ΤΑΚΗΣ Α. ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ

ΤΑΚΗΣ Α. ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ

  

 

                  ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΗΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

 

 

Είναι γνωστή η ομαδική μετανάστευση Τουρκοκρητικών στο χωριό της Νότιας Συρίας Χαμιντιέ και στο λιμάνι Ελ Μίνα του Βορείου Λιβάνου.

Κατά τα γεγονότα του 1897, όταν οι χριστιανοί της Κρήτης εξεγέρθηκαν και ζητούσαν την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα οι μουσουλμάνοι του νησιού τους, παλιοί χριστιανοί που για διάφορους λόγους είχαν εξισλαμιστεί, ήρθαν σε άμεση και αιματηρή ρήξη μαζί τους. Χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή από την οθωμανική εξουσία εναντίον των Ελλήνων της Κρήτης με την κινητοποίηση του γνωστού για τις ακρότητές του μουσουλμανικού φανατισμού.

Μετά την ανακήρυξη της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας περίπου 40.000 τουρκοκρητικοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε εδάφη της οθωμανικής επικράτειας, φοβούμενοι πιθανά αντίποινα των ελεύθερων πλέον Ελλήνων χριστιανών.

Έτσι δημιουργήθηκε και το αμιγώς «τουρκοκρητικό» χωριό Χαμιντιέ της Συρίας, όπου μέχρι σήμερα όχι μόνο οι κάτοικοί του διατηρούν τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα, με έντονη βέβαια κρητική προφορά, αλλά συντηρούν και τα κρητικά έθιμα, την παραδοσιακή φορεσιά, την κρητική κουζίνα και πάνω από όλα τον κρητικό τους χαρακτήρα.

Οι άντρες είναι μονογαμικοί, οι γυναίκες μορφώνονται και δεν φορούν μαντίλα, υπάρχει έντονη τάση ενδογαμίας (δηλαδή προτιμούν να παντρεύονται μεταξύ τους) και όλοι παρακολουθούν τα γειτονικά ελληνοκυπριακά τηλεοπτικά κανάλια.

Η αγάπη των ανθρώπων αυτών για την προγονική πατρίδα τους είναι φανερή σε όλες τις εκδηλώσεις τους, σε σημείο να έχουν συστήσει και συλλόγους καταγομένων από την Κρήτη. Διαφυλάσσουν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα, μιλούν μεταξύ τους μόνο στην κρητική διάλεκτο, τα παιδιά μέχρι να πάνε στο σχολείο αγνοούν τα αραβικά και επιθυμούν να έχουν ουσιαστικότερες σχέσεις με τη μητροπολιτική Ελλάδα.

Τα τελευταία μάλιστα χρόνια πολλοί από αυτούς, που επιμένουν να αποκαλούνται Συρορητικοί (και όχι Τουρκοκρητικοί) ταξιδεύουν και γνωρίζουν την Κρήτη, εργάζονται σαν οικονομικοί μετανάστες στα Χανιά ή άλλες πόλεις της Κρήτης και προσπαθούν να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα. Φυσικά παίζουν ακόμα τη λύρα και τραγουδούν μαντινάδες, στις οποίες κυριαρχεί η νοσταλγία για τη χαμένη κρητική πατρίδα.

Σε κάποιο ταξίδι μου στη Συρία τον Απρίλιο του 2010 ο ξεναγός μας, (που λεγόταν Μωχάμετ Αμίν και καταγόταν από το Χαμιντιέ,  μιλούσε βεβαίως ελληνικά και καμάρωνε για την κρητική καταγωγή του), πήρε ξαφνικά  το μικρόφωνο του τουριστικού λεωφορείου και απήγγειλε δυο κρητικές μαντινάδες.

Τις μαντινάδες αυτές τις κατέγραψα και τις δημοσιεύω σήμερα. Αξίζει, νομίζω, να τις προσέξουμε, αφού μέσα από αυτές επιβιώνει το έμφυτο  ποιητικό τάλαντο του κρητικού λαού, που με τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη ανανέωσε τον ελληνικό ποιητικό λόγο και έσπασε τα δεσμά της λόγιας καθαρευουσιάνικης λογοτεχνίας.

Αν μάλιστα κανείς ερευνήσει περισσότερο επί τόπου θα ανακαλύψει και άλλα δείγματα της κρητικής ποιητικής φλέβας, που επιβιώνει μακριά από την Ελλάδα και διασώζει πολύτιμα στοιχεία της ελληνικότητας των συροκρητικών, έστω και κάτω από μουσουλμανικό μανδύα.             

Οι μαντινάδες αυτές πλημμυρίζουν από έντονα παράπονα για την αδικία του κόσμου τούτου αλλά και από νοσταλγία για την Κρήτη, τη δική τους «χαμένη πατρίδα».


         Το παράπονο του Συροκρητικού 
 
Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, γιάντα στραβά δικάζεις;
Μα και τα δάκρυα της χαράς γιάντα δεν τα μοιράζεις;

Γιάντα να κάνεις το κακό εύκολα να φυτρώνει,

να βγαίνει πλέον το καλό και να το ξεριζώνει ;

Γιάντα δεν κάνεις τις καρδιές μεγάλες σαν το αλώνι
που να χωράνε βάσανα, πίκρες, καημούς και πόνοι;

Και να μπορούνε να βαστούν του καθενούς τα λάθη,

να μην τονε βαραίνουνε τα άδικά του πάθη.

Αυτά που στα ζητά η καρδιά δώστα σ’ όλο τον κόσμο
Να γιατρευτεί ο πόνος μου και το παράπονό μου.

      


                 Η νοσταλγία της Κρήτης

 

Τ΄ ήθελα κι εξορίστηκα μακριά απ’ την Ελλάδα
και δεν θωρούν τα μάτια μου ένα λεπτό γλυκάδα.

 

Μέσα στα εργοστάσια δουλεύω νύχτα-μέρα

και νοσταλγώ τον κρητικό, τον καθαρό αέρα.

 

Τ΄ήθελα κι εξορίστηκα και συγγενείς δε βλέπω
και το χωριό μου αναζητώ, κι αν κάθομαι κι αν στέκω.

 

Θε μου Μεγαλοδύναμε σου το ζητά η καρδιά μου,

στην Κρήτη που γεννήθηκα να είμαι στα γερατειά μου.

 

Εκεί στα άγια χώματα τα γερατειά αν ζήσω,
της ξενιτιάς τα βάσανα τότε θα λησμονήσω.

 

Κι όταν θα φύγω απ’ τη ζωή, σου το ζητώ ακόμα

το μυρισμένο κρητικό να με σκεπάσει χώμα.

                                 
Η καταγραφή των δύο αυτών δημοτικών τραγουδιών έγινε το Πάσχα του 2010 στη Δαμασκό, σύμφωνα με την απαγγελία τους από τον Συροκρητικό ξεναγό Μωχάμετ Αμπντελραζάκ Αμίν, του οποίου ο παππούς από τον πατέρα του καταγόταν από τα Χανιά και ο άλλος παππούς από το Σκαλάνι του Ηρακλείου.