Μ. ΒΑΛΣΑΣ: "Πιθανή βάση αισθητικής του κινηματογράφου"

Μ. ΒΑΛΣΑΣ: "Πιθανή βάση αισθητικής του κινηματογράφου"

                                                   

                                  ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

 

Ένα ενδιαφέρον κείμενο, χρήσιμο για την ιστορία της θεωρίας του κινηματογράφου και προφανώς εντελώς άγνωστο στους μελετητές, μου υπέδειξε ο εκλεκτός και ακούραστος συνεργάτης του Κεδρισού, Γιώργος Πιτσιτάκης, καθώς μελετούσε στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων τα χανιώτικα περιοδικά της δεκαετίας του 1920. Το συγκεκριμένο κείμενο ανεσύρθη από το περιοδικό “Δομένικος Θεοτοκόπουλος” αριθμ. Β΄ (Δεκέμβριος 1927) και ανήκει στον Μ. Βάλσα.
    Πιθανόν να μην είχα δώσει την πρέπουσα σημασία, αν το όνομα του συντάκτη του άρθρου δεν μου ήταν ήδη γνωστό. Ο Μ. Βάλσας (ψευδώνυμο του Δημήτρη Βαλσαμίδη) είναι ο συγγραφέας του τόμου “Μ. Βάλσα, Το νεοελληνικό θέατρο, από το 1453 έως το 1900” το οποίο εκδόθηκε το 1994 από τις εκδόσεις Ειρμός στην Αθήνα, σε μετάφραση-εισαγωγή-σημειώσεις της καθηγήτριας του πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Θεατρικών Σπουδών) Χαράς Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου.

    Το 1999, ζώντας στο Παρίσι, είχα επισημάνει στην βιβλιοθήκη του Νεοελληνικού Ινστιτούτου της Σορβόννης την έκδοση “Cornaros, V. Le sacrifice d'Abraham: mistère grec du XVIe siècle. Traduction M. Valsa. Préface Philèas Lebesque. Paris: Sansot, 1924. 57 p.” την οποία χρησιμοποίησα και αναφέρω στην βιβλιογραφία της διδακτορικής μου διατριβής πάνω στο Κρητικό Θέατρο.
    Ο Μ. Βάλσα, όπως διαπίστωσα αυτές τις μέρες μέσω διαδικτύου, συνεργαζόταν εκείνη την εποχή και με τα περιοδικά “Φιλολογική Πρωτοχρονιά” και “Αλεξανδρινή Τέχνη”. Η ανύπαρκτη και αδιανόητη, τότε, ηλεκτρονική αλληλογραφία, διόλου δεν δυσκόλευε τον πολυσχιδή λόγιο Έλληνα των Παρισίων να συνεργάζεται με τουλάχιστον τρία λογοτεχνικά περιοδικά, στην Αθήνα, την Αλεξάνδρεια και τα Χανιά. Αξίζει να σημειώσουμε και την μετάφρασή του της συλλογής σονέτων του Αργύρη Εφταλιώτη με γενικό τίτλο “Αγάπης λόγια” στα γαλλικά: Eftaliotis, Aryiris. Le chant de la vie: sonnets. tr: M. Valsa. Paris: Librairie de France, 1929. 42 p.

Ο πολυσχιδής και ανήσυχος λόγιος Μ. Βάλσας, ιστορικός του θεάτρου και μεταφραστής, αποδεικνύεται μέσα από το κείμενο που ακολουθεί και ικανότατος  θεωρητικός του κινηματογράφου, σε μία εποχή που η σχετική επιστήμη ήταν ανύπαρκτη ή έστω, στα σπάργανά της.

Η ορθογραφία του κειμένου ακολουθεί την ορθογραφία του πρωτοτύπου.

 

ΚΩΣΤΑΣ ΝΤΑΝΤΙΝΑΚΗΣ

 

 

            ΠΙΘΑΝΗ ΒΑΣΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

 

Από τώρα κιόλας δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτες για τον κινηματογράφο που να έχει σταθερή βάση. ίσα με τώρα η εμπορική εκμετάλλευση της φωτοκίνησης για ένα σωρό ανυπέρβλητες κουταμάρες έκαμε το πιο μεγάλο κακό στον κινηματογράφο, γιατί ελάχιστοι μπόρεσαν να έχουν το ηράκλειο θάρρος να τον ψυλοεξετάσουν από αισθητική άποψη βασιζόμενοι στις εξωφρενικές κωμικές και δραματικές ταινίες που προβάλλονται στις σκοτεινές αίθουσες.

    Ελάχιστοι ακόμα και οι κατασκευαστές ταινιών που πάσκισαν ξεφεύγοντας από την εμποροεκμετάλλευση, να καλυτερέψουν – από αισθητική άποψη πάντα – μια τόσο θαυμάσια εφεύρεση.

    Μπορεί να πει κανείς πως αν σήμερα ο κινηματογράφος παρουσιάζει δεδομένα που να ενδιαφέρουν τον αισθητικό, αυτό είναι αποτέλεσμα πιο πολύ τέχνης, παρά γενναίας προσπάθειας συστηματοποιημένης και ρυθμισμένης, απ’ αυτούς που μόνο δεκάρες κοιτάζουν να βγάλουν από τις ταινίες.
    Στο χάος όπου βρίσκεται πάντα μια αισθητική ψηλάφηση δεν είναι εύκολη, ιδίως για την μικρή ηλικία του κινηματογράφου, να βρει κανείς αμέσως στερεές βάσεις. Δε μας επιτρέπεται όμως ευθύς μόλις διακρίναμε την ύπαρξη – έστω και αμφισβητήσιμη – δεδομένων καταλλήλων να μας βοηθήσουν στην ανεξιχνίαση αυτών των βάσεων, να τα παραμελήσουμε.    Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι αρνητικό, δεν πειράζει. Μπορεί απεναντίας κάτι να βγει από μια τέτοια έρευνα, τότε τόσο το καλύτερο.
    Για ν’ αποφύγουμε κάθε αρχική παρεξήγηση πρέπει και κάτι άλλο να καθορίσουμε. Κάμοντας λόγο για τον κινηματογράφο δεν εννοούμε παρά την τρέχουσα παραγωγή ταινιών για θεαματικούς σκοπούς και τίποτε άλλο. Δε μας ενδιαφέρει δηλαδή για την ώρα ο κινηματογράφος παρά σα μια νέα πιθανή τέχνη που απευθύνεται στον κόσμο την καθαρώς επιστημονική και τεχνική άποψη την αφήνουμε κατά μέρος αναγνωρίζοντας πως είναι ακόμη παρ’ όλα τα λαμπρά αποτελέσματα εμβρυακός και πως βέβαια πολύ σύντομα θα έχουμε καινούριες εκπλήξεις της εφαρμοσμένης επιστήμης σ’ αυτό το κεφάλαιο.
    Θέλοντας και μη, μια που ο κινηματογράφος κατάντησε δημόσιο θέαμα, δεν μπορεί παρά να έχει στενή, στενότατη σχέση με το θέατρο, δίχως να είναι καθόλου θέατρο ακριβώς δηλαδή όπως το μελόδραμα, το ιπποδρόμιον ή το καφωδείο που αν και είναι καθαυτό θέατρο όντως θεάματα, σχετίζονται αλληλένδετα με τούτο.
    Ήταν μοιραίο να θεατροποιηθεί ο κινηματογράφος, όταν καθαυτό μια εφεύρεση που σκοπό είχε να θέλξει και προπαντός να εκπλήξει το μάτι. Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει. Περιοριζόμενος ο κινηματογράφος στην ακέραιη αναπαράσταση της φύσης έκλεισε τον ορίζοντά του αν δεν ξέφευγε στην απέραντη πεδιάδα της φαντασίας. Αυτός όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά καλλιτεχνική δημιουργία. Καταδικασμένος λοιπόν να δημιουργήσει έπρεπε με κάθε τρόπο ή να το κάμει ή να καταδικασθεί στην αφάνεια ο κινηματογράφος.

    Δυστυχώς στην αρχή διάλεξε τον προστυχότερο δρόμο καταφεύγοντας στη δουλοπρεπέστερη μίμηση που αρύσθηκε αναγκαστικώς από το θέατρο. Δεν μπορούσε όμως να κάμει και εκλογή κατά πολύ διάφορη. Το θέατρο, εννοώ το θέατρο της προκοπής, είναι κατ’ αρχήν ακινηματογράφητο επειδή αποτείνεται πιο πολύ στη σκέψη και στη συγκίνηση παρά στο μάτι. Ο κινηματογράφος μπορεί κι αυτός πρώτα τη συγκίνηση και κατόπιν τη σκέψη να προσπελάσει, πάντως όμως έχοντας διάμεσο το μάτι.

    Περιττό να ξαναλέμε τις σαχλαμάρες και τις ηλιθιότητες που δημιουργήθηκαν και εξακολουθούν να δημιουργούνται ακόμα απ’ αυτή την πλάνη, δηλαδή την κινηματογράφηση γνωστών έργων σκέψης θεατρικών και μυθιστορημάτων ακόμα.

    Ομολογώ πως τα λίγα ίχνη, τα διδόμενα που με κάμαν να θαρρώ πως διείδα βάσεις πιθανής κινηματογραφικής αισθητικής τα βρήκα σε σκηνογραφήματα, προ παντός Αμερικάνικα και Γερμανικά, επίτηδες σιαγμένα για τον κινηματογράφο.

    Το αξίωμα λοιπόν πως οι κινούμενες ζωγραφιές, καθώς λένε οι αγγλοσάξονες πολύ εκφραστικοί, μπορούν για την εκλογή των θεμάτων τους τουλάχιστον να μη ζητιανεύουν από το θέατρο βγήκε μοναχό του και σφηνώθηκε πια στα κεφάλια των εργατών της νέας αυτής εφαρμοσμένης εφεύρεσης.
    Δε φτάνει όμως αυτό. Το να γυρίσεις τα ράχη σου στο θέατρο και στη φιλολογία και να θελήσεις να δημιουργήσεις έργο τέχνης κινηματογραφικό, είναι μι από τις ευγενέστερες προσπάθειες. Και η προσπάθεια πρέπει να στεφανώνεται και από τα αποτελέσματα για να μην είναι άγονη. Ανάμεσα όμως στην προσπάθεια και στα αποτελέσματα παρεμβαίνουν τα απαραίτητα μέσα για την πραγματοποίηση αυτής της προσπάθειας και αυτά τα μέσα θέλοντας και μη πάλι απ’ το θέατρο το αρύσθηκε ο κινηματογράφος. Αφού σε μια γενναία επανάσταση απελευθέρωσης δημιούργησε δικά του θέματα, ιδιαζόντως φωτοτεχνικά, ο κινηματογράφος μη έχοντας καλλιτεχνική παράδοση αναγκάστηκε ο φτωχούλης, να δανεισθεί από το περιφρονημένο θέατρο τους θεατρίνους αφού ειδικοί κινηματογραφικοί υποκριταί δεν υπήρχαν.

    Δημιουργήθηκε δε το εξής τραγελάφημα, κουτσοθεατρίνοι, και συνήθως τα ξεπετάματα του θεάτρου ριχτήκαν στον κινηματογράφο, κουτουλώντας όλα τους τα ανυπόφορα ελαττώματα και θεατροβρώμησαν τα καθαρώς κινηματογραφικά σκηνογραφήματα. Τώρα σιγά – σιγά αρχίζει να γίνεται αισθητή η ανάγκη πως μονάχα  μια προσηκοίωση δε φτάνει για το θεατρικό ηθοποιό που θέλει να μεταμορφωθεί σε κινηματογραφικό ερμηνευτή. Κάτι παραπάνω είναι απαραίτητη μια κινηματογραφική μόρφωση που δεν είναι εύκολο πράμμα αφού δεν σχηματίσθηκαν ακόμη αυτοί που θα της θέσουν τις βάσεις και θα τη δείξουν.

    Όπως δηλαδή κατανοήθηκε η ανάγκη κινηματογραφική δημιουργίας, έτσι άρχισε να γίνεται αισθητή και η ανάγκη κινηματογραφική ερμηνείας για να μπορέσει, εντελώς απελευθερωμένη από το θέατρο να κάμει κάτι βιώσιμο αυτή η εκπληκτική εφεύρεση.
    «Τούτων ούτως εχόντων», καθώς λένε και γράφουν ακόμα οι καθαρευουσιάνοι, ας δούμε τι γίνεται με το καθεστώς, το σημερινό τουλάχιστο. Ένα κινηματογραφικό έργο της ανθρωπιάς – αφήνω τις ανοησίες των Κουό Βαντίς με τα τριακόσια λιοντάρια και τις χιλιάδες κομπάρσους και παρόμοια αννοητολογήματα – κατά την τελευταίαν τεχνική έχει δικό του θέμα όσο το δυνατό φωτοτεχνικότερο: Αυτό όμως ερμηνεύεται από καλλιτέχνες που αν δε βγαίνουν όλοι από το θέατρο έχουν τουλάχιστον θεατρική μόρφωση, θαρρώντας ειλικρινώς πως είναι φωτοτεχνική. Η προβολή λοιπόν μιας ταινίας παρουσιάζει την ακόλουθη ανωμαλία μιας δευτεροβάθμια σαν πούμε σύμβασης.
    Εξηγούμαι. Ήδη το θέατρο είναι μια πρωτοβάθμια σύμβαση καθώς όλες οι τέχνες με τα παρακλάδια τους. Ερμηνεία θα πει σύμβαση γιατί αλλιώς καταντά ταυτολόγια ή αντιγραφή. Το θέατρο ερμηνεύοντας τη ζωή με τους εσώτερους του κανόνες, τη βλέπει πίσω απ’ την ιδιαίτερη οπτική του με όλες τις σχετικές συμβάσεις που πηγάζουν αναγκαστικώς από την ειδική του φύση. Η μόρφωση των θεατρίνων αποβλέπει ακριβώς αυτή τη σύμβαση και δε συνίσταται από άλλο τι παρά από συνθηματικά ή συμβατικά μέσα εκφράσεων εντελώς τα ίδια παρ’ όλες τις διάφορες σχολές. Ακόμα και το θεατρικό λεχτικό έχει την ιδιαίτερή του μορφή γιατί ποτέ δεν είναι αντιγραφή της φύσης, παρά μονάχα μια καλλιτεχνική της μετάθεση.

    Αυτή τη σύμβαση, από αιώνων συνήθεια στο πολιτισμένο μας αίμα και από ανάγκη, την παραδεχόμαστε μοιραίως σε βαθμό που την ξεχνούμε σχεδόν και σ’ αυτό μας υποβοηθεί η μαγεία του λόγου και της εντύπωσης του προοπτικού βάθους στο θέατρο.
    Στον κινηματογράφο βουβαμάρα και επιφάνεια. Μιλιά δεν ακούεται και η προοπτική του στο σεντόνι είναι ψεύτικη, βάθος δεν υπάρχει. Η έλλειψη αυτών των δύο στοιχείων του μιλητικού και του διαστηματικού μας κάμει πιο σκληρή – στους περισσότερους ασυνείδητα – την ύπαρξη της καλλιτεχνικής σύμβασης που εδώ πια δεν μένει όπως στο θέατρο πρωτοβάθμια παρά διπλοδυναμώνει σε δευτεροβάθμια.

    Οι θεατρίνοι έχοντας αποκλειστικώς θεατρική μόρφωση παίζουν δήθεν φωτοτεχνικά με όλα τα κοινωνικά μέσα – στάσεις έκφραση, βάδισμα, χειροκούνημα και λοιπά. Αυτή όμως τη σύμβαση όχι μόνο δεν έρχεται να σκεπάσει η προοπτική του βάθους και το χάρμα του λόγου παρά η έλλειψή του την κάμνει ακόμα αισθητότερη.

    Σύμβαση καταντά λοιπόν ο κινηματογράφος με το τωρινό παίξιμο των ερμηνευτών του, ενώ σύμβαση ζωής είναι το θέατρο. Η κινηματογραφική αισθητική για την απ’ ευθείας ερμηνεία της ζωής ακόμη δε βρέθηκε για την ώρα δε στην αδυναμία του ο κινηματογράφος θαρρώντας πως ερμηνεύει τη ζωή, φορτώνει δεύτερη σύμβαση στη θεατρική φαντασμαγορία.

    Για το μέλλον όμως και την ανάπτυξη του κινηματογράφου στο στοιχείο του και στην πιθανότητα των δυναμικών του μέσων, πρέπει το δίχως άλλο, με κόπους και με λάθη να βρεθεί η άμεση του αισθητική που θα τον συνδέσει με τη ζωή.
    Ένα μικρό παράδειγμα μας ξεκουράζει απ’ αυτή τη θεωρητική φρασεολογία. Στον κινηματογράφο οιαδήποτε σκηνή που ξετυλίγεται μέσα σ’ ένα σπίτι ή αλλού, όχι δηλαδή στο ύπαιθρο, αφήνει να καταφαίνεται η δευτεροβάθμια σύμβαση που λέγαμε. Γι’ αυτό και δίχως εναλλαγή πολύ γρήγορα των πινάκων, η δίχως παραχωμένα σχόλια τέτοιες σκηνές δεν στέκουν, κουράζουν και καταντούν ακατανόητες. Δεν είναι τόσο που λείπουν τα λόγια, όσο το ότι οι θεατρίνοι δεν έχουν τα μέσα να εκφράσουν το τι ζητείται απ’ αυτούς φωτοτεχνικώς.

    Δείτε όμως και την ίδια σκηνή – ας υποθέσουμε μια ερωτική εξομολόγηση – στο ύπαιθρο, ανάμεσα στους βράχους, και στο ποτάμι, κάτω από τα δέντρα, οπουδήποτε. Το πράμα σ’ αυτήν την περίπτωση όχι μόνο δεν είναι κουραστικό παρά… κάτι το ανυπόφορο. Και ο λόγος είναι εύκολος ο φυσικός διάκοσμος, ειλικρινέστατος, στην φωτογραφική του απεικόνιση, μας κάμνει ακόμα περισσότερο να κατανοήσουμε την τρομερή σύμβαση που μένει αγεφύρωτη ανάμεσα στο περιβάλλον και το δευτεροβάθμιο συμβατικό παίξιμο των θεατρίνων, με τα θεατρικά συμβατικά μέσα, δίχως λόγον ή δίχως προοπτική!

    Ίσως αν σε χρόνια δεν εξευρεθεί ιδιαίτερη αισθητική φωτοτεχνίας, το μάτι μας, μάλλον το μυαλό μας συνηθίσει αυτή την αισθητική ανισορροπία, για την ώρα όμως συνειδητά ή ασυνείδητα δεν την ανέχεται παρατηρείστε όμως στο ύπαιθρο πάλι τι διαφορά παίρνει μια σκηνή όπου δεν έχει να παρέμβει το θεατρικό παίξιμο, ένα κυνήγι π.χ. ή ότι άλλο.

    Στο θέατρο μιλεί ή φέρεται κανείς θεατρικώς, δεν μπορεί όμως να τρέξει καβάλα θεατρικώς ο θεατρίνο γιατί ποτέ στο θέατρο δεν κάνουν τέτοια τσαλίμια. Αναγνωστικώς θα τρέξει ο θεατρίνος φυσικά, δεν έχει ανάγκη να ψηλώσει γιατί κυνηγώντας καβάλα δε βγάζουμε λόγους (η έλλειψη προοπτικής πάντα βέβαια υφίσταται).

    Το αποτέλεσμα θα είναι αμέσως η υποβίβαση της δευτεροβάθμιας σύμβασης σε πρωτοβάθμια και συνεπώς η πιο άμεση ερμηνεία της ζωής. Νοιώθει τότε κανείς πως βρίσκεται εντελώς στην κινηματογραφική αισθητική δίχως να έχει ανάγκη να περάσει πρώτα από τη θεατρική.
    Όλα αυτά καλά και άγια μα το γιατρικό ούτε εγώ δεν το ξέρω. Δε θα πει όμως δεν υπάρχει, το δίχως άλλο βρίσκεται, αλλά για να το βρούμε πρέπει κάμποσες φορές να σπάσουμε το κεφάλι μας και κάμποσες φορές να πέσουμε έξω. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι πως ήδη άρχισαν να φαίνονται πιθανές αισθητικές βάσεις για τον κινηματογράφο.

    Μονάχα το να προσπαθήσουμε να τον απελευθερώσουμε από τη θεατρική τεχνική και να τον βάλουμε σε άμεση επαφή με τη ζωή, για να τη διερμηνεόση απ’ ευθείας είναι κάτι, οι φίλοι του θεάτρου δεν είναι ανάγκη να τραβούν τα μαλλιά τους, ο κινηματογράφος χρωστά πολλά στο θέατρο και μια μέρα θα του τα πληρώσει με το τόκο.

    Το θέατρο δεν έχει να τον φοβάται έχοντας δε γερούς πόντους με το μέρος του που πολύ δύσκολα τους φαίνονται, δίχως πολυβάθμιες συμβάσεις να κατακτήσει ο κινηματογράφος. Την προοπτική και το λόγο. Εν αρχή ο Λόγος!....


Παρίσι


Μ. ΒΑΛΣΑΣ