η λέξη μελωδία παραπέμπει στο ‘τραγούδι’, δηλαδή το ποίημα,  και γιατί ένα είδος ιερότητας είναι διακριτό.
        Και για να μείνουμε λίγο στον Παπαδιαμάντη: το ποίημα «Σε τούτον τον κόσμο» δεν είναι παρά η στιγμή του πρωινού χαιρετισμού μιας γιαγιάς προς την πλάση -υπάρχει μια ιδιαίτερη τρυφερότητα στον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής γράφει για τους ηλικιωμένους, για τις κινήσεις τους, για τις συνήθειές τους: «Α, είπε,  είμαι ακόμη / σε τούτο τον κόσμο», φράση που μοιάζει σαν απάντηση σε κείνο το επαναλαμβανόμενο ερώτημα που αιωρείται αναπάντητο στο εξαίσιο παπαδιαμαντικό διήγημα «Ο ξεπεσμένος δερβίσης»: «πού σ’ αυτόν τον κόσμο;».

 

 

ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 

Ἡ γιαγιὰ ξύπνησε τὸ πρωί.
Μὲ συρτὰ βήματα ἔφτασε στὸ παραθύρι.
Κοίταξε ἔξω. Τὸ ἴδιο σπίτι ἀντίκρυ
μὲ τρία περιστέρια στὴ σκεπή του,
τὸ ἴδιο πεζοδρόμιο μὲ τὴν ἀκακία,
πιὸ πέρα σταματημένο
τὸ κόκκινο αὐτοκίνητο τοῦ γείτονα.

 

«Ἄ», εἶπε, «εἶμαι ἀκόμη
σὲ τοῦτο τὸν κόσμο».
Καὶ χάρηκε σὰν κοριτσάκι
ποὺ ξανάβρε τὴν κούκλα του
στὴ θέση ποὺ τὴν εἶχε ἀφήσει.

 

        Η σύντομη εικόνα βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της πρώτης ενότητας ποιημάτων. Η εικόνα  έχει οριστεί συχνά ως η πρωταρχική ‘μορφή’, ως το υλικό της ποίησης. Πολλά από τα ποιήματα αυτής της ενότητας δεν είναι παρά η ακινητοποίηση μιας εικόνας και εκεί έγκειται και η δύναμή τους: η εικόνα ‘αδειάζει’ από το χρόνο. Η σύλληψη μιας στιγμής, η στιγμιαία εικόνα ενός διανοητικού και συναισθηματικού πλέγματος μεταμορφώνεται σε μια διάρκεια έξω από το χρόνο μέσω της ποίησης.  Το σώμα της αγαπημένης καθώς διαπερνάται από το φως στο ποίημα «Στην πόρτα» γίνεται «κουκούτσι στην ψίχα του ήλιου»: φρούτο, ψωμί, ουράνιο σώμα.

 

 

ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

 

Μπαίνοντας στάθηκε στὴν πόρτα
κι ἀκούμπησε τὰ δυό της χέρια
στὶς παραστάδες. Τὸ φῶς
τοῦ ἥλιου διαπέρασε
τὸ φόρεμά της κι ἔδειξε
τὸ σῶμα στέρεο καὶ κρουστὸ
στὸ λύγισμά του.

  Πυκνὸ κουκούτσι
μέσ’ στὴν ψίχα τοῦ ἥλιου.

 

        Το κυρίαρχο στοιχείο των ποιημάτων δεν είναι το εφήμερο αλλά το στιγμιαίο, το οποίο όμως ανοίγεται σε ένα άλλο χρόνο. Στο ποίημα «Ρομαντική σκηνή»  υπάρχει αυτή η συμπλοκή στιγμής και διάρκειας, όμως εδώ η διάρκεια αποκτά ειρωνική διάσταση: ο έρωτας με το βέλος απολιθώνεται:

 

 

ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

 

 

Στὴ βεράντα τοῦ ἀπομεσήμερου

κάθεται τὸ νέο ζευγάρι.

Ἐκεῖνος ὅλο καὶ μιλεῖ μὲ μάτια

ποὺ ἀστραποβολοῦν, μὲ χέρια

ποὺ γράφουν σχήματα μεγάλα

στὸν ἀέρα.

 

Ἀντίκρυ του

ντυμένη ἐκείνη στὰ λευκὰ μοιάζει

ἀφοσιωμένη στὸ ἐργόχειρό της.

Ἀκούει (ἂν ἀκούει) δίχως ν’ ἀποκρίνεται.

 

Πάνω στὸ βάθρο του ὁ Ἔρωτας

πού ’χει ριγμένο τὸ ἕνα βέλος του

ἑτοιμάζει τὸ τόξο ξανά.
Περνᾶ ἡ ὥρα καὶ δὲ ρίχνει

τὴ δεύτερη σαΐτα. Ἔγινε ἄγαλμα.

 

 

        Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε πώς λειτουργεί η θεματική του αγάλματος στην ποίηση του Μανουσάκη: τα αγάλματα σπάνια έχουν θετικές συνδηλώσεις, είναι τέλεια και απόμακρα, αυτάρκη και σκληρά (ας προσέξουμε το ποίημα «Ένας τυφλός στο Μουσείο Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Καλοκαίρι του  1989»):

 

 

ΕΝΑΣ ΤΥΦΛΟΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (8)

Γλυπτοθήκη τοῦ Μονάχου. Καλοκαίρι τοῦ 1989

 

Τὰ δάχτυλά του πλανήθηκαν

στοὺς βοστρύχους τῆς πυκνῆς κόμης

ὕστερα βάλθηκαν ἀργὰ νὰ ἐξερευνοῦν τὸ πρόσωπο.

 

Σκιάσανε σὰ σύννεφο περαστικὸ

τὸ λεῖο μέτωπο, καθυστερήσανε

γιὰ λίγο στὰ δυὸ μάτια

λὲς κι ἔψαχναν νὰ συναντήσουνε

τὸ βλέμμα τους, διέτρεξαν

τὴν κορυφογραμμὴ τῆς μύτης

κι ἀλαφροτρέμοντας περπάτησαν

ἐκεῖ ποὺ σμίγουν τὰ δυὸ χείλη

ζητώντας ἐπίμονα ν’ ἀνασύρουν

ἀπ’ τὸ βυθὸ τοῦ χρόνου ἕναν ψίθυρο.

 

UNBEKANNTER GOTT ODER HELD

σημείωνε ἡ ἐπιγραφὴ στὴ βάση.

Ὁ τυφλὸς ἀκουμπώντας ὁλόκορμος

πάνω στ’ ἄλκιμο σῶμα συνέχιζε

νὰ ψαύει τὸ λαιμό, τὸ στῆθος

κι ἤτανε σὰ μιὰ ἱκεσία ἐρωτικὴ

τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ ἄγαλμα.

 

Ὅλος μιὰ κίνηση καὶ μιὰ ἔνταση ὁ ἐφήμερος.

Ἀκίνητη, ἀσυγκίνητη ἡ μαρμάρινη μορφὴ

δοσμένη στὴν αἰωνιότητά της.

                                   [1990]

 

(Ἀπὸ τὴ συλλογὴ Σπασμένα ἀγάλματα καὶ Πικροβότανα, Γαβριηλίδης 2005)

 

        Η στιγμιαία εικόνα συνδέεται και με τη θεματική  των ορίων η οποία διατρέχει τα ποιήματα της πρώτης ενότητας: επανέρχονται συνεχώς μοτίβα όπως η σχέση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω (υπάρχουν αρκετά παράθυρα στην ποίηση του Μανουσάκη), ανάμεσα στην  εικόνα και την αντανάκλασή της (υπάρχουν επίσης πολλοί καθρέπτες, ή λίμνες σαν καθρέπτες, σκιές, αντανακλάσεις), ανάμεσα στα πράγματα και το σύμβολό τους, ανάμεσα στα πρόσωπα και το μύθο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράστασή της, λογοτεχνική ή μη (βλ. για παράδειγμα τα ποιήματα «Το δάσος» ή τα ποιήματα για ζωγράφους, όπως τον Βερμέερ).

 

 

ΤΟ ΔΑΣΟΣ 

 

Στὸ δάσος ποὺ μαυρίζει
στὸ βάθος τῆς κοιλάδας
ποτὲ δὲν ἔχω μπεῖ.

 

Βλέπω τὰ δέντρα τὰ πανύψηλα
νὰ σχηματίζουν θόλους γοτθικοὺς
κι ἀκούω τὴ βοὴ
ὅταν ὁ ἄνεμος λυγίζει τὰ κλαδιά τους.

 

Οἱ λύκοι περπατοῦν μὲ βῆμα ἀθόρυβο
γυαλίζουν ἐρευνητικὰ τὰ μάτια τους.
Τὰ ἐλάφια στήνουνε τ’ αὐτὶ
ἀνήσυχα, ὅπως σκύβουν
νὰ πιοῦν ἀπ’ τὴν πηγή.

 

Μὰ μόνο ἡ τετραπέρατη ἀλεποῦ
ξέρει τὸ μυστικό: τὸ δάσος
δὲν ὑπάρχει, κόψαν
τὰ δέντρα του οἱ λοτόμοι ἀπ’ ὅταν
ἔγραψε τὸ ποίημά του ὁ Μαλακάσης.

 

Αυτή η ποιητική πραγματικότητα ή μάλλον η πραγματικότητα που αλλάζει μέσω της λογοτεχνίας, της ποίησης, βρίσκεται στον πυρήνα ωραιότατων παλαιότερων ποιημάτων όπως το ποίημα «Ανάμνηση» από τους Χώρους Αναπνοής, ένα ποίημα που αγαπώ πολύ για διάφορους λόγους.
        Ο Μανουσάκης συχνά εναποθέτει πάνω σε μία εικόνα μία άλλη, το ίδιο οικεία. Και η διασταύρωσή τους, ο συνδυασμός τους κάνει την πραγματικότητα  πιο πλούσια. Θα τελειώσω με ένα τέτοιο σύντομο ποίημα, τόσο σύντομο όσο και η πράξη που περιγράφεται. Έχει τίτλο «Το σφράγισμα»:

 

Από δω διάβηκε βιαστική
σήμερα το πρωί.
Στο δρόμο άφησε
τα ίχνη των βημάτων της
που τα σκεπάσαν άλλα ίχνη.

Ο δρόμος όμως δεν είναι
πια ο ίδιος.  Η άσφαλτος
σφραγίστηκε καθώς το πρόσφορο
που ζύμωνε η μητέρα μου
για να το πάει η εκκλησιά.


        Ο ποιητής συμπλέκει δύο εικόνες, μία από τη λαϊκή θρησκευτική ζωή του παρελθόντος και μία από την καθημερινή ζωή ενός ερωτευμένου, μεταφέροντας την ιερότητα από την πρώτη στην δεύτερη. Μπορούμε όμως να διακρίνουμε σε αυτήν την κίνηση του σφραγίσματος και την ίδια την ποιητική χειρονομία: κάπως έτσι και η ποίηση σφραγίζει τη ζωή μας, τη γλώσσα και τον κόσμο.
        Ας κρατήσουμε αυτά τα ποιήματα-πρόσφορα, τροφή και παρηγοριά μας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1) Το παρόν κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου Τὰ Ποιήματα 1967-2007, Τόμος Β΄ Ανέκδοτα - Αθησαύριστα (φιλολογική επιμέλεια -επιλεγόμενα Αγγελική Καραθανάση – Μανουσάκη, Γαβριηλίδης, 2013) που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τη Δευτέρα, 20 Μαΐου 2013 στο βιβλιοπωλείο art bar Ποιήματα & Εγκλήματα και διατηρεί τον προφορικό χαρακτήρα της παρουσίασης.

2)  Στ. Ζουμπουλάκης, «Χάρτες της ποιητικής χώρας του Γιώργη Μανουσάκη», Νέα Εστία, αφιέρωμα στον Γιώργη Μανουσάκη, τχ. 1820, Μάρτιος 2009. σ. 445. 

3)  Θαλλώ, τχ. 16, καλοκαίρι 2005, Χανιά.

4)  Όπ. Μάρτιος 2009. 

5)  Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (επιμέλεια), "Εισαγωγή" Γ. Αράγης, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, και Η ελληνική ποίηση, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά («Εισαγωγή-Ανθολόγηση»: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου), τόμος ΣΤ´, Σοκόλης, Αθήνα 2002. 

6)  Ανθολογία από το έργο του Γιώργη Μανουσάκη. Επιλογή κειμένων - παρουσίαση - φιλολογική επιμέλεια: Κώστας Μπουρναζάκης, «Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη», Ηράκλειο Κρήτης 2012, σ. 408.

7)  Τχ. 463, 05/04/1991.

8)  Απαγγελία του ποιήματος με τη φωνή του ίδιου του Γιώργη Μανουσάκη, στην ακόλουθη ηχογράφηση: 9. Ένας τυφλός στο μουσείο, 1994(1).mp3 (2570454)