ΠΕΝΤΕ ΝΕΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

ΠΕΝΤΕ ΝΕΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

 

Ηλίας Κλουβιδάκης

 

Η ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ

 

Με χρόνια ογδόντα να βαραίνουνε την πλάτη,

στα απογεύματα αναλώνεται κεντώντας,

τα γερασμένα μάτια μια οφθαλμαπάτη,

με χέρια πάνω στις κλωστές ακροβατώντας.

 

Χιλιάδες σχέδια στιγμών και βιωμάτων,

με μια βελόνα προσπαθεί ν’ αποτυπώσει,

μια ζωηρότητα στον τόνο των χρωμάτων,

η νοσταλγία για τη νιότη της θα δώσει.

 

Τα ερτζιανά ν’ αναπολούν δεκαετίες,

μ’ ένα ταγκό ανεμελιάς και εφηβείας,

κινήσεις γρήγορες, κοφτές στιχομυθίες,

να σιγοντάρουν το ρυθμό της μελωδίας.

 

Ο ήλιος λάμπει στο ασημί της δαχτυλήθρας,

κι η αντανάκλαση το βλέμμα της τυφλώνει,

φεύγει τ’ απόγευμα κι η αίσθηση της ψύχρας,

να της θυμίζει πως γερνά και είναι μόνη. 

 

 

ΜΑΤΑΙΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ

 

Γίγνεσθαι μάταιο βιώνω κι αναπνέω

κι η ύλη ένα με το ανθρώπινο εγώ

πότε λυγίζω, πότε πάλι επιπλέω

σ’ ένα αιώνα εντυπώσεων ναυαγώ.

 

Σε ποιο μετά τις προσδοκίες ν’ ακουμπήσω ;

σε ποιο παρόν μου να πλαγιάσω ασφαλής ;

ποιο πεπρωμένο μου μ’ εμπόδισε να ζήσω

το υπερπέραν τ’ ουρανού μου και της γης ;

 

Πνευματικότητά μου σ’ άφησα μονάχη,

πεπερασμένος οδηγούμαι σε φθορές

σκαρφαλωμένος στης αλήθειας μου τη ράχη

να επουλώνω αμυχές και εκδορές.

 

Έκπτωτη νιότη μου γερνάς κι αναρωτιέσαι,

γιατί στο σώμα που γεννιέσαι να γερνάς,

πως κάτι άϋλο θα είσαι απαρνιέσαι,

που όλα τα γήινα θα θες να προσπερνάς.

 

 

ΤΑΣΕΙΣ ΦΥΓΗΣ

 

Φυγής μου τάσεις και σεις, άγνωστοι σταθμοί μου,

σαν οι αφίξεις μου θα ηχούν στο σφύριγμα μου,

θα ατενίζουν βουρκωμένοι οι οφθαλμοί μου,

νέους ορίζοντες, καινούργιο στήριγμα μου.

 

Ζωή μου στάσιμη στο απόγειο της πλήξης,

γαλουχημένη σ’ αδικίες και θορύβους,

θα δεις σαν όποιο σου παράθυρο ανοίξεις,

την κάθε μέρα σου να χτίζουνε σε κύβους.

 

Της κατρακύλας τ’ αφιέρωμα ετοιμάζω,

ξανά του αβάσταχτου υπάρχω θεατής,

ποιες απαρνήσεις κι ανασφάλειες δοκιμάζω,

σ’ ότι με φθίνει να μην είμαι εγκρατής;

 

Χαοτικά και αναπάντεχα στενάζω

κι ορχηστρικά παραμιλώντας να σιωπώ,

το πιο ατίθασο της τόλμης σα γυμνάζω,

την πειθαρχία μου θα θέτω αυτοσκοπό.

 

 

ΤΟΥ ΠΡΙΝ ΜΟΥ ΤΟ ΜΕΤΑ

 

Εγκλωβισμένος σε μια απύθμενη μιζέρια,

ψάχνω δεσμίδες αισιόδοξου φωτός,

μ΄ ακροβασίες στων ορίων τα λημέρια,

στοιχηματίζω πως θα ζήσω σκυθρωπός.

 

Ευθυγραμμίζοντας στροφές και κατηφόρες,

αναστοχάζομαι του πριν μου το μετά

κι ένα αεράκι δίνει φόρα στις αιώρες,

που νανουρίζουν των στιγμών μου τα λεπτά.

 

Ποια αφοσίωση θα’ ρθει να μ’ εκτινάξει,

στου ερωτισμού μου τους αδιάβατους αιθέρες

και ποια σιωπή απ’ τη φωνή μου θα τρομάξει,

των τύψεων μου τις ακλόνητες φοβέρες.

 

Με προσωπεία παίζω ρόλους σ’ ένα δράμα,

ξεχνώ τα λόγια μου κι αφήνω υποψίες,

το παρασκήνιο πως είναι ένα κράμα,

από ανούσιες φυγές και συνουσίες.

 

 

                 *

 

 

Θεοδόσης Κοντάκης

 

ΔΕΝΤΡΑ

 

Τη νύχτα το βουνό ήταν γεμάτο φαντάσματα:

Τα δέντρα βογγούσαν μες στο σκοτάδι.

Με το χάραμα φάνηκαν οι κεραμιδιές σκεπές

ν’ αναπνέουν λίγο-λίγο τις πρωινές σταγόνες·

μια μέρα ακόμα: χτίστηκαν κάποτε από χέρια γερά

μα τώρα οι τοίχοι, από ζάχαρη, τους λιώνει η δροσιά·

οι κάτοικοι –αν ζουν- θα κοιμούνται.

 

Μέσα στην πάχνη, τα κλαδιά υψώνουν τις παλάμες:

μαλακός βοριάς φυσούσε, τραβούσε στην κορφή

το σώμα· τα μάτια στραμμένα στον ουρανό

και προσπαθούν κάτι να δημιουργήσουν

ξανά: από κάτω προς τα πάνω

ενώ το τελευταίο αστέρι τρεμοσβήνει.

 

Μια φωνή ανεβαίνει, κατεβαίνει με την ψιλή βροχή.

Το καμπαναριό, το ρολόι με βγαλμένους τους δείχτες·

η καμπάνα, σκουριασμένη, πενθεί τα χρόνια:

παλιό αμαξάκι, σύντροφος, έφερνε πολλούς αιώνες,

πολλά αγαθά· τώρα κάθεται άχρηστο

τα μπράτσα του φυτεμένα στη γη:

τώρα όλα τρέχουν πολύ γρήγορα.

Κι όμως, κι έτσι κάποιοι πέταξαν, τρελοί με το φως,

άφαντοι στην πόλη –εδώ πάλι είναι δέντρα.

 

Εδώ πέρα τα τρένα φτάνουν πολύ αργά

οι σταθμοί πονούν, έχουν αίμα, και δέρμα απαλό

λίγοι άνθρωποι πρόσφυγες, μετανάστες περιμένουν γυμνοί

σκυφτοί· εδώ μένουν –καμιά σκεπή γι’ αυτούς,

όταν σηκώνουν το βλέμμα η ματιά πάει πέρα, ψηλά:

ο κόσμος εδώ είναι πιο λεπτός από τη δροσιά του πρωινού,

ομίχλη κι απάτη· αλλιώς θα ‘ταν αβάσταχτος.

                       

Μια φωνή ανεβαίνει, έπειτα γκρεμίζεται στη γη:

σκληρό κι αέρινο και το στερέωμα και το χώμα

ομίχλη και σιωπή· μόνο πέρα στον ορίζοντα

οι κορφές των δέντρων, μυστικές

αγκαλιάζουν τα σύννεφα.

 

 

                 *

 

 

Αργυρώ Λουλαδάκη

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

Τα δωμάτια

         συγκρατούν τη σιωπή

όπως τα αντικείμενα

                         τη σκόνη.

 

Τα δωμάτια

             με τις  ακίνητες ντουλάπες

και τα άδεια ρούχα

              στο περίσσευμα του δρόμου.

 

Τα δωμάτια

         κίνηση μισή

στην άκρη του δρόμου.

 

 

ΤΙΠΟΤΕ

 

Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα

     συνεχίζονταν η μέρα·

 

Τα μπαλκόνια σταματούσαν τον ορίζοντα

       στο παράθυρο

κι οι περαστικοί -όπως πάντα-

   παρέσυραν τα πεζοδρόμια στα βήματά τους.

 

Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα

     συνεχίζονταν η μέρα·

 

 

       *

 

 

Θεανώ Μποράκη

 

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΖΩΗ....
 
Υπάρχει μια ζωή μες στη ζωή μου που σου μοιάζει
Θέλω να την κρατήσεις
Εντός σου
Στα μάγουλα σου πάνω
Στα χέρια σου
Υπάρχει μια ζωή μες στην δική μου ζωή που πολύ σου μοιάζει
 
Το συναίσθημα είναι αβάσταχτο
Η καρδιά μου θα γίνει χίλια κομμάτια  
Δεν αντέχω την απόσταση  
Πάρε τούτη τη ζωή 
Πλάσε την
Κράτα την για πάντα
 
- Τι είναι για πάντα
- Πόσο κρατάει το πάντα
- Πόσο θα κρατήσει το δικό σου πάντα;
 
Ορκίσου πως δεν θα εγκαταλείψεις αυτή τη ζωή  
Ορκίσου πως θα 'ναι μεταξύ εσένα και εμένα  
Ένα μυστικό  
Ένα συμβόλαιο 
Για να μπορέσουμε να ζήσουμε
Για να έχουμε κάτι κοινό ανάμεσα μας
 
Υπάρχει μια ζωή μες στην δική μου ζωή που γνωρίζεις 
Που κατανοείς
Υπάρχει μια ζωή μες στη δική μου ζωή που γνωρίζεις από πάντα
 
Απλώνω το χέρι
Το κενό
Το τηλέφωνο
Κανένας
Μια φωνή ζεστή, μια γελαστή φωνή
Θέλω να ακούσω τη φωνή σου
 
Μου δίνεις μια ζωή μες στη δική μου ζωή
Για πόσο ακόμα
Μήπως είναι αυταπάτη;
 
Θα γκρεμοτσακιστώ
Θα σπάσω  
Θα κλάψω
Θα ψάξω μια ζωή που μοιάζει στην δική μου ζωή  
Μια ζωή με γέλια, με χαμόγελα 
μια ζωή πάνω από την δική μου
που με ανεβάζει
όπου αποκαλύπτομαι
 
 
 

         *

 

 

Ειρήνη Πούλου

 

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

 

Πόσο νέοι καταταχτήκαμε σε αντίπαλα στρατόπεδα 

ακούγοντας των στρατηγών τις συμβουλές 

και οχυρωθήκαμε πίσω από σωρούς βράχων.

Με ρούχα νεοσύλλεκτων μάθαμε 

να βγάζουμε άναρθρες πολεμικές κραυγές σαν ομάδα 

να κυνηγούμε τα αλλιώτικα και τα διαφορετικά

να σμίγουμε σαν μάζα όπως ένα μελίσσι ορμάει πάνω σε σφήκα

να αποφεύγουμε με τεχνικές εκείνες τις ριπές αρμύρας,

πίσω από βράχους να βλέπουμε τα κύματα να σπάνε

να κρατάμε το στόμα μας κλειστό

να ακολουθούμε πιστά τις εντολές των ανωτέρων.

Πόσο εύκολα πέρασε ο καιρός σε αντίπαλα στρατόπεδα

κάποτε ξεχάσαμε τους λόγους που έγιναν όλα αυτά,

αλλά εμείς έχουμε μάθει στην προσποίηση στα άσκοπα λόγια,

στις  περιττές και ανώφελες χειραψίες, 

στις πρωινές αναφορές

στους χαιρετισμούς προϊσταμένων,

στις κρεμασμένες ταυτότητες μέσα από τα καθαρά μας πουκάμισα,

στα λευκά περιβραχιόνια, στην περιφρούρηση μηδενικών ιδανικών.

Οχυρωμένοι πίσω από αυτές τις πέτρες 

δεν έχουμε κοιταχτεί ποτέ στα μάτια

Πως μοιάζεις; Δεν θα μάθουμε ποτέ.

Για μας θα είσαι ένας ξένος σύμφωνα με τις περιγραφές εκείνων.

Δεν έχουμε πια περιθώρια αμφιβολίας.

Έτσι όπως ξοδεύτηκε η ζωή μας

ας κάνουμε πως τρίζουμε τα δόντια μας από λύσσα,

ας παίξουμε με αξιοπρέπεια την τελευταία σκηνή πριν πέσει η αυλαία.

Ίσως έτσι πιστέψουμε πως έχουμε μια δικαιολογία για ότι μας συνέβη.

Καλύτερα να κρατηθούμε εχθροί ως τέλος σε αντίπαλα στρατόπεδα

παρά αιχμάλωτοι σε εκείνο το κενό θανάτου.

 

 

ΑΛΩΣΗ

 

Κλειστοί όλοι οι θαλάσσιοι δρόμοι.

Όγκα τις πύλες φυλάει και κάθε φλόγα  που σβήνει  μια άλλη  ανάβει.

Κι’ όσο το ένα φως διαδέχεται το άλλο τα νέα διαδίδω στην πόλη,

μα ξέρω πως όλα αυτά είναι ανώφελα και περιττά.

Αναγνωρίζω  τον εχθρό. 

Πιο περιττό απ’ όλα το  κορμί μου που γέρνει κουλουριασμένο πάνω στα  τείχη και 

κάθε τόσο τραντάζεται από τις κραυγές των εραστών που μάχονται 

ποιος θα υπερισχύσει.

Α να είχα και εγώ μια τέτοια ορμή  να πολεμήσω  ένα σώμα να κατακτήσω

ή να κατακτηθώ 

παρά εδώ φρουρός να περιμένω  μια άδεια πανοπλία

πάνω σε άλογο που γέρνει.

Α να είχα και εγώ μια τέτοια μάχη να δώσω 

παρά εδώ ντυμένος στρατιώτης καρνάβαλος με σκουριασμένα όπλα 

τη νίκη να γιορτάζω για χάρη ποιού;

Ανάποδα εδώ να περπατώ σαν κάβουρας

ένα ξερό καβούκι απ’ τον ήλιο και τη θάλασσα,  

σε τι άλλο να ελπίσω ποιόν βασιλιά ή στρατηγό να ακολουθήσω όταν 

και η νίκη ακόμα μια ήττα είναι για εμένα;

Μόνη παρηγοριά μου ετούτο εδώ το πράσινο όλο ζωή  βαθούλωμα των βράχων 

που κάποτε με νανούρισε έμβρυο αγέννητο ακόμα

στο ήσυχο κενό της απουσίας 

και αυτή η ρίζα που ανασαίνει κάτω απ’ τα πόδια μου τραβώντας μέσα της το ελάχιστο  και 

εγώ τι παραπάνω θέλω;

Μόνο έναν ύπνο χωρίς όνειρα, γαλήνιο.

Μου μοιάζει αυτός ο δρόμος που ξεκινάει

από τούτη εδώ τη χαλασμένη κατηφόρα 

στα νιάτα του ποτάμι γόνιμο φαρδύ όλο ορμή και δύναμη και 

τώρα ίσα που ξεχωρίζει με τόσες πέτρες και αγριόχορτα.

Όλα ρημάξανε  μετά από  εκστρατείες πολέμους νικηφόρους,

γεράσαμε κι’ ας μην ασπρίσαν τα μαλλιά μας μετά από τόση αναμονή.

Κερδίζουνε οι στρατηγοί   

μα ότι και να λένε πάντα χασούρα έχουμε εμείς οι λαϊκοί 

άδικα λέω εγώ χάνεται μια γενιά.

Αχ σιωπή μου εσύ   

στη σκοτεινιά της νύχτας  πόσο φως μπορώ ακόμα  μέσα σου να φαντάζομαι. 

Ποιος είναι  το αγκάθι στο αυτί ενός ζώου,

το άδειο καλάμι που μέσα του τρέχουν τα σύμφωνα και χτυπάν 

φάλτσα την ησυχία της νύχτας.   

Ποιος διευθύνει αυτή την άναρχη ορχήστρα τώρα που τα βασίλεια πέσανε και

όλοι  υπήκοοι γινήκανε του κανενός;

Των αστεριών το φως ανάβω 

τίποτα να μην παραδοθεί στο σκοτάδι τώρα που  

επέστρεψαν οι  νικητές όσοι κατέλαβαν την Τροία ,

τώρα που μέσα στην πόλη τριγυρνάνε περιφέροντας τα λάφυρα ότι έχουν προφτάσει  

να αρπάξουν σκεύη ασημικά μα πιο πολύ γυναίκες νέα σάρκα ζωντανή 

παρθένα να χορτάσουν οι λιμασμένοι 

όσοι  έχουν απομείνει  αρσενικοί  σε αυτή την πόλη.

Και καθώς αραιώνουν οι φρουροί όλο και πιο πολύ αναγνωρίζω τον εχθρό 

που εισχωρεί αθόρυβα μέσα στα όνειρα,

τώρα που μεθυσμένοι από κούφιες υποσχέσεις δίνουμε σε αντάλλαγμα  

τις ξεφτισμένες συνειδήσεις μας.

Τον φονιά υπακούω από ανάγκη.

Πάνω στις επάλξεις του πύργου πάλι θα ξαγρυπνήσω και πώς να κοιμηθώ όταν 

η νύχτα γύρω μου τυλίγεται μαύρο σχοινί με κόμπους ναυτικούς και 

τα  γδαρμένα σφάγια τόσοι νεκροί πάνω το στήθος μου χτυπούν βγάζουν τη γλώσσα έξω.

Το φονιά υπακούω από ανάγκη.

Είδα το αίμα στα χέρια του και κατάλαβα πόσο η εξουσία μεθάει όποιον 

τα σκήπτρα της κρατεί.

Άκουσα τη φωνή της Κλυταιμνήστρας και ένιωσα πόσο λίγο απέχει μια κραυγή ηδονική 

με εκείνη της εκδίκησης.