ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

  

"ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ"

 

Η Αγγελική Καραθανάση μιλάει στον Κεδρισό με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της Η Καθηγήτρια. Aφηγήσεις από την περίοδο της δικτατορίας, Γαβριηλίδης 2015.

 

 

- Πώς θα μπορούσε ένας υποψήφιος αναγνώστης να κατατάξει ειδολογικά το βιβλίο σας «Η καθηγήτρια» καθώς το αντικρίζει στις προθήκες ενός βιβλιοπωλείου; Ο υπότιτλος δεν βοηθάει επειδή παραπέμπει στο “αφήγημα”, όρος που αφενός δεν πολυχρησιμοποιείται αφετέρου η σημασία του παραμένει γενική και ασαφής.

 

Ο υπότιτλος του βιβλίου «αφηγήσεις» είναι κάπως διαφορετικός από τον όρο «αφήγημα», που πράγματι είναι πολύ γενικός και ασαφής, γιατί εμπεριέχει όλα τα είδη του πεζού (λογοτεχνικού) λόγου. Οι αφηγήσεις κατευθύνουν αμέσως το νου προς τον επικοινωνιακό λόγο· ο αναγνώστης περιμένει από τον συγγραφέα να του πει, να του αφηγηθεί κάτι με το βιβλίο του, χωρίς, νομίζω, να ενδιαφέρεται για το είδος στο οποίο αυτό το κάτι ανήκει. Σημασία έχει ο αναγνώστης να νιώσει ότι τον αφορά ή του αρέσει έστω κι ένα μέρος από όσα διάβασε· δεν νομίζω ότι συνήθως επιχειρεί να εισχωρήσει στο πεδίο των ειδικών μελετητών, των κριτικών ή των δασκάλων για να κάνει κατατάξεις.
Ωστόσο κάποιοι που διάβασαν κιόλας το βιβλίο το χαρακτήρισαν ὡς μαρτυρία· θα μπορούσε να είναι, αφού όσα αναφέρονται «μαρτυρούν», καταγράφουν  μια εποχή· κάποιος άλλος ίσως το δει ως χρονικό, αφού, όσα γεγονότα της τριετίας 1970-1973 αναφέρονται, παρατίθενται με κανονική χρονολογική σειρά· κάποιος τρίτος ίσως το αντιμετωπίσει ως μικρή αυτοβιογραφία, εστιασμένη κυρίως σε εκείνη την τριετία, ποικιλμένη, συνειρμικά πάντα, με αναδρομές στο παρελθόν. Ίσως τελικά να είναι όλα αυτά μαζί, αν και, όταν δούλευα τα κείμενα, δεν είχα στο νου μου τίποτε από όλα αυτά. Και μόνο λίγο πριν οδεύσει το βιβλίο προς το τυπογραφείο, έβαλα τον υπότιτλο «Αφηγήσεις από τα χρόνια της δικτατορίας», γιατί συνειδητοποίησα ότι αυτό πράγματι είχα κάνει, είχα αφηγηθεί καταστάσεις, συναισθήματα, σκέψεις εκείνης της συγκεκριμένης εποχής.

 

- Δεν έχω καμία εμμονή με τη φόρμα, εξάλλου πολλά έργα στη λογοτεχνία αλλά και στον κινηματογράφο είναι εξαιρετικώς ενδιαφέροντα,  επειδή ακριβώς καταπατούν τις γνωστές φόρμες με τις οποίες είναι εξοικειωμένος ένας “κλασσικός” αναγνώστης ή θεατής. Ωστόσο το μυθιστορηματικό στοιχείο υπάρχει αφού το ονοματεπώνυμο της ηρωίδας του βιβλίου είναι διαφορετικό από εκείνο της συγγραφέως. Να υποθέσουμε ότι και η πραγματικότητα που περιγράφετε είναι κάπως “πειραγμένη” χάριν της λογοτεχνίας;

 

Δεν θα χαρακτήριζα την Καθηγήτρια μυθιστόρημα, γιατί δεν είναι· δεν έχει την πολυπλοκότητα που απαιτεί ένα κλασικό μυθιστόρημα με τις παράλληλες ιστορίες πρωταγωνιστών και δευτερευόντων προσώπων· δεν διαγράφει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και κυρίως δεν δίνει ολοκληρωμένο τον χαρακτήρα των προσώπων που εμφανίζονται στο βιβλίο, αρκετά από αυτά ελάχιστα, καμιά φορά και στιγμιαία, αλλά παρά ταύτα γεννούν στην καθηγήτρια σκέψεις και συναισθήματα έντονα που νιώθει την ανάγκη να τα καταγράψει. 
Το όνομα της καθηγήτριας του βιβλίου είναι σκόπιμα διαφορετικό από τῆς καθηγήτριας-συγγραφέως, παρόλο που ομολογώ ότι συχνά τα δύο πρόσωπα ταυτίζονται. Με την αλλαγή των ονομάτων πέτυχα την αποστασιοποίηση, που απελευθέρωσε τη γραφή από τους δισταγμούς τής δημόσιας έκθεσης ορισμένων προσωπικών βιωμάτων. Έτσι μπόρεσα να παρατηρήσω πιο αντικειμενικά τη νεαρή Αθηναία καθηγήτρια του 1970-1973, που άθελά της βρέθηκε στην τελείως άγνωστή της Κρήτη, και να την «εκθέσω» στο αναγνωστικό κοινό τού 2015 ως ένα δείγμα, ίσως αντιπροσωπευτικό, της δεινής εκείνης εποχής. Από αυτή την άποψη, ναι, είναι λίγο «πειραγμένα» ή, καλύτερα, «προσαρμοσμένα» στις ανάγκες της αφήγησης, τα διαδραματιζόμενα στο   βιβλίο γι’ αυτό ας μην ψάξει κανείς να κάνει ταυτοποιήσεις.


- “Αφηγήσεις από τα χρόνια της δικτατορίας”, αντί “Αφηγήσεις από τα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας”. Οικονομία έκφρασης για την αισθητική του εξωφύλλου; Επειδή υπήρξαν δύο δικτατορίες στην Ελλάδα.

 

Όχι, δεν είναι για λόγους αισθητικής του εξωφύλλου η παράλειψη της λέξης «επτάχρονης» δίπλα στη λέξη «δικτατορίας». Θα μπορούσε να είχε συμπληρωθεί το επίθετο που προτείνετε ή και αντ’ αυτού να είχε προστεθεί η λέξη «συνταγματαρχών», αλλά δεν το σκέφτηκα. Γιατί για μένα, και για άλλους, που δεν ζήσαμε τη δικτατορία του Μεταξά, ούτε καν τον απόηχό της, τα καταπιεστικά χρόνια που ακολούθησαν την 21η Απριλίου 1967 άλλαξαν τη ζωή μας και ανέτρεψαν τα όνειρα και τον προγραμματισμό μας. Σ’ αυτή τη δικτατορία πάει αυτόματα το μυαλό μας. Κι επειδή δεν έγραφα ένα ιστορικό βιβλίο, αλλά ένα βιωματικό βιβλίο, δεν πέρασε από το νου μου να γίνω πιο σαφής στον υπότιτλο και να ονοματίσω τη δικτατορία.
Βέβαια, το κείμενο του οπισθόφυλλου και το ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου δεν δημιουργεί καμιά απολύτως σύγχυση ή αμφιβολία για ποια δικτατορία πρόκειται. Πάντως έχετε δίκιο, ίσως σε μια επανέκδοση, αν γίνει, συμπληρωθεί η συγκεκριμένη διακριτική λέξη.


- Τα στοιχεία που δίνετε αποτελούν πολύτιμη καταγραφή της καθημερινής πραγματικότητας μιας ιστορικής περιόδου που δεν έχει αποτυπωθεί/αναλυθεί διεξοδικά. Εννοώ την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της δικτατορίας στην ελληνική επαρχία και μάλιστα στο χώρο της εκπαίδευσης με την Κρήτη να έχει την τιμητική της. Κι αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή η αφηγήτρια δεν είχε ακόμη πολιτογραφηθεί ως “Κρητικιά”.  Η συναισθηματική της απόσταση δηλαδή από τον σχεδόν άγνωστο τότε γι’ αυτήν τόπο, θα πρέπει να την καθιστά πιο αντικειμενικό παρατηρητή.

 

Τα κείμενα του βιβλίου είχαν γραφτεί κατά την περίοδο στην οποία αναφέρονται. Για πολλά χρόνια ήταν φυλαγμένα και ξεχασμένα σ’ ένα συρτάρι. Όταν το 2008 έπιασα να τα ξαναδιαβάζω, διαπίστωσα ότι όσα έγραφα τότε αναβίωναν μια εποχή από την οποία συνειδηποίησα ότι μας χώριζε χάος. Στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει τα περισσότερα στην κοινωνία,  στο σχολείο και στην εκπαίδευση γενικά, στην πόλη, στην Ελλάδα ολόκληρη είχαν αλλάξει τελείως. Η συνήθεια κι η απαιτητική καθημερινότητα δεν με είχαν αφήσει να αντιληφθώ το βαθμό της αλλαγής και των ανατροπών που σταδιακά συντελούνταν. Κανονικός μιθριδατισμός δηλαδή, στον οποίο οφειλόταν η αδιαμαρτύρητη αποδοχή τακτικών που βαφτίζονταν προοδευτική εξέλιξη, θετική και επωφελής, κι ας μην ήταν, όπως τελικά για καίρια θέματα αποδείχτηκε.
Λέτε για αντικειμενικότητα των παρατηρήσεών μου την εποχή εκείνη λόγῳ της μη συναισθηματικής εμπλοκής μου ακόμη με την Κρήτη. Όμως δεν ξέρω αν μπορεί να μιλήσει κανείς για αντικειμενικότητα, όταν γράφει για τις ανθρώπινες καταστάσεις και σχέσεις και προσπαθεί να τις  ερμηνεύσει, γιατί πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της υποκειμενικής θεώρησης, μιας θεώρησης που ερείδεται στην όλη πνευματική συγκρότηση αυτού που γράφει. Κάποιος άλλος σίγουρα θα τα έβλεπε αλλιώς. Να είσθε όμως σίγουρος ότι όσα διαβάσατε στο βιβλίο αν δεν είναι αντικειμενικά, είναι οπωσδήποτε ειλικρινή, χωρίς ίχνος σκόπιμης μομφής ή υστερόβουλης ωραιοποίησης.

 

- Πώς ξεκίνησε το βιβλίο μέσα σας, από ποια ανάγκη, και γιατί γεννήθηκε τώρα; Είχατε ανάγκη την χρονική απόσταση προκειμένου να μιλήσετε “για τόσα περιστατικά και τόσα πράγματα” για τόσες ανθρώπινες συνήθειες και συμπεριφορές σε “χρόνια φωτιάς”;

 

Το βιβλίο δεν είναι καταγραφή αναμνήσεων και γι’ αυτό δεν έχει νοσταλγικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα κείμενα των αφηγήσεων, όπως ήδη είπα, ήταν καταγραμμένα την περίοδο στην οποία αναφέρονται σε τετράδια ή σκόρπια φύλλα με τη μορφή ημερολογίου ή επιστολών. Είναι αλήθεια αυτό που γράφω σε κάποια από τις πρώτες σελίδες ότι στο άγνωστο μακρινό νησί «καταφύγιό μου θα γίνει η αλληλογραφία και το ημερολόγιο». Και έγινε. Η ανάγκη μου για έκφραση στον ξένο τόπο όπου βρισκόμουν, στο γράψιμο μόνο έβρισκε διέξοδο.
Μετά την ανάσυρσή τους από το συρτάρι διάβασα κάποια αποσπάσματα σε ανθρώπους που εμπιστευόμουν· με διαβεβαίωσαν ότι τους ενδιέφεραν και τους αφορούσαν, παρόλο που ορισμένοι δεν γνώριζαν την ύπαρξή μου την εποχή στην οποία αναφερόμουν. Μου πρότειναν με επιμονή να μη διστάσω να τα δημοσιεύσω. Με βασάνισε πολύ η σκέψη ώσπου να πάρω την απόφαση να εκθέσω δημόσια τα ιερά και τα όσια της ψυχής μου. Ό,τι φύλαγα μέχρι τότε από «των πολλών τα αδηφάγα μάτια ως την πιο πολύτιμη περιουσία μου», όπως γράφω σε κάποιο σημείο, να το έβγαζα με τη θέλησή μου στο φως;
Και έκανα το εκούσιο τόλμημα. Και δεν ξέρω ακόμη αν καλώς το έκανα. Τόλμησα, όχι για να «πολιτογραφηθώ εις των ιδεών την πόλι», (ποτέ δεν σκέφτηκα να υποβάλω ένα τέτοιο αίτημα στους «Νομοθέτας» της)· τόλμησα για μην ξεχασθούν εκείνα τα χρόνια στην εκπαίδευση και στην Κρήτη, που, όπως λέτε στο προηγούμενο ερώτημά σας, δεν έχουν ακόμη «αποτυπωθεί και αναλυθεί διεξοδικά».
Θα πρέπει να πω βέβαια ότι τα ημερολογιακά και επιστολικά εκείνα κείμενα λειτούργησαν μόνο ως ο ιστός του  βιβλίου, που μου έδωσε τις λεπτομέρειες των γεγονότων, των βιωμάτων και των συναισθημάτων, των σκέψεων και των προβληματισμών. Η δευτερογραφή τους άρχισε προς τα τέλη του 2008 και τελείωσε ένα χρόνο αργότερα. Μετά τα άφησα ήσυχα να κείτονται. Ήθελα να κατασταλάξουν μέσα μου οι εντυπώσεις τους, να τα ξανασκεφθώ. Και πότε πότε, παράλληλα με άλλα πράγματα που έκανα, επενέβαινα βελτιωτικά. Τα ξαναδούλεψα αμέτρητες φορές μέχρι την τελική παράδοση  στον εκδότη τον Σεπτέμβριο του 2014. Έκανα αυστηρή υφολογική και δομική επεξεργασία των αρχικών κειμένων ακόμη και κατά τη διάρκεια των διορθώσεων των τυπογραφικών δοκιμίων, αφαίρεσα εκτός από ό,τι έκρινα ανούσιο, τις περιττολογίες, τις επαναλήψεις και τις ακριβείς ημέρες των ημερολογιακών καταγραφών ως αδιάφορες για τον αναγνώστη, (άφησα μόνο τα έτη και τους μήνες ως γενικούς τίτλους κεφαλαίων)· και μόνο στο στάδιο της τελικής επεξεργασίας πρόσθεσα ενδιάμεσους μικρότιτλους για διευκόλυνση της ανάγνωσης.
Δεν πρόκειται λοιπόν για καινούργια κείμενα, αλλά για παλιά «αναστηλωμένα», αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη αυτή για τα γραπτά.

 

- Όταν το βιβλίο σας - όπως κάθε λογοτεχνικό βιβλίο - θα αποτελεί “παρελθόν” για τους αναγνώστες του, τότε υποθέτω, θα συνεχίσει να είναι εγχειρίδιο ιστορικών και ερευνητών αναλυτών της κοινωνίας της συγκεκριμένης εποχής.

 

Αυτό, εννοείται, πως δεν μπορώ να το πω εγώ και νομίζω πως κανείς ακόμη δεν το ξέρει. Θυμάμαι πάντως πόσο με είχαν εντυπωσιάσει κάποια βιβλία γραμμένα από παλιούς συγγραφείς, καθηγητές της έδρας, που αναφέρονταν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των περασμένων καιρών. Τα διάβαζα με πάθος και μανία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και θα τα αναφέρω, για να τιμήσω εκείνους τους ανθρώπους που τα έγραψαν και με καθήλωσαν διαβάζοντας: Το άλας της γης (1953) του Βασίλη Μοσκόβη, Η Κυρία Ντορεμί (1955) της Λιλίκας Νάκου, Σ’ ένα γυμνάσιο Θηλέων (1959) της Κατίνας Παπά. Με συγκινούσε το ήθος και η αγάπη των καθηγητών εκείνων για τους μαθητές τους και ήθελα τότε να μπορούσα να μοιάσω στην καθηγήτρια-ηρωίδα της Παπά και στον καθηγητή- πρωταγωνιστή του Μοσκόβη. Έφερναν στο φως εκείνοι οι άνθρωποι με τα βιβλία τους μια εποχή τελείως διαφορετική από εκείνη που εγώ έζησα και αναφέρω στο δικό μου βιβλίο.

 

- Ένα βιβλίο βρίσκει τον τελικό προορισμό του στην επαφή με το κοινό του. Εσείς, πέρα από την αδιαμφισβήτητη χαρά που πήρατε γράφοντάς το, δεν “φοβηθήκατε” που η “Καθηγήτρια” βγαίνει σε μια αγορά βιβλίου κατακλυσμένη από ογκώδη γαργαλιστικά και μάλιστα ευπώλητα μυθιστορήματα παραλογοτεχνίας; 

 

Δεν φοβήθηκα αυτό που λέτε, γιατί δεν ένιωσα πως είχα κάτι να χάσω.  Φαίνεται πως μάλλον οι εκδότες φοβήθηκαν, όχι χωρίς λόγο, τους καταλαβαίνω απόλυτα, ιδίως σε τούτη την εποχή που η οικονομική κρίση έχει τσακίσει τους πάντες. Είναι αλήθεια ότι βρήκα κάποιες εκδοτικές πόρτες κλειστές. «Καλογραμμένο και ενδιαφέρον» έλεγαν, αλλά δεν μπορούσαν να αναλάβουν το ρίσκο της έκδοσης, υποθέτω ή για το λόγο που λέτε (το βιβλίο είναι μεν βιωματικό αλλά μάλλον συντηρητικό για τα σημερινά ήθη και καθόλου «γαργαλιστικό»), ή επειδή δεν είμαι «όνομα».
Στο βιβλίο βέβαια η καθυστέρηση της έκδοσης έκανε καλό. Η βιασύνη είναι κακός σύμβουλος και ευχαριστώ πραγματικά αυτούς που αρνήθηκαν να το εκδώσουν τότε, γιατί μου έδωσαν τη χρονική άνεση να το δουλέψω περισσότερο. Για μεγάλο διάστημα πάλευα  κυριολεκτικά με τις λέξεις, ώσπου να πάρει τελικά τη μορφή αυτή που βλέπετε. Στην Καθηγήτρια πίστεψαν οι εκδόσεις Γαβριηλίδης και ανέλαβαν εξ ιδίων την έκδοσή της και ευχαριστώ από καρδιάς που επένδυσαν στο βιβλίο μιας άγνωστης.
Αν όντως το βιβλίο έχει κάποια αξία, δεν θα την πάρει αν μπει στη λίστα των «ευπώλητων» που λέτε, αλλά αν συγκινήσει έστω κι έναν αναγνώστη. 

 

- Κάποιοι άνθρωποι στη ζωή μας και κάποια γεγονότα μας επηρέασαν σημαντικά με τον ένα ή άλλο τρόπο. Στην δική σας πορεία υπάρχει κάποιος ή κάτι που συνετέλεσε αποφασιστικά σ΄αυτό; Αν και η απάντηση δίνεται σε διάφορα σημεία στο βιβλίο, θα ήθελα να μας την δώσετε πιο “συμμαζεμένη” από εδώ.

 

Ναι, και για μένα υπάρχουν άνθρωποι και γεγονότα που επηρέασαν την πορεία της ζωής μου, οι περισσότεροι περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου. Θα τους χώριζα σε δύο περιόδους, στην αθηναϊκή και στην κρητική.
Στην πρώτη, την αθηναϊκή: Οι δύο γονείς μου έκτισαν τη ζωή μου βάζοντας διαφορετικά υλικά (και δεν εννοώ τα γονίδια) ο καθένας, για να βγω αυτή που είμαι μέχρι σήμερα. Μετά, δύο καθηγητές μου φιλόλογοι στο Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων Αθηνών, όπου φοίτησα και τα έξι γυμνασιακά χρόνια, Ηπειρώτες αμφότεροι· ο ένας στην τρίτη τάξη μας δίδασκε τα αρχαία με οξύνοια και πάθος, μας πήγαινε στο βάθος των λέξεων, της ετυμολογίας τους και της σημασίας τους, μας μυούσε στη φιλοσοφία της γλώσσας· εξαιτίας του έγινα φιλόλογος· τον λέγαμε κύριο Μίσιο. Ο άλλος στην έκτη τάξη (μόλις μας είχε έλθει από τη σχολή των Αναβρύτων), μου τόνωσε την αυτοπεποίθηση με την εκτίμησή του για τις επιδόσεις μου στα αρχαία· τον λέγαμε κύριο Ζώτο· δεν γνωρίζω το μικρό όνομα κανενός από τους δύο (τότε δεν τολμούσαμε να κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις, που θα έδειχναν έλλειψη σεβασμού ή αδιακρισία).
Στην δεύτερη περίοδο, την κρητική: Την πνευματική πορεία μου καθόρισαν οι συζητήσεις μου με τον συνονόματο πρωτοσύγκελο του δεσπότη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου, στον οποίο αναφέρομαι στο βιβλίο, και όχι μια φορά· κατάφερε να με λύσει από τα δεσμά των τύπων με τα οποία είχα δεθεί στην Αθήνα και μου άνοιξε τα μάτια στην ευθύνη και την ελευθερία της ορθοδοξίας. Ο άλλος είναι ο ποιητής και πνευματικός άνθρωπος Γιώργης Μανουσάκης, με τον οποίο μοιράστηκα 35 χρόνια κοινής ζωής. Κοντά του, εκτός των πολλών άλλων, έμαθα να βλέπω πίσω από την επιφάνεια των ανθρώπων και των πραγμάτων. Να μην παραδίδω τίποτε πρόχειρο στη δημοσιότητα, να δουλεύω μεθοδικά και ακούραστα τη γλώσσα, το ύφος και την τεκμηρίωση ενός γραπτού κειμένου.
Το πιο σημαντικό γεγονός που άλλαξε ριζικά τη ζωή μου είναι ο διορισμός μου στην Κρήτη, το νησί που απόδιωχνα ακόμη και στη σκέψη και που τελικά αγάπησα και αγαπώ βαθιά και που θα με κρατήσει για πάντα εδώ (εννοώ και μετά θάνατο). Θα ήμουν άλλη, αν είχα μείνει στην Αθήνα.

 

- Από την επταετία μέχρι το 2000, πώς αντιληφθήκατε τις αλλαγές που επήλθαν στην νεοελληνική κοινωνία μέσα από το σχολείο; Θετικές και αρνητικές. Είναι τεράστιο το θέμα, αλλά θα με ενδιέφερε πολύ να μου απαντήσετε, μετά από τόσα χρόνια στην εκπαίδευση. Τότε πχ διοικούσε το σχολείο ο διευθυντής/γυμνασιάρχης και όχι ο κάθε σύλλογος γονέων, τον οποίο σήμερα τρέμουν οι εκπαιδευτικοί. Υπήρχε και τότε το 'μπούλινγκ', άσχετα αν δεν ονομαζόταν έτσι. Πώς επήλθε αυτή η ισοπέδωση πχ στη βαθμολογία, τα τούβλα με 17 και οι άριστοι με 20! Και τόσα άλλα πολλά.

 

Κάποιες, υποκειμενικές βέβαια, απαντήσεις στο ερώτημα αυτό υπάρχουν στο Επίμετρο του βιβλίου, στα κεφάλαια "Η μεγάλη απεργία των καθηγητών" (1997), "Οι καταλήψεις των μαθητών" (2000), "Απολογισμός" (2006)  και "Επίλογος" (2009). Δεν θεωρώ σκόπιμο να τις επαναλάβω. Συμφωνώ πάντως μαζί σας για την ισοπέδωση. Η επιλογή του οδοστρωτήρα ισοπέδωσης που επιβλήθηκε κατά τη μεταπολίτευση, όχι μόνο στο σχολείο, αλλά παντού, ήταν μια πολιτική που δεν απέδωσε, αλλά κατέστρεψε. Δεν ξέρω αν υπάρχει επιστροφή.
Όσο για το σχολικό εκφοβισμό πάντα υπήρχε, όπως το λέτε και σεις. Γράφω σε κάποιο σημείο στο βιβλίο: «Τα παιδιά είναι σκληρά κι η παιδική αθωότητα μύθος». Αλλά η τιμωρία δεν είναι η πρώτη επιλογή ούτε πάντα η λύση· η τιμωρία χρειάζεται, όταν δεν πιάνει τίποτε άλλο, αλλά μέσα στο πλαίσιο  της ευθύνης και της συμφωνίας «έκανες, έλαβες», που οφείλουμε να διδάξουμε στο παιδί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Θυμάμαι πως κάποιες μορφές εκφοβισμού τις είχα αντιμετωπίσει συζητώντας ατέλειωτα με τα παιδιά, στην τάξη ή ιδιαιτέρως. Συχνά οι συζητήσεις απέδιδαν κι οι αντίδικοι μαθητές έδιναν τα χέρια για συμφιλίωση μπροστά μου, αλλά παρακολουθούσα όσο μπορούσα τη συνέχεια.
Το παιδί θέλει να ξέρει πως υπάρχουν όρια και πως αν τα ξεπεράσει, θα υποστεί τις  συνέπειες. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τα παιδιά ως ανεύθυνα όντα, όταν σφάλλουν, και συγχρόνως να τους αναθέτουμε την ευθύνη να ψηφίζουν αυτούς που θα τους εκπροσωπούν στη σχολική κοινότητα. Δημιουργούμε έτσι ανθρώπους που νομίζουν πως έχουν μόνο δικαιώματα και καμιά υποχρέωση. Και δυστυχώς αυτό το έχουμε διαπράξει.
Ας μη μας διαφεύγει ότι σχολικό εκφοβισμό δεν  έχουμε μόνο μεταξύ ίσων, μεταξύ των μαθητών δηλαδή. Υπάρχουν περιπτώσεις, και δεν είναι και τόσο λίγες, που οι μαθητές εκφοβίζουν καθηγητές, (καζούρες τις λέγαμε παλιά, αλλά δεν είναι πια το ίδιο), εκεί τι κάνει κανείς; Είχα δει καθηγητές, και άντρες, να κλαίνε μετά την έξοδό τους από μια τάξη. Το πρόβλημα δεν είναι απλό, απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς.

 

- Και μια “επικίνδυνη” ερώτηση: μήπως το δικτατορικό καθεστώς συνέβαλε (εν αγνοία του μέσα σε όλη την τρομοκρατία και την καταστολή) και σε κάτι καλό απέναντι στην νεοελληνική κοινωνία; Μήπως πχ συνέβαλε στην διατήρηση του λεγόμενου “ελληνικού φιλότιμου” κάτι που χάθηκε στη συνέχεια με τις δημοκρατικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν;

 

Η επταετία έκανε πολύ μεγάλο κακό και δεν πιστεύω ότι διατήρησε το «φιλότιμο». Ο φόβος, όχι ο συνειδητός αυτοπεριορισμός, να μην κάνεις κάτι που δεν πρέπει, ενώ πολύ θα το ήθελες, δεν έχει, νομίζω, καμιά απολύτως ηθική αξία, γιατί όταν για διαφόρους λόγους πάψει ο φόβος, τότε μπορεί να επικρατήσει η βία, η αγριότητα και το ζωώδες δίκαιο του ισχυρού.
Η καταπίεση των χρόνων εκείνων λειτούργησε σαν ένα καζάνι που έβραζε και μόλις ανασηκώθηκε το καπάκι, το περιεχόμενό του ξεχύθηκε ανεξέλεγκτα σε μεγάλη απόσταση και άρχισε να κατακαίει ανεπανόρθωτα. Η απόλυτη ελευθερία που κατακυρίευσε τότε μικρούς και μεγάλους με το «όλα επιτρέπονται», χωρίς κανείς να τολμήσει να πει σε κανένα τη συνέχεια που λέει ο Απόστολος Παύλος «ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ». Εκείνη η φρενίτις της απόλυτης ελευθερίας-ασυδοσίας που κυριάρχησε στη μεταπολίτευση, οδήγησε στην κατάλυση κάθε κοινωνικού σεβασμού, στην ήσσονα προσπάθεια, στην αποποίηση των ευθυνών, στην κατακρήμνιση των αξιών. Ο απόηχος είναι ισχυρός μέχρι σήμερα. Ίσως αν δεν είχε προηγηθεί η εφτάχρονη δικτατορία, τα πράγματα να είχαν κυλήσει πιο φυσιολογικά.
 
- Με αφορμή τις εξελίξεις στην διεθνή σκηνή (κάψιμο βιβλιοθηκών και ισοπέδωση βιβλικών αρχαιολογικών χώρων) αλλά και στην ελληνική  (η αυτοκτονία του φοιτητή Βαγγέλη Γιακουμάκη μετά από άγριο μπούλινγκ συμπατριωτών του) ήθελα να σας ρωτήσω, τι μπορεί να εξανθρωπίσει τελικά τον άνθρωπο του 21ου αιώνα; Υπάρχει ελπίδα;

 

Θα επαναλάβω την τελευταία πρόταση του βιβλίου: «Πάνδημη ‘μετάνοια’, μεταβολή του νου δηλαδή, ούτε διαφαίνεται ούτε αναμένεται. Το καλό και το κακό βαδίζουν πάντα αντάμα κι αξεχώριστα».

- Και μια τελευταία ερώτηση. Πού αναφέρονται τα αφηγήματα του επόμενου βιβλίου σας που θα φέρει, καθώς πληροφορούμαστε, τον τίτλο “Οδός Πηλέως”;  Θα είναι κι αυτό μαρτυρία για μια εποχή;

 

Στὴν οδό Πηλέως είναι ο τίτλος ενός μικρότερου βιβλίου, που αναφέρεται στην προ Κρήτης περίοδο. Θα μπορούσαν και τα κείμενα αυτά (αφηγήματα ή διηγήματα ή τι τέλος πάντων είναι δεν ξέρω) να θεωρηθούν μαρτυρίες, κυρίως μαρτυρίες ήθους μιας περασμένης εποχής, που δεν συναντιέται πια τόσο συχνά. Δεν είναι νοσταλγικά κείμενα, κάθε άλλο· τα πρόσωπα βασανίζονται εξαιτίας του ήθους τους και της ευαισθησίας τους, αντιμετωπίζουν διλήμματα.
Κι αυτά τα γραπτά βασίζονται σε κείμενα γραμμένα παλιότερα, που ξαναδουλεύτηκαν, για να μπορούν να έχουν λόγο ύπαρξης σ’ ένα βιβλίο.
Νομίζω όμως πως μεγαλύτερο, ιδίως για την Κρήτη ενδιαφέρον, ιστορικό αυτή τη φορά, ίσως έχει ένα άλλο βιβλίο μου, που μόλις ολοκληρώθηκε και έχει τον τίτλο Η Αμερικανική Σχολή Κρήτης (1837-1843) και η προσπάθεια εκπροτεσταντισμού της νήσου. Πρόκειται για ένα ιστορικό βιβλίο, που προέρχεται από βαθιά έρευνα σε ελληνικές και κυρίως σε αμερικανικές πηγές, και φέρνει στο φως άγνωστα γεγονότα για τη σκοτεινή εκείνη περίοδο στην Κρήτη του 19ου αιώνα, τα οποία προσπαθώ να τοποθετήσω στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο και να τα ερμηνεύσω.
Και επειδή δεν ήθελα να γράψω ένα στεγνό και αυστηρά επιστημονικό ιστορικό βιβλίο για ειδικούς, το διάνθισα με πραγματικά, τεκμηριωμένα, βιωματικά στοιχεία που δίνουν οι υπαρκτές αφηγήσεις των ίδιων των προσώπων που διαδραμάτισαν ρόλο στη δημιουργία και τη λειτουργία της Σχολής.
Δεν κρύβω ότι το θέμα με είχε συνεπάρει τόσο που δούλευα εντατικά και με καλογερική αφοσίωση παρά πολλές ώρες κάθε μέρα, πάνω από ενάμιση χρόνο συνεχώς.

 

 

 

                                                        *