Έξι λυρικά σονέτα
SER POETA
Ser poeta é ser mais alto, é ser maior
Do que os homens! Morder como quem beija!
É ser mendigo e dar como quem seja
Rei do Reino de Aquém e de Além Dor!
É ter mil desejos o esplendor
E não saber sequer que se deseja!
É ter cá dentro um astro que flameja,
É ter garras e asas de condor!
É ter fome, é ter sede de Infinito!
Por elmo, as manhãs de oiro e de cetim...
É condensar o mundo num só grito!
E é amar-te, assim, perdidamente...
É seres alma, e sangue, e vida em mim
E dizê-lo cantando a toda a gente!
ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ
Ποιητής σημαίνει να στέκεσαι στο ύψος, να είσαι
[μεγαλύτερος]
Από τους ανθρώπους! Να δαγκώνεις σαν εκείνον που φιλά!
Να είσαι ζητιάνος και να δίνεις σαν να ήσουν
Βασιλιάς της Χώρας του Πόνου και Πέρα απ' Αυτόν!
Να έχεις μεγαλείο από χίλιες επιθυμίες
Και να μην έχεις ιδέα τι επιθυμείς!
Να έχεις μέσα σου ένα φλογισμένο άστρο,
Να έχεις νύχια και φτερά κόνδορα!
Να πεινάς και να διψάς για το Άπειρο!
Και για ορίζοντα πρωινά από χρυσάφι και σατέν ...
Να συμπυκνώνεις τον κόσμο σε μια μόνο κραυγή!
Σημαίνει να σ' αγαπώ, μ' αυτό το πάθος ...
Να είσαι ψυχή και αίμα και ζωή εντός μου
Και να το λέω τραγουδώντας σ' όλους τους ανθρώπους!
EU
Eu sou a que no mundo anda perdida,
Eu sou a que na vida não tem norte,
Sou a irmã do Sonho, e desta sorte
Sou a crucificada... a dolorida...
Sombra de névoa ténue e esvaecida,
E que o destino, amargo, triste e forte,
Impele brutalmente para a morte!
Alma de luto sempre incompreendida!
Sou aquela que passa e ninguém vê...
Sou a que chamam triste sem o ser...
Sou a que chora sem saber porquê...
Sou talvez a visão que Alguém sonhou,
Alguém que veio ao mundo pra me ver
E que nunca na vida me encontrou!
ΕΓΩ
Είμαι εκείνη που μες στον κόσμο πάει χαμένη,
Είμαι εκείνη που η ζωή της δεν έχει βοριά,
Είμαι η αδελφή του Ονείρου, κι απ' αυτή τη μοίρα
Είμαι η σταυρωμένη ... η πονεμένη ...
Σκιά απαλής και διαλυμένης ομίχλης,
Και που η πικρή μοίρα, θλιβερή και δυνατή,
Σπρώχνει βάναυσα μέχρι το θάνατο!
Ψυχή σε πένθος πάντα παρεξηγημένη!
Είμαι αυτή που περνά και κανένας δεν βλέπει ...
Είμαι εκείνη που την λεν λυπημένη δίχως να ΄μαι...
Είμαι εκείνη που κλαίει δίχως να ξέρει το γιατί ...
Είμαι ίσως το όραμα που Κάποιος είδε,
Κάποιος που ήρθε στον κόσμο για να με δει
Και ποτέ στη ζωή δεν με βρήκε!
A MINHA DOR
A minha Dor é um convento ideal
Cheio de clautros, sombras, arcadarias
Aonde a pedra em convulsoes sombrias
Tem linhas dum requinte escultural.
Os sinos têm dobres d'agonias
Ao gemer, comovidos, o seu mal ...
E todos têm sons de funeral
Ao bater horas, no correr dos dias ...
A minha Dor é um convento. Ha lirios
Dum roxo macerado dos martirios,
Tao belos como nunca os viu alguém !
Nesse dia trist convento aonde eu moro,
Noites e dias rezo e grito e choro !
E ninguém ouve ... ninguém vê ... ninguém ...
Ο ΠΟΝΟΣ ΜΟΥ
Ένα ιδανικό μοναστήρι ο πόνος μου
Γεμάτο άβατα αίθρια, ίσκιους, αψίδες
Όπου η πέτρα με σκοτεινούς σπασμούς
γραμμές διαγράφει φινετσάτου γλυπτού.
Οι καμπάνες αντηχούν αγωνία
Στενάζουν, συγκινημένες, ο πόνος τους ...
Κι αυτές ηχούν ενταφιασμό
Σημαίνοντας τις ώρες, μες στο χρώμα των ημερών ...
Ο πόνος μου είναι ένα μοναστήρι. Υπάρχουν κρίνα
Βιολετιά ποτισμένα από μαρτύρια,
Τόσο όμορφα δεν έχει κανείς ποτέ αντικρίσει!
Στη θλιμμένη μονή όπου κατοικώ,
Νύχτα και μέρα προσεύχομαι και φωνάζω και κλαίω!
Και κανείς δεν μ' ακούει ... κανείς δεν με βλέπει ...κανείς ...
O MEU ORGULHO
Lembro-me o que fui dantes. Quem me dera
Não me lembrar! Em tardes dolorosas
Eu lembro-me que fui Primavera
Que em muros velhos fez nascer as rosas!
As minhas mãos, outrora carinhosas,
Pairavam como pombas... Quem soubera
Porque tudo passou e foi quimera,
E porque os muros velhos não dão rosas!
São sempre os que eu recordo que me esquecem...
Mas digo para mim: "Não me merecem..."
E já não fico abandonada!
Sinto que valho mais, mais pobrezinha:
Que também é orgulho ser sozinha,
E também é nobreza não ter nada.
Η ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΜΟΥ
Θύμησέ μου αυτό που ήμουν πριν. Αν και θα 'θελα
Να μην έχω μνήμη! Τα οδυνηρά απογεύματα
Θυμάμαι πως υπήρξα Άνοιξη
Και στα αρχαία τείχη έκανα ρόδα ν΄ ανθίζουν!
Τα χέρια μου, κάποτε τρυφερά,
Φτερούγιζαν σαν περιστέρια ... Ποιος να 'ξερε
Γιατί όλα περνούν κι είναι μια χίμαιρα,
Και γιατί στ' αρχαία τείχη πια ρόδα δεν βγαίνουν!
Υπάρχουν πάντα αυτά που θυμάμαι και με ξεχνούν ...
Αλλά λέω στον εαυτό μου: “Δεν μου αξίζουν ...”
Κι έτσι, δεν νιώθω πια εγκαταλειμμένη.
Νιώθω ν΄ αξίζω περισσότερο όντας φτωχότερη:
Πως περηφάνια είναι και το να είμαι μόνη,
Και πως, μέσα στην ένδεια, σε τάξη ευγενών ανήκω!
SONHOS …
Sonhei que era a tua amante querida,
A tua amante feliz e invejada ;
Sonhei que tinha uma casita branca
À beira de um regato edificada…
Tu vinhas ver-me, misteriosamente,
A horas mortas quando a terra é monge
Que reza. Eu sentia, doidamente,
Bater o coração quando de longe
Te ouvia os passos. E anelante,
Estava nos teus braços num instante,
Fitando com amor os olhos teus!
E, vê tu, meu encanto, a doce mágoa:
Acordei com os olhos rasos d’água,
Ouvindo a tua voz num longo adeus!
ΟΝΕΙΡΑ …
Είδα πως είμαι η ερωμένη σου καλή μου,
Η ευτυχισμένη και ζηλότυπη ερωμένη σου·
Είδα πως είχα ένα λευκό σπιτάκι
Χτισμένο πλάι σ΄ ένα ποτάμι.
Ερχόσουν να με δεις, μυστηριωδώς,
Σ' ώρες νεκρές όταν η γη μονάζει
Και προσεύχεται. Ένιωθα, τρελά
Να χτυπάει η καρδιά μου καθώς μακριά
Άκουγα τα βήματά σου. Και θαμπωμένη,
Στεκόμουν στην αγκαλιά σου για μια στιγμή
Καρφώνοντας τα μάτια σου μ΄ αγάπη!
Και βλέπεις, θαυμαστέ, γλυκέ καημέ μου:
Ξύπνησα με τα μάτια γεμάτα θάλασσα
Ακούγοντας τη φωνή σου να μ' αποχαιρετά.
O NOSSO AMOR
Livro do meu amor, do teu amor.
Livro do nosso amor, do nosso peito...
Abre-lhe as folhas devagar, com jeito,
Como se fossem pétalas de flor.
Olha que eu outro já não sei compor
Mais santamente triste, mais perfeito.
Não esfolhes os lírios com que é feito
Que outros não tenho em meu jardim de dor!
Livro de mais ninguém! Só meu! Só teu!
Num sorriso tu dizes e digo eu:
Versos só nossos mas que lindos sois!
Ah! meu Amor! Mas quanta, quanta gente
Dirá, fechando o livro docemente:
"Versos só nossos, só de nós os dois!..."
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣ
Βιβλίο του έρωτά μου, του έρωτά σου,
Βιβλίο του έρωτά μας, της καρδιάς μας ...
Άνοιξε τα φύλλα αργά, με προσοχή,
αφού πέταλα λουλουδιού ήσαν εκεί.
Μάθε πως άλλο δεν θα μπορούσα να γράψω
Πιο αγιασμένα λυπηρό, πιο τέλειο.
Μη μαδάς τα κρίνα που έχουν φυτρώσει
Άλλα δεν έχω στον κήπο του πόνου μου.
Βιβλίο κανενός άλλου! Μόνο δικό μου! Μόνο δικό σου!
Μ' ένα χαμόγελο, λες, και λέω:
Στίχοι μόνο για μας, αλλά δες την ομορφιά τους!
Ω! Αγάπη μου! Πόσοι, όμως, πόσοι άνθρωποι
Θα πουν, κλείνοντας γλυκά το βιβλίο:
“Στίχοι μόνο δικοί μας, μονάχα εμάς των δύο”.
Απόδοση: Κώστας Νταντινάκης