ΚΕΔΡΙΣΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ Γ΄ (Καλοκαίρι 2014)
-------------------------------------------------------------------------
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ:
Επιμέλεια - Εισαγωγή: Γιώργος Πιτσιτάκης
«Νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή» (Μιχ. Ράπτης)
Ενενήντα σχεδόν χρόνια μετά ξαναφέρνουμε στο φως από το 14ο και τελευταίο τεύχος του χανιώτικου νεανικού περιοδικού «Αυγερινός» (Φεβρουάριος 1926) το πρώτο διήγημα, όπως και μια «διασκευή από το αγγλικό» που αναφέρεται στη θάλασσα, του Μιχάλη Ράπτη, 15χρονου τότε μαθητή.
Τελειώνουμε το μικρό αυτό εισαγωγικό σημείωμα, με τα λόγια του γνωστού, ομότιμου καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωανίννων, αντιστασιακού Ευτύχη Μπιτσάκη (5) : «Ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) ήταν από τους τελευταίους του μεσοπόλεμου και της μεταπολεμικής γενιάς, που μέσα σε φοβερές συνθήκες (φασισμός, ναζισμός, πόλεμοι, δικτατορίες, διωγμοί) αγωνίστηκαν για την υπόθεση της επανάστασης.[…]. Έζησε μια ζωή παρανομίας, διώξεων, φυλακίσεων και ακατάβλητης, παραδειγματικής δραστηριότητας.[…] ο Μ. Ράπτης συνδύαζε τις οργανωτικές ικανότητες και τη θεωρητική κατάρτιση, με μια ευρεία ανθρωπιστική και καλλιτεχνική παιδεία. Η ευρεία παιδεία του αποτελούσε το υπόβαθρο της ευγένειας, του ήθους και της πραότητας που χαρακτήριζαν τον ασυμβίβαστο αγωνιστή.[…] Σε μια εποχή χλευασμού των ανθρωπιστικών αξιών και ειδικά της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο Μιχάλης Ράπτης ήταν φωτεινό αντιπαράδειγμα του ατόμου που εκτρέφει η σημερινή κοινωνία της παρακμής».
*Φράση δανεισμένη από άρθρο του Σάββα Μιχαήλ για τον Μιχάλη Ράπτη
Σημειώσεις
(1)Την συγκεκριμένη ημερομηνία γέννησης του Μιχάλη Ράπτη αναφέρουν οι διάφορες βιογραφίες του. Όμως στο «Βιβλίο Πιστοποιητικών Σπουδής» του Πρακτικού Λυκείου Χανίων, όπως φαίνεται στην παρατιθέμενη εικόνα, ως χρονολογία γέννησής του αναγράφεται το έτος 1910.
(2)Εμμανουήλ Κριαράς, Μακράς ζωής αγωνίσματα,έκδ. Οι φίλοι του περιοδικού ΑΝΤΙ, Αθήνα 2009,σελ. 23-24.
(3)Ό. π. σελ.24.
(4)Συνέντευξη το 1992 στον τηλεοπτικό σταθμό SEVEN-X και στη δημοσιογράφο Εύη Δεμίρη.
(5)Περιοδικό Ουτοπία, τεύχος 19, Μάρτιος-Απρίλιος 1996, σελ. 17.
ΤΡΕΛΗ ΜΑΝΑ
«Πέθανε!» ξεφώνησε η δύστυχη μάνα κοιτάζοντας το νεκρό σπλάχνο της. Το καντήλι άρχισε να σβήνει τσιτσιρίζοντας. Στο παράθυρο το πατζούρι κτυπούσε δυνατά από τον αέρα.
Κοντά στο στριποδένιο κρεβάτι το νερό της βροχής που έμπαινε από κάποια χαραμάδα του ταβανιού χτυπούσε ρυθμικά στο δάπεδο σχηματίζοντας ένα μικρό ποτάμι.
«Πέθανε!» ξαναψιθύρισε και χωρίς να της ξεφύγει ούτε ένας κάθισε κουρασμένη σε κάποια μισοσκεπασμένη καρέκλα κι έριξε το βλέμμα επίμονα πάνω στο ωχρό πρόσωπο του παιδιού της. Το κοίταξε πρώτα με μια έκφραση λύπης και συντριβής, μα έπειτα όταν διάφορα αισθήματα ξετυλιχθήκανε μέσα της το βλέμμα της γίνηκε άγριο. Στο μισοσκότιδο τα μάτια της λάμπανε σα φωταδερά μαύρα πετράδια.
Σε μια στιγμή τινάχτηκε. Η καρέκλα δούπησε στο σάπιο πάτωμα. Ένα γέλιο απαίσιο, νευρικό, ξέσπασε στην ερημιά της κάμαρας. Η μάνα χόρευε στη μέση ένα ξωτικό χορό. Το πάτωμα έτριζε, ο αέρας κρατούσε έξω μουσική, το νερό χτύπαγε ρυθμικά, το φυτίλι του καντηλιού έριχνε μόνο κάτι αναλαμπές, κι’ η μάνα ξακλουθούσε τον τρελό της χορό…
Τα χείλια της κινούνται σα να θέλουν να πουν κάτι. Σε λίγο τραγουδιστή η φωνή της ακούστηκε κουνώντας μαζί τα χέρια σα να κρατούσε και να νανούριζε κανένα παιδί.
"Το παιδί μου θέλει κούνια
με χορό και με τραγούδια
και θε νάρθει ο ύπνος πάλι
στη γλυκιά του αγκάλη να το βάλει".
Έπαψε. Έριξε ένα βλέμμα στο πεθαμένο του παιδιού της πρόσωπο. Κείνη τη στιγμή έσπασε από το πατζούρι κάποιο τζάμι. Βροχή κι αγέρας χύθηκαν μέσα. Ένα παγερό κρύο απλώθηκε. Το καντήλι έσβησε. Η μάνα γύρισε γύρω της, κοίταξε με ένα ηλίθιο βλέμμα κι’ έπειτα κάποια σκέψη γεννήθηκε στο τρελό της κεφάλι. Όρμησε, σκέπασε καλά το κεφάλι του παιδιού της κι έπειτα έριξε πάνω στο κρεβάτι όλα τα ρούχα που είχε. Έτρεξε και σε μία γωνιά κατέβασε ένα εικόνισμα και του το έβαλε πάνω στο προσκεφάλι του. «Τώρα δεν θα κρυώνεις. Κοιμήσου. Η Παναγιά μαζί σου», ψιθύρισε κι’ έκαμε τρεις φορές το σημείο του Σταυρού πάντοτε όπως συνήθιζε, μουρμουρίζοντας μιαν ευχή κι έπειτα αποτραβήχτηκε στην πόρτα σιγανά. Την άνοιξε κι’ άρχισε να κατεβαίνει μια σκάλα. Μπροστά της απλωνότανε βαθύ σκοτάδι που δημιουργούσε στο κεφάλι της φανταστικές σκιές. «Σιγά» έλεγε κάθε τόσο σ’ αυτές. «Ο Νώλης κοιμάται θα τον ξυπνήσετε». Σε κάποιο σκαλί γλύστρησε και κυλίστηκε κάτω.
Όταν σηκώθηκε είχε κατέβει την σκάλα. Από διάφορα μέρη έτρεχαν αίματα. Ο μπούστος της σχίστηκε στη πλάτη και φάνηκαν τα κρέατά της. Οι φουρκέτες από τα μαλλιά της έφυγαν και χυθήκανε οι πλούσιοι κότσοι της ανάκατα στους ώμους της. Μα δεν σκέφτηκε τίποτα από αυτά. Στάθηκε μόνο ακίνητη, έβαλε το χέρι της στ’ αυτί για ν’ ακούσει καλύτερα και σταμάτησε την αναπνοή της «Έχει γούστο να ξύπνησε μ’ αυτό τον κρότο το αγγελούδι μου!».
Όταν βεβαιώθηκε πως δεν γίνηκε τέτοιο πράμα, άνοιξε σιγανά την εξώπορτα και βγήκε στην παγερή βραδιά του χειμώνα. Κλείδωσε κι’ έπειτα άρχισε να τρέχει γλήγορα στο λασπωμένο δρόμο ενώ η βροχή ανακατευόταν με τα αίματα από τις πληγές της κι ο αέρας φύσαγε τα κουρέλια της…
Πέρασε κοντά από κάποιο ζητιάνο που τουρτουρίζοντας καθόταν αμίλητος κάτω από κάποιο κιόσκι πληγώνοντας με τα σουβλερά κόκαλά του την πέτρα. «Ελεημοσύνη κυρία μου» ακούστηκε να λέει η τρεμάμενη φωνή του. Κείνη γύρισε, γέλασε κι εξακολούθησε το δρόμο της.
Δίπλα της πέρασε κάποιο αμάξι. Το σταμάτησε. «Πήγαινε με στην οδό Κ…» είπε…. Ο αμαξάς δεν αντιλήφθηκε τα χάλια της παρά κίνησε το μαστίγιο στον αέρα και τα άλογα χύθηκαν μπρος. Όταν έφθασε στην οδό Κ. σταμάτησε. Η γυναίκα κατέβηκε κι άρχισε πάλι να προχωρεί.
-Έ! κυρά μου, δε πλερώνεις; Φώναξε ο αμαξάς. Γύρισε τον κοίταξε, ξέσπασε στο τρελό της γέλιο και είπε «Δεν έχω». Ο αμαξάς θύμωσε και πήδηξε. Κείνη άρχισε να τρέχει. Την έφτασε όμως κάτω από ένα λουξ. Αμέσως από τα χάλια της κατάλαβε ότι δεν είχε λεπτά. Εν τούτοις έπρεπε να ξοφληθεί τ’ αγώι. Την κοίταξε. Του άρεσε. Έτσι όπως ήταν μ’ ανοιχτά τα στήθια και με ξέπλεγα μαλλιά που οτεφάνωναν ένα όμορφο πρόσωπο του κέντησε αρκετά τις πρόστυχες ορέξεις του. «Μωρ’ αυτή είναι όμορφη. Διορθώνεται η δουλειά» ψιθύρισε κι’ έκαμε να την αρπάξει. Η τρελή σα να κατάλαβε τους λογισμούς του και τις προθέσεις του αποτραβήχτηκε. Άρπαξε μια πέτρα και του την έριξε. Ο αμαξάς χτυπήθηκε στο κεφάλι κι’ έπεσε κάτω ζαλισμένος. Η γυναίκα ξακολούθησε τον δρόμο της με το τρελό γέλιο. Η βροχή την έκαμε μουσκίδι. Τουρτούριζε το κορμί της από το κρύο. Τα πόδια της λασπωμένα ως τα γόνατα. Μα το πρόσωπό της ήταν χαρούμενο. Κάποτε όμως διάφοροι συσπασμοί ζωγραφιζόταν πάνω του και μερικά δάκρυα χυνόταν στα χλωμά της μάγουλα. Φαινότανε σα να είχε επανακτήσει το λογικό της. Μ’ αυτό βαστούσε λίγο.
Βρέθηκε σε κάποιο εξοχικό δρόμο. Ο ουρανός κατάμαυρος έκλαιε αδιάκοπα. Αστραπές σχίζανε την ατμόσφαιρα. Τα δένδρα βογκούσαν λυπητερά και τα λιβάδια είχαν γίνει λίμνες. Και η τρελή έτρεχε στο σκοτάδι.
Κάποτε σταματούσε και κινούσε τα χέρια της μιλώντας με τον εαυτό της «Μήπως ο Νώλης κρυώνει; Όχι τον σκέπασα καλά! Στη σκέψη αυτή τα χείλια άνοιγαν σε ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. Κάποτε έκλαιγε χωρίς να ξέρει γιατί. Ένα σκυλί με την ουρά χωμένη στα σκέλια, πέρασε κοντά της. Του έριξε χωρίς αιτία μια πέτρα. Κείνο τη δάγκωσε και της έσχισε τη φούστα. Άρχισε να το κυνηγά. Έπεσε όμως σε ένα λάκκο γεμάτο λάσπες. Σηκώθηκε μουσκίδι καταλασπωμένη, κι η άθλια εκείνη παραπονέθηκε αρχίζοντας με τη Φύση ένα κλάμα γοερό…
Έφτασε κοντά σε κάποια καλύβα. Πλησίασε. Ένα σκυλί άρχισε να ουρλιάζει. «Σώπα δεν σε κτυπώ πια» γύρισε και του είπε. Το σκυλί κατά σύμπτωση σώπασε. Χτύπησε την πόρτα. Κάποιος άντρας της άνοιξε. Είχε αγριωπή μορφή. Η γυναίκα στ’ αντίκρυσμά του έσκασε στα γέλια. Κείνος την έσπρωξε βίαια κι’ ανοίγοντας το δάκτυλο στον ορίζοντα βρόντηξε: «Αποτραβήξου τρελή. Κει.». Η γυναίκα ξαναγέλασε κι’ έφυγε.
Έφτασε σε κάποιο γιοφύρι. Κάτω κυλούσε ορμητικό το ποτάμι. Βύθισε το βλέμμα και τις σκέψεις στα νερά που αγριοχόρευαν. Έμεινε έτσι για πολλή ώρα. Σε μια στιγμή πετάχτηκε. Κοίταξε τριγύρω. Νόμισε πως την πλησιάζουν άγριες σκιές. Δοκίμασε να φύγει. Δε μπορούσε, οι σκιές την κύκλωναν. Έσκυψε στο ποτάμι τέντωσε το σώμα της κι αφέθηκε στο κενό. Ένα μόλις ακουστό πάφλασμα ακούστηκε κι έπειτα το μαυροντυμένο σώμα της φάνηκε για λίγο ν’ ανεβοκατεβαίνει στ’ άγρια νερά και να χάνεται. Κείνη τη στιγμή από κάποιο εξοχικό σπίτι ακούστηκε το κράξιμο ενός πετεινού.
Χανιά, Δεκέμβρης 1925
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΑΠΤΗΣ
(διασκευή από το αγγλικό)
Ποιος κοίταξε προσεχτικά την πανώρια θάλασσα χωρίς συγκίνηση; Όταν κανείς την αντικρίσει στην άγρια μεγαλειότητά της, στεφανωμένη από τους αφρούς της τρικυμίας καθώς ορμά με τα γιγάντια κύματά της πάνω στα βράχια ή στη φτωχιά βαρκα που θα βρεθεί στον άγριό της θυμό, και π’ άσπλαχνα θα την πετάξει σε καμιά σιδηροκίληστη ακτή, ή όταν τη δει κανείς κοιμισμένη κάτω απ’ τ’ ασημένιο φεγγάρι με το πλατύ της φόντο σπασμένο από μια όμορφη ρυτίδα γεμάτη νεφουλιάρικο φως – ένα πάτημα ασημιού σε ζαφειρένιο δάπεδο – και τότε δεν θα την κοιτάξει κανείς χωρίς να νιώσει ότι μόν’ αυτή γεμίζει την ψυχή με βαθιούς συλλογισμούς.
Όταν η θάλασσα είναι ήρεμη το βλέμμα σου δεν αντικρίζει τίποτε το εξωτερικό εκτός από τη σοβαρή γυμνή της απλότητα.
Δε σου παρουσιάζει ζωγραφιές παρά ένα απλό θέαμα όπως οι χιονισμένες βουνοκορφές κι όμως τι δεν αισθάνεται η ψυχή σου βυθίζοντας το βλέμμα στο γαλανό της άπειρο! Στέκοντας πάνω σ’ ένα βράχο κι αφήνοντας το βλέμμα να χαθεί στον απέραντο κάμπο της θάλασσας η ψυχή σου γεμίζει απ’ τα ευγενικότερα αισθήματα, εξιδανικεύονται για μια στιγμή κι αμέσως παίρνεις μιαν ιδέα της μεγαλειότητος του Θεού, Κείνου που «κράτησε τα νερά στο κοίλωμα του χεριού Του».
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΑΠΤΗΣ
ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΥΣΗ…
The miduigth houand is mar
the fagot’ s crack
and the cboik’ s dull hik Be the
only Counds J hear.
I. ROBINSON
Κανείς δεν σάλευε. Είχανε πέσει όλοι σ’ ένα βαθύ κι ατάραχο ύπνο, δίπλα-δίπλα πλαγιασμένα τα κορμιά δασιά στις μορφές και τραχειά, καθώς όλοι ήταν κατάδικοι…
Τρεμολαμπές απ’ τ’ αστέρια γλιστρούσαν ως το πνιχτό αμπάρι του πλοίου – απ’ τ’ άνοιγμα - στο λικνάρι το βρώμιο τόσων χαμένων κορμιών…
Στο τάραγμα ενός ονείρου κάποιος κατάδικος λαφιάστηκε, ξεπετάχτηκε κι έτριξε ο χαλκάς που ήταν περασμένος στο πόδι του…
Ύστερα πάλι γαλήνεψε ο ραγιάς.
Και κύλησε χρόνος… Αργόφτανε η ώρα του σιωπηλού μεσονυκτιού.
Μια σκιά κινήθηκε στο σκοτάδι της τρύπας, διασκέλισε τα κυλισμένα κορμιά κι ύστερα άρχισε ν΄ανεβαίνει τη σκάλα π’ έφερνε στο κατάστρωμα.
Ένας φρουρός μισάνοιξε τα μάτια του, έσφιξε το όπλο του σύγκαιρα και ρέκαξε βραχνά. «-Ποιός;». Ύστερα χωρίς ν’ αναμείνει απόκριση έσκυψε πιο μπρος και ξεχώρισε στον ίσκιο την τρεμάμενη από φόβο μορφή του «χαζού κατάδικου». Ο «Λάρμας», ψιθύρισε και τούρθε να γελάσει.
«-Τι μωρέ νυχτοπάτη. Δεν κοιμάσαι;» αρώτησε. «-Όχι» μίλησε αχνά ο κατάδικος.
«-Κάνει ζέστη κάτω. Άσε με να ξαπλώσω στην άκρα».
«-Διάβαινε.» πρόσταξε ο φρουρός και ξανάκλεισε αργά τα βαριά βρέφαρά του….
Λάρμας, ο «χαζός» κατάδικος! Τον ήξεραν οι μολυβιές φυλακές του νησιού για θρέμμα τους κι ήταν βέβαιες πως άσφαλτα το ρημικό τους κοιμητήρι θα τον κούκλωνε. Λάρμας ο χαζός! Το μαράζι κι η πικρή χολή τόσα χρόνια στα μουχλιασμένα κελιά τους στράγγισαν απ’ το μυαλό του την υγεία. Και κατάντησε ο άβλαβος κείνος φυλακισμένος που τραβοσέρνεται στις φυλακές αφύλακτος, παίγνιο και αστείο για όλους.
Πυκνά γένια είχαν δασώσει το πρόσωπό του και πίσω από το φράγμα τους μάντευε κανείς ένα σκέλεθρο με τη σάρκα κίτρινη κι άναιμη.
Τα στήθη του στενά και τα μάτια του σβημένα.
Λάρμα γιατί δεν απολύεσαι; Τι σε κρατάν κι έρεψες και φαγώθηκαν τα κρέτα σου στις μούχλες;
-Ένας διάολος με κατατρέχει.
«-Πλάνε πονηρεμένε Σατανά, άστα τα κόλπα κολασμένη ψυχή.»
Γελούν όλοι στο υποκριτικό ύφος του κατάδικου.
Στην ασάλευτη πρώρη απόψε το θρασύ κύμα δεν εχτύπησε νευριασμένο.
Σαγηνεμένα τα νερά κι ατάραχα απαλοχάιδευαν την μουχλιασμένη καρίνα…
Κι αγνάντια η αριά πολιτεία, που κατεβαίνει φιδωτή ως τις αμμουδιές τις απλόχωρες των γαλανών ακρογιαλιών, λουφάζει.
Ένα φωτερό -θωριέται- που τρεμολάμπει, κι ακούγεται το βραχνό τραγούδι ενός ξεπλανεμένου βάρδου στα σκοτεινά της σοκάκια.
Το φεγγάρι χαμηλώνει ολοένα στη δύση του.
Η σκιά ενός ξεχασμένου –ένας αχνάθρωπος π’ έχασε τη συνείδηση του εαυτού του- γλιστρά στην αριοφώτιστη πόλη.
Οι χλωμοί φανοί νεκροφέγγουν τα ρημικά της στενά.
Γροικιέται στην απέραντη ηρεμία το κόασμα των βατραχιών στην αγνή μικρολίμνη κι η βοή, η αχνή των εντόμων.
Απ’ το βαθύ μάκρος του δρόμου φάνταξε βουβός ο ξεχασμένος περπατητής να ‘ρχεται.
Ο ίσκιος του κορμού παράξενος καθώς έπεφτε δίπλα του τον τρόμαζε κι ήταν τα χαμηλά σπίτια του στενού βαριόκλειστα κι έρημα σαν τάφοι. Ο αχός των βημάτων τον χτυπούσε στεγνός κι απόκοσμος.
Λογιάζεται έτσι στο κουρασμένο μυαλό του κάποιες σκέψεις θλιμμένες.
Όνειρα χαζών… Ξάγρυπνος συντήραγε ο Λάρμας στη σιωπηλή πολιτεία.
«Κάνει ζέστη κάτω» είπε στο φρουρό.
Δεμένος ο ιδρώς σε σταγόνες κυλά στ’ αχνό πρόσωπό του. Μαρτύριο σταγόνας! Στον πνιχτό λίβα που τρυποσούρνεται στα σπλάχνα, ποιό βοτάνι;
Τόσα χρόνια… κι είδες πως στύφτηκε και στράγγισε ο χυμός του μυαλού; Μα είναι χαζός; Έτσι λένε. Σκέφτεται και είναι αδύναμος να διακρίνει φωτεινά, κι όλα του τα κρύβει ένα μαγνάδι μια θάμπωση φριχτή. Έπαψε να ζει. Είναι χαζός!
Ο Λάρμας σάλεψε απ’ τη θέση του και σφούγγισε τον ιδρώ. Ύστερα ξακολούθησε το όραμα.
Αλαργινό κι απέραστο το σοκάκι.
Ο Διαβάτης του απόστασε. Σκιάζεται κι όλα, στην ασύνηθη κείνη σιωπή.
Και τρίζουν οι γρίλιες ενός παραθύρου…
Ακουρμένεται και σταματά.
Ένα γυναικείο κεφάλι πρόβαλε απ’ τ’ άνοιγμα κοίταξε ερευνητικά, τον αντίκρισε, κι έριξε μια χαρούμενη κραυγή «Λάρμα, Λάρμα». Και σύγκαιρα κρεμάστηκαν στο παράθυρο τα ξυπνημένα παιδιά κι αλάλαξαν με μια βοή που ξύπνησε τη ζωή στο σοκάκι. «Πατέρα, πατερούλη». Αναγάλλιασε ο πικραμένος και κινήθηκε προς το μέρος τους. Στην αστροφεγγή ένα αχνό χαμόγελο χάραζε του Λάρμα τα φρυμένα χείλη. Όνειρα χαζών… Σβήσαν οι φανοί στο μακρόδρομο και διάλυσαν κι αφανίστηκαν όλα σαν καπνός…
Απόμεινε ο Λάρμας, βαρδιάνος της ρημικής πλώρας, να ξανοίγει.
Αχ, η μικρή ονειρόπλεχτη πόλη που ξετυλιέται φιδωτή ως τ’ ακρογιάλια…
Κι έγερνε ολοένα το φεγγάρι. Αναλογίστηκε τη γληγορόφταστη αυγή ο κατάδικος και μούδιασε άθελα. Στα ροδοχαράματα θα ‘παιρναν πάλι. Κρύωσε. Φτάνει πια. Κι ας έρθει η αργόπλεη βάρκα να τον απιθώσει στο μικρό λιμάνι τ’ απάνεμο καθώς απόλυσαν στο φτάσιμο κι άλλλα απ’ «τ’ αδέρφια».
Νόμισε πως απόμεινε η ψυχή του στο σιγαλό αυτό μέρος π’ απλώνεται το βλέμμα του, κι ήταν θανατικός ο μισεμός…
Φάνηκε ο ίσκιος του να ορθώνεται. Ήρθε και στάθηκε νευρικός στο φράγμα το καγκελωτό της άκρης θωρώντας γοργά τα νερά.
Τόσα χρόνια ξόριστος! Κι οι Θεοί που κυβερνάν τον αποξέχασαν τον άκακο. Καθώς τα ζόφη αυτής της νύχτας θα διαβούν το καράβι θα σαλπάρει. Ακούς; Τρέμουν τα χείλη του και τον λούζει ιδρώς.
«Πατέρα, πατερούλη» Απόσωσαν οι φωνές των παιδιών. Ξεχώρισε τη ροδαλή παιδούλα του να τον κράζει. Κι α δεν έρθεις θα κλάψω και θα σβήσει η λάμψη η αστέρινη των ματιών μου.
Βιασμένο το μεγαστέρι αχνάγγισε την κορφή την ξέφαντη. Κι από στιγμής θα κρυφτεί… Το φάντασμα της μαύρης αυγής πλανιέται στα αριά θολάματα.
Έσκυψε ο Λάρμας απ’ το ύψος και ρίχτηκε στα νερά.
Ακούστηκε σύγκαιρα, στο πλοίο μια χλαλοή και λαμπίρισαν κάποια φώτα…
Διασκέλισε το φράχτη κι άρχισε να τρέχει γοργά κάτω απ’ τα δέντρα του κήπου καθώς έσταζε όλος απ’ τα νερά κι ήταν παγωμένος, νεκρός και σταμάτησε κάπου.
Ακρινά η σκιά της χαμοκαλύβας με τη ρικνή στέγη, ξεχώρισε. Τη ζύγωσε αργός και φοβισμένος. Κι ήταν κατάκλειστη.
Έσπρωξε το ξύλινο πορτί στο προαύλι και μπήκε. Αντήχησε το βήμα του βαρύ κι εύηχο στις πλάκες.
Σκιάχτηκαν τότε τα ορνίθια στης κουφοκαρυάς τα κλώνια και ταράχτηκαν.
Γύρισε το κεφάλι, είδε και σκέφτηκε, νάταν νυχτοπούλια κουρνιασμένα, συντροφιά στο ρημόσπιτο. Έκαμε δυό βήματα ακόμα τρεμάμενα κι ήρθε, χλωμός, στο σαθρό παραθύρι.
Φάνηκε ν’ ακούει βαθειά. Σιωπή θανάτου. Πίσω απ’ το το σφαλιστό ξώφυλλο καμιά ψυχή δε θα ζούσε. Αργοσήκωσε το χέρι κι έκαμε να χτυπήσει. Αντήχησε ένας κούφιος ήχος όμοια παράπονο, και σύγκαιρα κρεμάστηκαν στα χέρια του πυκνές αράχνες. Ρίγησε. Ένιωσε τα γόνατά του να λυγούν κι ύστερα ξαναβγήκε, νεκρός, λογιάζοντας πως θα χαλνούσε το βαθύ ύπνο των αψύχων…
Κι είχε δύσει το φεγγάρι…
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΑΠΤΗΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΤΗΣ ΣΤΗ ΡΗΜΟΚΛΗΣΙΑ
Το νεκρό του Λειτουργητή τόνε βρήκανε μια βδομάδα – μπορεί και περσότερο – σαν και σκοτώθηκε.
Απόξω, ίδια, απ’ τη θύρα της ρημοκλησιάς της «Κεράς» βρώμιος όλος πια, σκουλικιάρης κι ένα σμάρι κοράκια ξεκολλούσαν τις αχαμνές του σάρκες απ’ τα κόκαλα.
Ήταν πεσμένος μπρούμυτα με τα μάτια τα γυάλινα κι άλαμπα καρφωμένα στον κάμπο το χλοερό π’ αλάργευε και φάρδαινε ως τα ριζάρια τα αμπελόφυτα των χαμηλών βουνών… Και στο φεγγερό του μέτωπο η μπάλα σφηνωμένη με ξεραμένα τα πηχτά αίματα τριγύρα.
Το φονικό – πάντα παίρνουμε γι’ αλήθεια τη γνώμη του Παπαλέξη (μάρτυρας πρώτος του φρικτού νεκρού) – γένηκε ώρα νυκτερινή, μέρα πρώτη για δεύτερη απίς κι είχε χαθεί το φεγγάρι.
Ακόμα πιο κοντά λογαριάζουν νάταν η νύχτα της Αφέντρας Παρασκευής, ύστερα μάλιστα κι από τα λόγια του γιδάρη Μητροθανάση που κράτησε πείσμα ότι μνήσκεται το δείλι της μέρας κείνης νάδε το Λειτουργητή μ’ ανεμισμένα τ’ αριά μακριά του μαλλιά, καθώς ροβολούσε το πλάι, να διαβαίνει αλαργινά κάπως απ’ τη στάνη, μ’ ολοφάνερα ωστόσο.
Έτσι θα ‘ναι. Ο Λειτουργητής με την μποτίλια το λάδι τη νύχτα εκείνη άνοιξε το ρημοκλήσι, άναψε τα καντήλια λειτούργησε και βγαίνοντας ύστερα ώρα βαθιά, της αυγής πια, χτυπήθηκε κρύφια και τέλειωσε.
Οι χωριάτες δεν κράτησαν κακία στο φτωχό παραδαρμένο πλάσμα που στοίχειωσε δυο χρόνια κει απάνω στα ρημοκλήσια των βουνών.
Θάφτηκε μισοφαγωμένος ως ήταν και την πρώτη Κυριακή στο βγάλσιμο των αγίων ο παπάς τον μνημόνεψε ελεϊκά στη δέηση της αναπαύσεως. Κι έτρεμε κάτω απ’ τ’ αχνό κίτρινο φως των κεριών η φωνή του συγκινημένη σ’ ένα αχό κλαμένο θα πεις. «Και υπέρ αναπαύσεως του Δούλου σου Φωτεινού…».
Το εκκλησίασμα χασκάνοιξε ειρωνικά τα χείλη στ’ άκουσμα της παράκλησης, μα ως αντίκρισε τα τα υγραμένα μάτια του γέρου παπά έτσι απότομα αργόγειρε συλλογικά το κεφάλι μια στιγμή…
Να πως μνημόνεψαν το Λειτουργητή.
Ποιός νάταν τάχα;
Το ρημωμένο σπίτι του ρίζωνε τα θεμέλια του στα βάλτα του Γκόγκιλα στραμμένο κατά το ρουμάνι των πεύκων.
Ωχρό με τις ξερές πέτρες των ρημαγμένων τοίχων του, ανάμεσα στα κίτρινα βούρκα των νερών τα θανατερά, έχοντας αναρπαμένη απ’ τους αγέρες κι ανάστατη τη λαφριά σκεπή των καλαμιών αλειμμένη απ’ τη γλύνα του βάλτου, εγέννησε και στράγγισε το χυμό της ζωής στο κορμί του Λειτουργητή.
Δέκα χρονών παιδί χλωμό – ως ήταν κίτρινα όλα τριγύρα του – στεγνό με τα καλαμένια πόδια του, κράτησε οληνύχτα αναμμένη φωτιά θλιβερή, δίπλα στο νεκρό μιας γυναίκας που πάσκισε άδικα να ζεστάνει.
Μιας γυναίκας…
Ήταν καλή κι αγαθή μ’ ένα θλιμμένο ως το θάνατο χαμόγελο στ’ άσπρα της χείλη…
Έσφιγγε το σκελετώδικο κορμί του με θέρμη στ’ αχαμνά της στήθη και δείχνοντάς του φορές, φορές με τα μακριά της δάχτυλα το βάλτο στις ζέστες του καλοκαιριού, π’ αχνοί βαριοί συννεφοσκέπαζαν τ’ ογρό λιβάδι, τούλεγε με τρόμο:
- Φωτεινέ, παιδί μου, και συ με τη σειρά … σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο, σε δυο χρονια… το ίδιο… Αχ! Γιατί να γεννηθείς;… Σιγόκλαιε και τον φιλούσε… Ύστερα κοιτάζοντάς τον – έτσι ως δεν ένιωθε τίποτα μ’ ορθάνοιχτα μόνο τα μεγάλα του μάτια σ’ απορία - ολότρεμη με σαλεμένο το νου ξακολουθούσε:
Δε νιώθεις;… Ο πυρετός… Ένας σκελετός π’ αχναγγίζει η κεφαλή του τα σύννεφα με διασκέλισμα πιο μεγάλο απ’ το πήδημα τ’ αγριμιού στα φαράγγια… Μια λαύρα τον καίει κι ολαχνίζει φωτιά ως αναπνέει, Φωτεινέ… Σε φλογίζει μια ίσαμε ίσαμε να ψήσει κίτρινο το κορμάκι σου κ’ ύστερα σβύεται μ’ ένα μακρύ ρίγος και τούρτουρο σαν τα χιόνια… .
Αφουγκραζόταν ο Λειτουργητής τότε, με κομμένη την ήρεμη ανάσα και κουβάριαζε το ίδιο του κορμί σ’ ένα σωρό…
Έβηχε ξερά κι αδιάκοπα κυρτώνοντας σε κάθε βήχα τη στενή του ράχη ως να πονούσε. Μίλησε ψιθυριστά με χαμηλωμένα πάντα τα μικρά άτρεμα κι ολοσκότεινα μάτια του παίζοντας μέσα στα χέρια του το ροζωτό ραβδί.
Τα πόδια στεγνά, μελανιασμένα, παραλυτικά.
Το φαλακρό κεφάλι του θύμιζε ακόμα κρανίο νεκρού λευκισμένο απ’ το χρόνο και σ’ ένα φως νυχτερινού λύχνου, ξεχασμένη μούμια π’ ανάζησε απ’ τα σκότη τυρρανισμένη σε κάποιες σκέψεις Σατανά, έφεγγε το πλάσμα που ήταν πατέρας του Λειτουργητή…
Έμεινε καθισμένος πάντα δίπλα στο παράθυρο χωρίς μιλιά, χωρίς να τρίζει το σαθρωμένο κάθισμα, συντηρώντας… Οι μόσκοι της άνοιξης φερμένοι σ’ ένα αέρι απ΄ το ρουμάνι, οι μούχλες των βάλτων οι κακόοσμες, κι ακόμα κάποιος αχός ζωντανός, δεν τον τάραζε…
Τον τάιζαν σαν πουλί και τον πότιζαν μ’ οίχτο για το τρανό της ζωής του βάσανο…
Ύστερα η γυναίκα πέθανε… Μια μέρα τότε αλάκερη κανείς δεν τον πρόσεξε. Ο Φωτεινός πρώτη φορά ξεγλυστρώντας απ’ το σπίτι ολοτριγύρισε το βάλτο, τσαλαβούτησε στα πηλά του, ξάφνισε τα παπιά μέσα απ’ τους καλαμιώνες τρύπωξε στο δάσος ως το βαθύτερο κρυψώνα του κι αλαφρός παράξενα στην καρδιά του ξεφώνισε ένα χαρούμενο αναρμόνιο σκοπό σαν το πρωτολάλημα τ’ άγριου.
Δε στοχάστηκε τίποτε στη λευτεριά του κι ήταν μονάχα ο φόβος της νύχτας που ξανάφερνε τα πόδια του στο δρόμο του σπιτιού. Σαν κι άνοιξε τη θύρα αντίκρισε τ’ απλάνευτο μάτι του γέρου στηλωμένο ολόκρυο πάνω του. Πισωδρόμησε, ύστερα πάλι κοντοζύγωσε με λυγισμένα τα γόνατα κι έριξε αργά απ’ τα χέρια του ένα δεμάτι ξύλα. Ένας ιδρώς τον έτρεχε ως ένιωθε το μαύρο βλέμμα του πατέρα του να τον σκέπει. Δείλιασε ν΄ ανάψει φωτιά μηδέ σκέφτηκε να προστρέξει το γέρο μόνο σωριασμένος απ’ το φόβο και την κούραση της μέρας αποκοιμήθηκε λαφριά. Ο πατέρας ξενύχτησε νηστικός και ριγώντας.
Και την άλλη μέρα τα ίδια. Ο Λειτουργητής ξεχάστηκε στη χαρά του κι ο γέρος στη μόνωση και τη νηστεία.
Το μεσημέρι ο Φωτεινός τριγύριζε ανέλπιστα έξω απ’ το φράχτη του σπιτιού του. Κοιτάζοντας, είδε τότε ένα αδύναμο χέρι ν’ ανοίγει το παράθυρο και να του νεύει να ζυγώσει. Κινήθηκε κι ήρθε δίπλα του. Αντίκρισε το γέρο ξαγριεμένο – αχνή τρεμούλα σάλευε τ’ άσαρκα του χείλη – κι ήταν ως να πέσει καθώς είχε αναγερθεί.
Γιατί μ΄ αφήνεις έτσι; Θα πεθάνω… Σιγολάλησε κλαμένος κι έσβησε σύγκαιρα μόλις έλαμψε ένα μίσος φαρμακερό στα βάθη των ματιών του.
Ο Φωτεινός ένιωσε μια λιγοψυχιά να τον παίρνει, ανανοήθηκε, τον εαυτό του, το σπίτι, τη μάνα που πέθανε χτές μόλις, σα μια σκιά, το γέρο σακάτη π’ απόμεινε, όλα σεμια στιγμή άταχτα φουρτουνιασμένα, τούρθε να κλάψει γοερά, μα ύστερα ως να γιγαντώθηκε σε μια αντρίκεια σκέψη η ψυχούλα του μίλησε συντριμμένα σ’ έναν αχό ψιθύρου: «Καλά πατέρα… κατάλαβα».
Ο Γέρος δεν έβγαλε λέξη. Έγειρε στο κάθισμά του γαλήνιος πάλι ξακλουθώντας τον ύπνο π’ έκανε δω και τόσα χρόνια με μισοσφάλιστα βλέφαρα…
Ο Φωτεινός ξεθάρρεψε με τη νύχτα. Ο Ίσκιος του φάνηκε ώρες, νυχτερινές, στους καλαμιώνες των βάλτων ν’ αγρυπνά με μια γοητεία κι ένα δέος γεμάτη την ψυχή στην απέραντη ησυχία της χώρας στο ρουμάνι κι απ’ τα δέντρα διαβαίνοντας για τις παγίδες π’ είχε στήσει κι ακόμα στο ρημοκλήσι της κορφής με κολλημένα τα μούτρα στο φεγγίτη του Βήματος, έχοντας σκέψεις θολές ανάμειχτες φόβο και λαχτάρα, κάτι σαν μιαν αυγή που θωριέται να σκάνει και ποτέ δε ροδίζει…
Κανείς δε τον είχε δει εξόν ένας για δυό σκόρπιοι περπατάρηδες. Τον ιστόρησαν παιδί αψηλό ολόστεγνο με λαφριά κυρτωμένη ράχη και τρίχα μακριά και λεπτή. Μεσ’ τα κουρέλια του έδειχνε άγριος και γαύρος είχε μια παράξενη γλύκα κι απαλάδα στο ωχρό πρόσωπο τόση που κοντόπαν νάχε πάρει κάτι απ’ το φεγγάρι, κάτι απ’ τα ήρεμα κάλλη της νύχτας. Ο Λειτουργητής δεν είχε κατεβεί ποτέ στο χωριό απ’ τα μικρά του χρόνια. Τ’ αγνάντευε ολημέρα απ’ τις κορφές των λημεριών του ν’ ασπρολογά, άκουε τις αλαργινές φωνές των ανθρώπων στον κάμπο και τα μουγκαλητά των βοδιών συρτά και περίτρομα μα τίποτα ωστόσο δε ξύπνησε στην ψυχή του περιέργεια και πόθο. Έτσι ο Λειτουργητης ως ένα καιρό δεν έδωσε αφορμή να νιαστεί γι’ αυτόν ο κόσμος. Κατοπινά περιστατικά ξάκουσαν τ’ όνομά του, για κάλιο το παρανόμι του, ολοτριγύρα στον κάμπο. Ας δούμε: Ένα βράδυ αφέγγαρο, στα πρώιμα ίδια κρύα του χειμώνα κειδά, με των ανθών το μάραμα και τη φυλλοροή των δέντρων ο Φωτεινός αλάργεψε, για κάλιο παραστράτησε απ’ έξω απ’ τα πρώτα σπίτια του χωριού. Ένα δυό φωτερά ανάρια τρεμόσφεγγαν κι είχαν όλα λουφάξει.
Ο Λειτουργητής περπατούσε σκυφτός βυθισμένος στις σκέψεις του, έφταξε στο πρώτο σπίτι. Χαμηλό δεντρί αγριλιάς το παράστεκε με κουρνιασμένα στα κλαριά του τα ορνίθια φτωχού χωριάτη. Καθώς ήταν ολόστενο το δρομάλι, φραγμένο απ’ το δεντρί, ο Φωτεινός έσκυψε να περάσει και σκούντησε δυνατά τα κλαριά. Ένα σμάρι τότε ψιλές φωνές αντιλάλησαν στη σιωπή, ένας σκύλος βάβισε πιο πέρα κι υψώθηκε αργά μια χλαλοή.
Ο Λειτουργητής απόμεινε ξερός. Βρέθηκε αλαλιασμένος από φόβο στην ξενοτοπιά και για μια στιγμή παράλυσε.
Ύστερα ψήλωσε τα χέρια του άρπαξε πνιχτά απ’ το λαιμό ένα ορνίθι, χωρίς λογικό πια, και τρελός βάλθηκε να τρέχει μ’ ένα παραμιλητό τρομάρας.
Πίσω του έσβηνε ολοένα μια τρικυμισμένη βοή, αντάρα κι αναστάτωση ως είπαν την ταχινή απ’ ένα κλέφτη θρασύ…
Ο Φωτεινός έφταξε στα μέσα της νύχτας σπίτι. Έσπρωξε λαφιασμένος ακόμα την πόρτα με τ’ ορνίθι πάντα στα χέρια ξανάκλεισε νευρικά και σωριάστηκε λαχανιασμένος στη γης. Απ’ το θόρυβο ο γέρος άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε το κλεψίμι ξάνοιξε απίς το γιό και τέλειωσε μ’ ένα στριγγλό χαμόγελο χαράς στο νεκρό πρόσωπο.
Ο Λειτουργητής από τότε έμαθε ποιά γεύση έχει το ζούμί βρασμένου ορνιθιού. Έκαμε απ’ τη νύχτα εκείνη ακόμη είκοσι επιδρομές. Είκοσι σπίτια ξώμερα χτυπήθηκαν απ’ τον κλέφτη σ’ είκοσι άκρες του μικρού χωριού. Ο κόσμος αναστατώθηκε, αγρίεψε και στάθηκε στον τόπο ένα τέτοιο μεγάλο κακό κι ανατάραγμα π’ ακόμα μνήσκονται κι ιστορούνε κατοπινές γενιές.
Σκαλέψανε παντού, ξαγρυπνήσανε ως την αυγή, ξέβγαλαν το μυρμήγκι απ’ την τρύπα που λεν, και πάντα στείρος κάθε κόπος κι ανώφελος. Ο Κλέφτης ήταν θα πεις ξορκισμένος ίσκιος, καπνός άπιαστος της νύχτας, ξωτικός τρόμος. Είκοσι βράδια σκόρπια άκουες κειδά στις περασμένες ώρες μια βοή να ολοσηκώνεται τριγύρω. Στριγγλά σκουξίματα ορνιθιών, μουγκαλητά περίτρομα βοδιών, ξαγριεμένες για ολότρομες φωνές ανθρώπινες να δέρνουνται «ο Κλέφτης! Ο Κλέφτης!». Ύστερα σ’ ένα ντουφεκίδι ένας ίσκιος – θωριέται – να γοργοφεύγει στα πλάγια, αλαφριός ως να μην άγγιζε τη γη, κι οπίσω λυσσασμένα τα μαντρόσκυλα ουρλιάζουνε, χυμούν… Απελπίστηκαν. Η Θεοκατάρα – καθώς την είπαν – βάρυνε την καρδιά τους και χάλασε την ξάστερη όψη τους. Μια Κυριακή ο Παπάς ξεστόμισε βαρύ αφορεσμό στον ξορκισμένο νυχτοπλάνο κι αντιλάλησαν όλοι ένα συντροφιασμένο «αμήν». Τη μέρα κείνη τους βάσταξε μια τρανή αγωνία. Θα ξαναφανεί… Μα πέρασαν βδομάδες, μήνες και τα σκυλιά δεν ξαναβάδισαν τη νύχτα και τίποτε δεν τάραζε τον ύπνο τους πια. Τον έτρεφε η νύχτα σαν τα σκοτεινά πουλιά π’ αγρυπνούν. Κάτι ξανοίχτηκε απού το ‘χαν σκαρώσει στην κούφια του ψυχή. Ως νάχε τόσα χρόνια λουφάξει σ’ ένα μακρύ αποξεχασμένον ύπνο και μόλις τώρα αργοκινήθηκε οκνή η μαργωμένη του ζωή. Είδες, κι ανθοβόλησε η ωχρή του μορφή ως το φεγγάρι τ’ Αυγούστου και καταχωνιάστη στ’ άδεια βάθη των ματιών των μια φλόγα, ένα φως κι ολοξύπνησε.
Σταλιές – αταλιές, ως της βροχής π’ αποστάζει στα φύλλα, ιδρώς αργός κι ολόκρυος ανάβρυζε στο φεγγερό του κούτελο, κάθε σούρουπο στην ώρα των πρώτων φώτων της νύχτας.
Ολημέρα ήταν μια κουκουβάγια στ’ άραχνο σπίτι δίπλα στη μούμια του πατέρα, γύρα στα βάλτα και το ρουμάνι. Και νύχτωνε… Βαριά τ’ απόσκια σύρανε και φράζανε το παραθύρι του σπιτιού του. Ούτε μια λαλιά, και κάθε αχός τρόμαζε θα πεις την ίδια του φωνή. Ένας τότε ιδρώς - δεν είναι ψέμα – τον κατάρρεε το Λειτουργητή. Κι ακόμα τα διάφανα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν ως κάτι να θάμπωνε το φως του, κι ήταν ολόχλωμος ωστόσο ο μαύρος λύχνος στο παραγώνι… Τον έβρισκε η ώρα ορθό γερμένο κατά τη θύρα θλιμμένο θα πεις κι ολοκούραστο μ’ ένα μαρτύριο. Σ’ ένα τρανό τούρτουρο ως φόβου μιας δείλιας τα γόνατά του συχνοδέρνονταν και λυγούσε να πέσει.
Μ’ είχε κράξει γι’ αυτόν τ’ ορνίθι την αυγή. Μια στιγμή ανάγερνε το κεφάλι ξάνοιγε τη θύρα κι αλάργευε κατά το χωριό της καμπής.
Σα γύριζε, φάνταζε ξαγριεμένος μ’ αναμμένο το αίμα σε μια τρανή πάλη με ξεσηκωμένη την τρίχα γαύρος κι ανήμερος.
Στα χέρια του, στα σφαλιχτά σα δόκανο δάχτυλα κράταγε το κλεψίμι, κι είχε σκιστά τα ζωγραφισμένα του χείλη σ’ ένα χαμόγελο άγριας χαράς και θριάμβου. Τον έτρεφε η νύχτα. Στη βοή, στην αντάρα π’ ανασήκωνε αυτός, ένας κλέφτης, ένιωσε μονάχα τότε τη ζωή στην τρικυμία της, αφρισμένη να γιγαντεύεται με μια λαύρα στο κορμί του. Τα βάλτα είχαν μουχλιάσει πια στους λογισμούς, το δάσος ήταν βουβό κι ήρεμο ως η πλήξη και τίποτε δεν τον τάραξε όσο η κολασμένη αντάρα στα είκοσι κείνα βράδια τα αμαρτωλά. Ο Φτωχός κολάστηκε στο κρίμα κι ως ποτέ δε στοχάστηκε νάταν κλέφτης αισχρός…
Γλάκησε ως μια ώρα σωστή ο Φωτεινός. Κυνηγημένος την τελευταία νύχτα απ’ ανθρώπους και ζώα είχε ξαποστάσει πια χλωμός αφανιασμένος.
Ψιλοχιόνιζε μ’ όλη τη ξαστεριά τ’ ουρανού κι αχνολεύκαζαν τα σκοτάδια προδοτικά μαρτυρώντας τη σκιά του στο πέρασμα. Πρώτη νύχτα που ‘χε χαθεί το τσακάλι στις ερημιές.
Αλάργευε πάντα κι ολοένα αχοί βαριοί από βήματα π’ ακλουθούσαν ξωπίσω του και φωνές μύριες στον μακρινό αντίλαλο ολοτρόμαζαν την παγωμένη του καρδιά. Ψιλοχιόνιζε, αλήθεια, την νύχτα κείνη την ξάστερη κι ήταν όλα λευκά ως να δείξουν τον κλέφτη… Κι ωστόσο ξέφυγε. Όξω απ’ το ξωκλήσι της κορφής, το γνώριμο, έγειρε κι απόστασε στους τοίχους του. Σιωπή. Είχαν σωπάσει όλα, κι είχαν λουφάξει. Χμμ! γέλασε και σφούγγισε τον πηχτό ιδρώτα. Ένα φύλλο δε θρούσε. Πήρε δυο τρεις ανάσες βαθιές λευτεριάς και βιάστηκε να κατηφορίσει στο σπίτι. «Καταραμένε» Γερό χέρι τον άρπαξε στο ξεκίνημα, απ’ τα μακριά μαλλιά και τον έσυρε με βία στην ανοιγμένη πόρτα του ναού. Φως κεριών πολλών τον θάμπωσε, ένιωσε την λάμψη να τον σφάζει και σπαρτάρισε.
Ούρλιαξε αχνά τότε και βάλθηκε απί να τρέμει με τούρτουρο.
Ο άντρας τον βάστηξε ζουλισμένο στον τοίχο ξανοίγοντας μ’ έναν οίκτο και θυμό μαζί. «Κλέφτης»! είπε και τον τράνταξε όλο ζαρώνοντας το δασύ του πρόσωπο. ύστερα δαγκώνοντας με λύσσα τα χείλη του σήκωσε το σκληρό του χέρι και χτύπησε μια δυο βαριά τον Λειτουργητή στο σκυμμένο του σβέρκο. Κειός συμμαζεύτηκε γρύλισε βραχνά σαν πληγωμένο αγρίμι, κι ύστερα ξετεντώνοντας με λύσσα το κεφάλι του, έμπηξε ως τα κόκαλα τα σουβλερά του δόντια στις σάρκες των χεριών που τον βάσταγαν. Ο άντρας πισωδρόμησε βογκίζοντας έκλεισε τα μάτια σα να λιγοψυχούσε και σωριάστηκε χάμω σφαγμένος στον πόνο. Ο Λειτουργητής ξαφανίστηκε. Μηδέ τα βάτα τον αντίκρισαν από την νύχτα κείνη πια, μηδέ το σπίτι. Τίποτα για μήνες πολλούς δεν ξακούστηκε, κι είχε σβύσει κάθε θύμηση του παλιά. Ο Γέρος του ο φτωχός ξεκλούθησε ατέλειωτο τον ύπνο του στο ίδιο κάθισμα πάντα ξεντώθηκε τα κρέατα τα σάπια σ’ ένα καιρό, κι ο σκελετός του απόμεινε γυμνός να τον θυμίζει: Κι έρεψαν όλα. Μια – μια πέτρα απ’ τους ρημαγμένους τοίχους του σπιτιού ξεκολνούσε και σώριζε χάμω, τα νερά θολωμένα παράσερναν τα λείψανα, κι είχε πάει κι η στέγη η αλαφριά με τα καλάμια. Θάμνα κι αγκάθια φούντωσαν στον έρημο κήπο.
Έξι μήνες αργότερα τη νύχτα της παραμονής του Προφήτη – Ηλία ανάζησε ο Φωτεινός. Από το δειλινό της μέρας κείνης ένας άνθρωπος ο Παπαλέξης ειχ’ ανοίξει τον ναό, διόρθωσε τα καντήλια, ξεσκόνισε την Τράπεζα και τα σκεύη, διάβασε τη βραδινή δέηση, καταμόναχος στη λογιασμένη ράχη του βουνού κι ύστερα βάλθηκε σ’ ένα λαφρό ύπνο να προσμένει τον όρθρο και τους προσκυνητές.
Η νύχτα χλιαρή φεγγαροφώτιστη κι ήταν όλα σαν όνειρο τριγύρω. Διάβηκαν έτσι μια δύο ώρες στην γαλήνη.
Ύστερα τα θάμνα στο μονοπάτι σάλεψαν ξερά ένας ίσκιος ανθρώπινος ξεπρόβαλλε βιαστικός και γερμένος κι ήρθε κατάμεσα την ανοιχτή πόρτα του ναού. Ανάγειρε το κεφάλι. Ο Φωτεινός ολάκερος ψηλότερος ακόμα γυρτός με τα μεγάλα μάτια τ’ απονήρευτα κι ήρεμα. Ένα καμπότο τσοπάνου είχε ριγμένο στην πλάτη, μακριά σα χαίτη τα μαλλιά του και μια μποτίλια λάδι κράταγε το ζερβί του χέρι. Στάθηκε απορημένος στο φως των τόσων κεριών. Βαροθύμησε. Ζάρωσε κατσουφιασμένος τα φρούδια του κι έκαμε αθόρυβα ένα βήμα στα μέσα. Ύστερα γονάτισε σκυφτός, φίλησε τις πλάκες και σταυροκοπήθηκε ανοιχτά δυο τρεις φορές. Ήρθε αργά στο εικονοστάσι μ’ ένα μυστήριο κι έκσταση. Χάιδεψε αχνά μόλις αγγίζοντας τσι μορφές των φωτεινών αγίων, και βύθισε τα μάτια του – ένα βλέμμα συλλογικό κι ονειροπόλο. Στοχάζεται, κι οράματα μύρια, μαντεύεις, να σκιάζουν την ψυχή του την άπλαστη.
Μια στιγμή ξεπετιέται και λογίστηκε ψήλωσε στις άκρες των ποδιών κι έσβησε διαδοχικά κάθε φως. Στη βοήθεια ενός μικρού κεριού μονάχα σήκωσε την μποτίλια το λάδι κι αποστεφάνωσε αυτός τα καντήλια. Ύστερα ξανάναψε τα φώτα, κι απόμεινε χαμογελώντας περήφανα να ξανοίξει την άμετρη λάμψη. Ήταν τότε που ξύπνησε ο Παπάς. Έτριψε τα μάτια νυσταγμένος κι είδε λοξά απ’ το βήμα π’ ήταν, ίσκιον ανθρώπινο μακρύ στον πρόναο. Κρύωσε, μούδιασε ο αγαθός, ύστερα ζύγωσε τρέμοντας απ’ την άκρα και ξάνοιξε με προφύλαξη. Είδε… Ξεστάθηκε μα δεν είπε λέξη κι έμεινε να αποδεί το τέλος. Ο Φωτεινός έφερε μια βόλτα γύρω κι ήρθε ξανά στο εικονοστάσι. Ήταν όλος ταραχή τώρα, ανάσαινε γλήγορα κι ένας ιδρώς τον κατάρρεε. Τ’ αχνά του χείλη σιγοτρέμανε, τα πόδια του λυγούσαν στα γόνατα κι ένιωθες κάτι να θέλει να πει κάτι να ξεστομίσει ο άθλιος κι ήταν ανήμπορο. Μαρτύριο! Οι άγιοι οι ίδιοι τον πόνεσαν κάτω από το φως των καντηλιών κι ο Παπάς έκαμε ένα βήμα στην Πύλη. Πεσμένος στα γόνατα ο Λειτουργητής είχ’ απογείρει το κεφάλι στα χέρια κι έκλαιε ένα κλάμα υστερικά, έκλαιε κι ο Παπαλέξης. Πρώτη φορά στη ζωή του συναπάντησε ένα τέτοιο παράξενο πράμα «Παιδί μου…» σιγόπε ραγισμένη η φωνή του «παιδί μου…». Είδες στ’ άκουσμα ξετιναγμένο το Λειτουργητή ολότρομο μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια ως κάτι να τον αποσβόλωσε φριχτό, σύρθηκε ύστερα ξαγριεμένος στην πόρτα, στράφηκε στα μπρος και γλάκησε κυνηγημένος απ’ τον τρόμο, τον κατήφορο.
Είδε τον ίσκιο του ο Παπάς δυο στιγμές στο φεγγαρόφως να φεύγει κι απίς θάμνα και βράχοι τον απέκρυψαν. «Ένας φτωχός άγιος» σιγολάλησε.
Ονομάτισαν οι άνθρωποι Λειτουργητή τον Φωτεινό. Δεν αστόχεψαν. Είναι αυτός που δυο χρόνια δεν άφησε αράχνη στα ξωκλήσια να στήσει το δίκτυ της, είναι αυτός που μυσταγώγησε άφωνα, ζωντανεμένος άγιος ο άκακος, τόσες νύχτες…
Κάποτε ένας άγριος τον κτύπησε – ήταν λίγο λάδι τ’ αδίκημα, λίγο λάδι για τα καντήλια του – κι έσβησε για πάντα ο ίσκιος του από κείνη τη γη…
Η μακρινή του ανάμνηση απόμεινε για χρόνια ως τώρα, ένας θρύλος, ένα παραμύθι, γι’ αυτόν που ξεστάθηκε, όπως λένε, ολωσδιόλου όξω ζωή των όμοιών του…
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΑΠΤΗΣ
Η εκτενής αλληλογραφία των Νικόλα Κάλλας και Μιχάλη Ράπτη, που κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Άγρα, δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα όχι μόνον της φιλίας δύο ξεχωριστών Ελλήνων της διασποράς (ο ένας αυτοεξόριστος υπερρεαλιστής και τεχνοκρίτης - ο άλλος πολιτικός εξόριστος για πολλά χρόνια και «περιπλανώμενος επαναστάτης») αλλά και της εποχής 1967-1984. Το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας περιγράφει τις εξελίξεις στην Αριστερά, τα γεγονότα στο Παρίσι του Μάη 1968 και στην Πράγα, τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την ελληνική χούντα.
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ
(Φιλοκτήτης στη Λήμνο)
[...]
Ολόκληρη η ξυλογραφία πάλλει με την πεποίθηση πως γρήγορα η ζωή θ΄ αλλάξει και θα βρεθούνε οι απομακρυσμένοι και στερημένοι σ΄ αυτόν τον παράδεισο. Το μαγικό του καλέμι δεν γνωρίζει εμπόδια και απαγορεύσεις. Ο χαράκτης κρύβει τα κοπίδια του και τα μελάνια στα πιο κρυφά και απίθανα να ερευνηθούν μέρη.
Εκείνος μόνο γνωρίζει πού θα τα βρει για να τους εμπιστευθεί την έμπνευση και την ευαισθησία του. Το ξύλο χρειάζεται το σκληρό και αιχμηρό μέταλλο, για να μιλήσει.
Οι μορφές μόλις που συγκρατούνται από το πλαίσιο της εικόνας. Τα ενδύματα πτυχώνουν, ανεμίζουν τα μαλλιά. Κι όλη αυτή η ανάταση έρχεται από ένα ερημονήσι γεμάτο αγκάθια και πέτρες, άνυδρο και ξεχασμένο.
Είναι ένα μικρό χαρακτικό αριστούργημα που της το έστειλε με κάποιον φίλο του «αδειούχο». Πιστός στην παραγγελιά που του έδωσε ο καλλιτέχνης, της το πήγε ο φίλος αμέσως μόλις έφτασε καραβοτσακισμένος από το νησί, για να μην ξεθυμάνει το άρωμα και η θέρμη της αγάπης· της το ΄φερε σαν πασχαλινό δώρο σαν ευσυνείδητος ταχυδρόμος, στο φοιτητικό οικοτροφείο που έμενε τότε. Η κοπέλα δεν μπόρεσε να κρύψει τη συγκίνησή της μόλις είδε το παραδεισιακό χαρακτικό και την αφιέρωσή του σ΄εκείνην. Έμεινε άναυδη, άπορη στα λόγια και στην πράξη. Ένα ευχαριστώ και μια θερμή χειραψία ήτανε το ελάχιστο που μπορούσε να του προσφέρει. Τόλμησε μόνο να ρωτήσει για κείνον. Πώς είναι, τι κάνει, πότε θα ΄ρθει έστω και σαν αδειούχος… Μέτρησε και πάλι τα χρόνια που μένει εκτοπισμένος. Της φτάσαν ακριβώς τα δέκα της δάχτυλα. Δέκα χρόνια και βράχος θα καταποντιζόταν και γιαλός θ΄ άλλαζε σχήμα. Δέκα χρόνια ζωής στην ακμή και στη λάμψη της.
Ω πάθος, μέθη αυτοκαταστροφής «για ένα φιλότιμο», εξάντληση και εμπιστοσύνη στους ανέμους, ω αντοχή και θεία αδιαφορία!
Ήταν ένα χαρτί ξυλογραφίας, μια ντελικάτη περγαμηνή που πλάγιασε πάνω στο μελανωμένο ξύλο, πιέστηκε ερωτικά στην επιφάνειά του την ώρα που σφοδρό μελτέμι κάρφωνε κι έσπρωχνε τη σκηνή του να την πάρει μαζί με τ΄ αγκάθια και τα φρύγανα. Η κοπέλα ψηλάφισε την εικόνα με τα μάτια, τα χέρια, την ανάσα της, και την πήγε αμέσως στο μάστορα για να την στερεώσει με τζάμι και ξύλινη κορνίζα, την κρέμασε μετά στο μικρό χώρο του τοίχου που της ανήκε, στο φοιτητικό θάλαμο. Ποιος να προσέξει τέτοια λεπτουργήματα, σύμβολα ζωής και ίχνη ιστορίας. Έμενε εκεί και την προστάτευε χρόνια, αναλλοίωτη, ασπρόμαυρη, με κάθε της λεπτομέρεια, εκπέμποντας μουσική. Να διηγείται, να στέλνει πουλιά πάνω στο ξύλο της ζωής, ανθισμένους θάμνους, ξέπλεκα μαλλιά, πουκάμισα λευκά, ανοιχτά στήθη και χέρια σε ανάταση, την ημέρα της Λαμπρής, πλαισιωμένα με τους στίχους του Διονυσίου Σολωμού:
Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόραις …
Επίμονος, αποφασισμένος στη στέρηση, την κακουχία, την απειλή του θανάτου ή της τρέλας, σαν χρυσοθήρας στους παγετώνες της Αλάσκας …
Με άλλο καράβι κι άλλο ταχυδρόμο, της έστειλε την επόμενη χρονιά νέο χαρακτικό. Πάλι στο ίδιο θέμα, που αντιπροσώπευε το επίμονο όνειρό του για τη φιλία, την αγάπη, και την ειρήνη. Μια παραλλαγή αισιόδοξη για τη γιορτή του Πάσχα, πάνω σε τέσσερις στίχους του Άγγελου Σικελιανού:
Πάσχα πλατύ Πάσχα τρανό σαν την καρδιά μας
Πάσχα για οχτρούς Πάσχα για φίλους Πάσχα για όλους
Τι ένα σφαχτό μπορεί να φτάσει σε χιλιάδες
Σαν οι καρδιές μονιάσουν όλες στην Αλήθεια.
Δυο παράδεισοι, αλλά εκείνη δεν θα έμπαινε σε κανένα. Απόμειναν μόνο κάδρα στον τοίχο για να της διηγούνται τι έχασε με το να μην τον περιμένει σαν ηπειρώτισσα αρραβωνιαστικιά.
Οι φίλοι υψώνουν το ποτήρι όρθιοι κάτω απ΄ τα πεύκα. Δεξιά κι αριστερά τους δυο ζευγάρια λικνίζονται στο τραγούδι και στο κελάηδημα των πουλιών. Ονειροφαντασίες που φέρνει η άνοιξη με την ήρεμη θάλασσα και την παραλία στολισμένη με τ΄αρμυρίκια και τις άγριες βιολέτες. Περάσματα χελιδονιών πάνω από τις σκηνές κι από τα συρματοπλέγματα, πουκάμισα απλωμένα «πουκάμισα αδειανά» που στεγνώνουν στον ήλιο της ερημίας.
Κι όμως η εικόνα του διαφανούς ονείρου υποβάλλει και ανακουφίζει, γιατί κανείς δε ζει χωρίς την ελπίδα.
Τα δώρα του έφταναν με «αδειούχους» εξόριστους φίλους που έρχονταν στην πρωτεύουσα. Ο Χ. Δ.! Δεν ήταν μόνο δεξιοτέχνης στη ζωγραφική και την ξυλογραφία. Η συσκευασία του μικρού ή μεγάλου δώρου που της έστελνε ήταν θαυμαστή. Ένα ξυλόγλυπτο στήριγμα φωτογραφίας με τέσσερα ψάρια χωρούσε ανάμεσα στις αποσκευές του συντρόφου, αθέατο και σίγουρο, μια πέτρα του γιαλού που πήρε ψυχή από το καλέμι του. Το κάθε κομψοτέχνημα ερχόταν από τα χέρια του γιαννιώτη σκαλιστή, εύγλωττο όσο δέκα γράμματα κι απείραχτο από τη λογοκρισία. Τα ενθύμια υπάρχουν ακόμα και συνεχίζουν να υπάρχουν στα ράφια της βιβλιοθήκης της και στους τοίχους.
Εκείνος στο χώμα… στο χώμα. Σκόρπια οστά τα απαιτητικά κι ακούραστα στο να προσφέρουν δάχτυλά του, για να της δώσει χαρά και να την κρατήσει δικιά του μέσα στην πολυάνθρωπη πόλη.
Όταν τα βλέπει όλ΄ αυτά τα πικρά ενθύμια τοποθετημένα στο περβάζι του νησιωτικού παράθυρου χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας και προκαλεί τον οίκτο στους δικούς της. Αλλά εκείνη ζει τον χρόνο που της ανήκε και θα ΄θελε να τον διατηρήσει με τη μνημοσύνη σιωπηλά. Αυτό της φτάνει. Εκεί έχει (ή μήπως είναι ψευδαίσθηση;) την ασπρόμαυρη ξυλογραφία του με τις γυναίκες που αφήνουν ένα περιστέρι από το νησί όπου τις έχουν εκτοπισμένες κι επιπλέον ζωσμένες με τρεις σειρές αγκαθωτό σύρμα. Οι μορφές τους αγέρωχες και συνάμα ταπεινές με μια θηλυκότητα αήττητη, παρμένες από τη χαρά της προσφοράς. Μικρά χαριτωμένα κεφάλια με μακριά ίσια μαλλιά, μάτια εκστατικά και αθώα με την πενιχρή αισιοδοξία που τις κράτησε ζωντανές. Η πρώτη ελευθερώνει το περιστέρι που κρατάει στα χέρια της, οι άλλες αγάλλονται με το μήνυμα της ελπίδας. Το πουλί θα περάσει το πέλαγο, θα βρει κατάρτι να ξεκουραστεί ώσπου να φτάσει στην πολιτεία με τους ελεύθερους.
Στον πάτο της χάρτινης βαλίτσας, πάνω στα βαμβακερά της εσώρουχα, πλάγιαζε ένα από τα πρώτα του έργα, η ακουαρέλα με τους ανεμόμυλους. Δύο σε πρώτο πλάνο και μακρύτερα ένας τρίτος. Οι φτερωτές τους άσπρες, με ανταύγειες νερού, στέκονταν ατάραχες από χρόνια σε λόφο της παραλίας. Άλεθαν τους ανέμους της νοσταλγίας και της οργής για την τύφλα, τον φανατισμό και τη μικροψυχία των ανθρώπων – στάρι, κριθάρι, ανύπαρκτα. Το έργο μεγάλο σε διαστάσεις, εκείνα τα χρόνια στο νησί, και προκλητικό με την ομορφιά του.
Δεν τολμούσε να το κρεμάσει στον τοίχο του οικοτροφείου. Τις αργίες και τις Κυριακές που λείπαν οι οικότροφες, το έβγαζε από την κρύπτη του και το απολάμβανε. Το έστηνε πάνω από το προσκεφάλι της και τα χρώματά του έλαμπαν σαν φρεσκολουσμένα από το φως και την αλισάχνη. Της λείπουν οι ανεμόμυλοι κι ο ουρανός τους, δεκαετίες πολλές. Η απώλειά τους, η εξαφάνιση, θα΄λεγε αυτή, της ακουαρέλας τη βασάνιζε, άλυτο αίνιγμα, για χρόνια.
Πού μπορεί να παράπεσε και ποια άβυσσος την κατάπιε από τότε που την κρέμασε κορνιζωμένη πανέμορφη στο δωμάτιό της, όταν έφυγε πια από το οικοτροφείο; Σε ποια διάλειψη της προσοχής, σε ποια αφηρημάδα-αγωνία που θολώνει το μυαλό, την άρπαξαν και την έβγαλαν από τη ζωή της;
Η απουσία του πίνακα τη βασάνιζε χρόνια. Τη θεωρούσε σημάδι δυσοίωνο.
Κάποτε του μίλησε γι΄ αυτό και είδε τη θλίψη για τη απώλεια των μύλων να σκιάζει το πρόσωπό του. «Κρίμα», είπε, σα να επρόκειτο για ζωντανό πλάσμα, «που χάθηκαν έτσι. Έζησα κοντά τους τόσα χρόνια … Μου δίδασκαν την υπομονή».
Τα μάτια του είχανε υγρανθεί και οι κόρες τους μαύρες και αδιαφανείς, μ΄ όλο το γαλάζιο που είχανε απορροφήσει, την κοίταζαν με το αδιαπέραστο μυστήριό τους. Οι πέτρινοι μύλοι χάθηκαν και το μαγνητικό του βλέμμα έλιωσε «ωσεί κηρός από προσώπου πυρός».
Της ταιριάζουν οι αναμνήσεις που τρέφει το πένθος. Βραδινές ώρες και μηρυκάζει τις εικόνες της ζωής, τότε που όλα φαίνονταν δυνατά, ενώ η Κλωθώ είχε ήδη τυλίξει το νήμα για να υφάνει το λευκό σεντόνι…
Στο μεταξύ υπάρχουν κι άλλες νησίδες που κράτησαν ζωντανό το δεξί του χέρι και τις κόρες των ματιών του. Η φαντασία, ο έρωτας, τα κατευθύνει πάνω σε μια μικρή πλάκα από ξύλο ελιάς. Το κοπίδι του με άνεση σκαλίζει μια μινιατούρα. Τα μάτια του δίχως γυαλιά, το στιβαρό του χέρι δουλεύει το ξύλο με άνεση, δίνει σχήμα στη Μάνα που κάθεται στην πέτρα της υπομονής με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά. Μπροστά της η ακρογιαλιά. Η θάλασσα που κρατά τα παιδιά της. Ταξιδεύουν ή περιμένουν σ΄ ένα μακρινό γιαλό να ΄ρθει η ζωή να τα οδηγήσει εκεί που τους πρέπει – ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν κουράζεται να περιμένει μαρμαρωμένη σαν τη Φλανδρώ που καρτερεί το ναύτη της. Πλάι στα μικρά της πόδια βλασταίνει ένα λουλούδι, ένα κρίνο θαλασσινό. Αυτοί που μας αγαπούσαν μας αφήνουν τη θλίψη σαν τιμωρία. Έτσι μας εκδικούνται αυτοί που μας αγάπησαν.
Όταν αργότερα είδε στην έκθεση του Δήμου Αθηναίων τα μεγάλα μνημειακά έργα του, ακουαρέλες και ξυλογραφίες ασπρόμαυρες, τα θαρραλέα βήματά του στην τέχνη, δεν ζήλεψε επειδή έγιναν ερήμην της. Αντίθετα ευγνωμονεί την αοιδό που τον απόσπασε από τη μιζέρια, πολιτική και κοινωνική, και τον πήγε στην πόλη των τεχνών.
Κι αν η ποιήτρια είναι απρόσιτη, καλή κι η τραγουδίστρια.
Το σπίτι του μπορεί να μην «έβλεπε» στη βορεινή παραλία της Κρήτης, ο ίδιος όμως απόχτησε τα απαραίτητα υλικά μέσα και την ελευθερία που χρειάζεται ο καλλιτέχνης για να προχωρήσει. Για ν΄αρπάξει τις μοναδικές γραμμές από τα χρώματα με τον προσωπικό του τρόπο, που δεν είναι μόνο επιφάνεια μα και η ίδια η ψυχή του.
Η νησιώτισσα δεν είχε να του προσφέρει λίμνες και ποτάμια, ούτε την άνεση της κατοικίας στην τεχνόπολη και τα δαπανηρά ταξίδια που έπρεπε να κάνει για να γνωρίσει τον δυτικό κόσμο. Αγαπούσε τη μεγαλόνησο ο ζωγράφος και την πρώτη από δυτικά πόλη της. Ονειρευόταν να γίνει η βάση και το ορμητήριό του, της το ΄χε πει, και ποιος ξέρει αν οι δημιουργίες του δε θα ΄ταν ανώτερες και πιο αξιόλογες από τις δύσεις πάνω από τον Σηκουάνα και τα πεζούλια της Σίφνου.
Οι δύσεις της Κρήτης θα του πρόσφεραν απέραντες χρωματιστές εκπλήξεις, τα ιδανικά ιώδη και τα κυανά· ο ουρανός της, τον ολοκέντητο θόλο του που καθρεφτίζεται στη θάλασσά της.
Αυτοί που μας αγάπησαν μας αφήνουν τη θλίψη και τη μεταμέλεια σαν τιμωρία. Μας εκδικούνται ως νεκροί οι αφοσιωμένοι και πιστοί. Μια ήταν ισόβια, η δική του αγαπημένη: η τέχνη. Αυτήν εθεράπευε κι όταν έγραφε τα γράμματα στην κρατούμενη κοπέλα που τον ενέπνεε και τον διατηρούσε όρθιο και δημιουργικό στο νησί. Αυτήν αναζητούσε όταν ελευθερώθηκε και δημιουργούσε μέσα στην άνεση, φτασμένος πια.
Περνώντας τα χρόνια, κατάλαβε πως δεν χρειάζεται να εικονίζει πάντα την πραγματικότητα και να τονίζει τη στέρηση εκείνου του καιρού στην εξορία. Η άρνηση της δυστυχίας και η φυγή προς την ουδέτερη ομορφιά ήταν το ίδιο εκφραστική με την πραγματικότητα, τονίζει την αντίθεση με την ασχήμια που πάντα υπάρχει.
(μικρόψυχη-ος και ανυπόμονη-ος με φθαρμένες αντιστάσεις από τις στερήσεις)
(Αρκέστηκε στη δική της τελείωση και αξιοσύνη στην προσωπική της προσφορά στα Γράμματα ως γράφουσα γυνή).
Ο Χ. Δ. ήταν αποδεκτός κι αγαπήθηκε απ΄ όλους τους ανθρώπους έξω από φρονήματα και ιδεολογίες, γιατί ζωγράφιζε τη φύση φορτίζοντάς την αυτόματα με την πίστη πως αυτή είναι το γιατρικό μας. Έζησε τις στερήσεις και τα βάσανά του, δεν αξιώθηκε την αναγνώριση του έργου και τη δόξα του.
Η αναγνώριση και η άνεση τον έκανε να ξεχάσει το θλιβερό διάστημα της εξορίας.
Διωγμοί από το καθεστώς και τα όργανά του, διωγμοί και από τους συντρόφους, τους φανατικούς και απόλυτους. Που έβλεπαν τους εξόριστους σαν μέλη και ισόβια ευθυγραμμισμένους στο κόμμα οπαδούς. Καμιά ελευθερία και αυθυπαρξία έξω από την υπηρεσία στο συμφέρον της εργατικής τάξης. Σιωπή! Καμιά αναζήτηση περαιτέρω, καμιά συμμετοχή του κρατούμενου ως άτομο (για τον καλλιτέχνη του χρωστήρα και της πέννας)· κατά τη γνώμη τους πρέπει σ΄όλη του τη ζωή να παραμείνει ο αδικημένος από τις αναζητήσεις της Τέχνης εργάτης.
Όμως εκείνος, χρόνια ασκητής στα νησιά, παρατηρώντας τους ανθρώπους και τα φυσικά φαινόμενα, στερέωσε την πίστη του κατ΄ αρχήν στο ταλέντο του. Έγινε μοναχικός, πράγμα ασυμβίβαστο με το πνεύμα της ομάδας, σαν να ήθελε να περιφρουρήσει τη μοναξιά του. Κατά τα άλλα ταπεινός, φιλικός και γενναιόδωρος. Δούλευε με ζήλο για να σχεδιάσει και να στήσει σκηνικά και τα κουστούμια μεγάλων έργων που θα παιχτούν στο Θέατρο των Βράχων, όμως δεν πήγαινε μεσημέρι-βράδι να σταθεί στην «ουρά» για το συσσίτιο ή να πάρει μέρος στις συζητήσεις για την ανάλυση των παγκόσμιων γεγονότων από τα κομματικά στελέχη.
Αυτό θεωρήθηκε όχι μόνο απειθαρχία και αυθαιρεσία αλλά και εχθρότητα απέναντι στην ηγεσία που επαγρυπνούσε και κατηύθυνε την κοινότητα των εξόριστων. Κάτι μειωτικό και ταπεινωτικό για τις χιλιάδες πιστούς της αριστεράς που χρόνια υπόφεραν στα νησιά και στις φυλακές επειδή δεν αποκήρυτταν και δεν υπέγραφαν δήλωση «μετανοίας». (Ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του)
Αυτοί απειθάρχητοι όμως στις εντολές του κόμματος, οι «αποκομμένοι από το λαό», ήταν που εργάζονταν και δημιουργούσαν κατά τον ένα, ή τον άλλο τρόπο, σαν ζωγράφοι, λογοτέχνες, μεταφραστές, συντάκτες υπομνημάτων και εκκλήσεων, όπως ανέκαθεν γίνεται, που χρειάζονταν κάποια ελευθερία και μοναξιά (τις ελάχιστες ώρες που ήταν δυνατό) για να συγκεντρωθούν.
Αλλά κι επειδή όλοι οι άνθρωποι δεν είναι κομμένοι και ραμμένοι από το ίδιο πανί και καθένας βαδίζει σύμφωνα με τον χαρακτήρα του, όταν προπαντός βρίσκονται σε φυλακή και στέρηση, δεν μπορούν να σκύψουν και σ’ άλλο ζυγό. Αντιδρούν ο καθένας σύμφωνα με τις αντιστάσεις της ψυχής τους.
Το ότι κλεινόταν κάποιες ώρες στην σκηνή του για να δουλέψει κι επειδή από χαρακτήρα ήταν μοναχικός και ίσως βαρήκοος από εξασθένιση της ακοής, του ρίξαν τον μανδύα της δυσμένειας. Όμως οι φίλοι του, εκείνοι που τον εκτιμούσαν και ήξεραν την ποιότητα του χαρακτήρα του, δεν έλειψαν από κοντά του. Ο Ρίτσος, ο Μενέλαος Λ., ο Θέμος ο Κορνάρος, ο Μάνος Κ., ο Κ. Κ. κ.ά. Και τις μέρες που επιτρεπόταν επιτέλους να παιχτούν τα θεατρικά, τραγωδίες και δράματα, αναγνώριζαν οι στυφοί κι ανικανοποίητοι το μέγεθος και την αξία της δουλειάς του, για κείνο το διψασμένο και ταλαίπωρο κοινό, που καθόταν, ή μάλλον πετούσε μακριά, με τα φτερά της ποίησης του Αισχύλου, που λες πως ήταν συνθεμένη γι΄ αυτό, τα κουστούμια, τα σκηνικά, τα προσωπεία των ηθοποιών, όλα όλα ήταν έργα των χεριών του. Τα έφτιαχνε με κουρέλια, με φύκια και χαρτόνι, με ασβέστη και χώμα. Έδινε ψυχή στο παλιό χαρτί, στα καλάμια, κομμένα από τη ρεματιά, ζωντάνευε τον καιρό με τα τολμηρά του χρώματα. Στο τέλος τον επευφημούσαν όλοι, ακόμα και οι φύλακες, και τον φώναζαν να μπει δίπλα στους δασκάλους και τους ηθοποιούς. Κι από τα μακρύτερα βράχια-κερκίδες, κάποιοι κεντρισμένοι από τα πάθη των ηρώων και τη δική τους πολύχρονη εκτόπιση τραγουδούσαν το παλιό απαγορευμένο τραγούδι των εξόριστων της Γαύδου:
Η θάλασσα γύρω μάς ζώνει
σαν αλυσίδα φοβερή
φρουρός ανίκητος φυλάει
μέρα και νύχτα το νησί
Μας έδιωξαν από την Κρήτη
στου Λιβυκού την ερημιά,
γιατί ζητήσαμε το δίκιο
και του λαού τη λευτεριά…
[συνεχίζεται]
--------------------------------------------------------
ΕΙΡΗΝΗ ΠΟΥΛΟΥ, έξι ποιήματα.
ΙΟΥΝΗΣ ΜΗΝΑΣ
Ιούνης μήνας και οι κόρες των ματιών μου
και πάλι να συνθλίβονται μέσα σε στρατιές βαρβάρων
Πόσες ανέμελες πια διακοπές να αντέξω άλλες και ΄
όλο να φύγω λέω καλοκαίρι να μη βλέπω πια θάλασσα
μόνο ουρανό ή χιόνι πολικό κι' όλο ένα
κύμα με πνίγει στα ρηχά και η σιωπή
τόσων σωμάτων μοναχών μέσα σε τόσο θόρυβο
και τόση κίνηση κι' όμως
Ιούνης μήνας και υπάρχουν ακόμα σώματα
που παγώνουν έρημα στις ξαπλώστρες
μέσα σε τόση ζέστη
καλοκαιριάτικα.
ΛΑΓΟΣ
Κι' όλα είναι εκεί
Μέσα από γράμματα το πρόσωπό σου
ακίνητο το ίδιο χαμόγελο διαρκώς
καλύτερα να σε φαντάζομαι λαγό να
τρέχεις στη σελήνη
λαγό κάτω από ακακία να τρίβεις
σε μαγικό γουδί βοτάνια
λαγό πάνω σε άσπρο χιόνι να
κατρακυλάς παρά
ασάλευτος να μένεις
σε όρια του πριν και όταν δεν είσαι πια παρών
να μοιάζεις...
Καλύτερα λαγός με άσπρα γάντια και
μπαστούνι να περπατάς ατάραχος κάτω απ' τις
φτέρες και τους φοίνικες του Λυβικού
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ
Φωτιά μάγισσα Σαλαμάνδρα η μέρα τρυπώνε
κάτω από σκουριασμένη πόρτα
σε άδειο δωμάτιο μόνο ένα στρώμα και δυο παιδιά
πάνω σε αυτό χοροπηδάνε
και εσύ δεν τα εξαιρείς απ’ τον κανόνα
χωρίς διάκριση τα ζεσταίνεις
πάνω στη ράχη σου τα ταξιδεύεις και ξαφνικά οι θρήνοι
γίνονται μουσική και η μούχλα ρόδα και κρίνα ανατολής
Φωτιά μάγισσα Σαλαμάνδρα με ένα μαχαίρι την προσφυγιά τους σκίζεις
[και μια πηγή ηδονική]
μέσα απ’ τα στήθη τους εσύ αναβλύζεις
Στην κάψα του καλοκαιριού αυτά δροσίζεις
σαν να τα σκιάζουν των αγγέλων οι στρατιές
ένα παράθυρο στον ουρανό ανοίγεις και μόνο εσύ γνωρίζεις πώς
τη φωτιά μάγισσα Σαλαμάνδρα μέσα στα παιδικά τους μάτια να χαρίζεις
με θείο βλέμμα τον κόσμο αλλιώς να καθρεφτίζεις .
ΑΤΙΤΛΟ
Ο Κι- λιν λένε πως ήταν ο μονόκερως της Κίνας.
Πως μοιάζει δεν θα μάθουμε ποτέ.
Λένε πως ίσως κάποτε εμφανιστεί μέσα από ένα σύννεφο
με μια κόκκινη κορδέλα στο αριστερό του πόδι.
Μα μόνο λίγοι το βλέπουν ακόμα να τριγυρνά μέσα στην πόλη
έτσι καθώς στριμώχνεται ανάμεσα σε ανέραστους τουρίστες και
σημαιάκια προσφορών
Λίγοι αναγνωρίζουν το χρυσό του κέρατο έτσι καθώς μπλέκεται
μέσα στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους σαν να ξεκόλλησε ένα
αστέρι από πάνω τους στα ξαφνικά γυρεύοντας ένα παράλληλο σύμπαν
ΚΑΘΩΣ ΠΡΕΠΕΙ
Σε αυτή την πόλη το ατελές διώκεται με ισόβια βουβαμάρα.
Πίσω απ' αυτό η τέλεια σκιά του ακολουθεί
διορθώνει το παρόν τεντώνει ιδανικό πανί
μια επιφάνεια γλιστερή
έτσι θα έπρεπε να είναι
μόνο μια εικόνα η πιο αρεστή
η καθώς πρέπει τελειότητα
μια δεσμοφύλακας μητέρα
αλλιώς δεν θα σε αγαπώ
λέει στο αυτί
λες και υπάρχει τρόπος το βλέμμα να εγκλωβιστεί
μέσα σε μια λέξη δήθεν ευγενική
σφίγγει τα χείλη
συνήθεια να μην αφήνει τίποτα να εκτεθεί
κλειδώνει την πόρτα να μην
χαρακτηρισθεί η διαφυγή να
διαγραφεί
ακόμα και εκείνο το χαμόγελο
που πάει να σχηματιστεί
Η σοβαρότητα προπαντός αυτή
πρέπει να κυριαρχεί.
OI ΕΚΛΕΚΤΟΙ
Έδωσε ο βασιλιάς στους ιερείς σοφούς όλα τα αξιώματα και δόξα και τιμές να σωθεί επιτέλους ο λαός να ζήσει ελεύθερος σε άλλη γη.
Και ορκίσθηκαν οι εκλεκτοί σύμφωνα με το πρωτόκολλο ενώπιον του Θεού στο ιερό θησαυροφυλάκιο κάτω από χρυσές αψίδες ντυμένοι στ΄ άσπρα όπως αρμόζει σε τέτοιες περιστάσεις και με αργές κινήσεις να φαίνονται σπουδαίοι, έτσι νόμιζαν , πήραν τα επίχρυσα σαν κάτι τάχατες πολύτιμο και εξουσία να τιμωρούν ακόμα και με θάνατο όσους τους νόμους παραβαίνουν εκείνα που συμφωνήθηκαν απ’ την αρχή.
Μόνο αυτοί γνώριζαν έτσι είπε ο βασιλιάς τον τρόπο που θα έπειθαν αυτοί τον κόσμο τι σόι μάγοι άλλωστε ήταν .
Μόνο αυτοί γνώριζαν τα ξόρκια, τα φυλαχτά ,τις μαγγανείες ,τα φάρμακα και τα φαρμάκια.
Μόνο αυτοί γνώριζαν πως να χειρίζονται το φόβο και πως να σπέρνουν τον πανικό στις μάζες .Που θα έβρισκαν πιο άξιους από αυτούς .
Και ανέδειξαν κριτές και δικαστές πως δήθεν δεν υπάρχει ασυδοσία .
Και βγήκε και ο μέγας ιερέας απ’ την πύλη του ναού και έπεσε στα γόνατα και έκλαψε σχίζοντας τα ρούχα του γιατί η αμαρτία μόλυνε την πόλη και έπρεπε να σωθούν καίγοντας κάθε τι ξένο προς αυτούς .
Να παραμείνουν τα πράγματα όπως ήταν φώναζε…
Ήξερε καλά πως τα γνωστά εύκολα τα κουμαντάρεις .
Και στην άλλη πατρίδα μια ίδια θα έφτιαχναν εν αγνοία τους.
Με κάτι τέτοια πείσθηκαν οι αφελείς πως τάχα θα γλίτωναν τη δουλεία και σε μια άλλη έπεφταν υπήκοοι του φόβου και πιο πολύ των τύψεων πως αυτοί οι αμαρτωλοί έπρεπε πάση θυσία να εξαγνιστούν.
--------------------------------------------------------
ΕΛΕΝΗ ΡΑΒΑΝΗ, δέκα ποιήματα.
ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Θέλω να στέκεσαι περήφανο δεντρί
Θέλω να βγάζεις φύλλα.
Θέλω ν’ αφήνεις τα πουλιά να’ ρχονται στα κλαδιά σου.
Θέλω να πίνεις τη βροχή.
Θέλω τριγύρω απ’ τον κορμό να μπλέκονται
ερωτευμένα φίδια.
Θέλω να νιώθεις τον άνεμο να σε αναταράζει
Θέλω ν’ απλώνεις τις ρίζες σου σπάζοντας βράχια, πέτρες.
Και στ’ ορφανό του ουρανού φεγγάρι Θέλω
για ν’ αποκοιμηθεί να λες αυτά τα μαγικά, παρήγορα παραμύθια.
ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Άνοιξα τα μάτια μου
για το ελάχιστο αυτό μικρό κόκκο της άμμου
που έφερε ο άνεμος
και λύθηκαν οι καταρράκτες .
Άνοιξα το στόμα μου
για το ελάχιστο αυτό μικρό κόκκο αλάτι
που έμεινε στα χείλη μου
και ήρθε το βάθος της θάλασσας .
Ξερίζωσα εκτάσεις απέραντες μ’ ασπαλάθους
γι’ αυτό το μόνο αγκάθι
που ενώθηκε με το αίμα μου
και έφτασε στην καρδιά μου.
Κι όλους τους δρόμους περπάτησα
που μ’ έφεραν έως εδώ και δεν μπορώ να φύγω
για το ελάχιστο αυτό μικρό
δύστροπο πετραδάκι.
Και λέω
Nα μείνω εδώ
ανύπαρκτη από το φως,
άφωνη από την ομορφιά
και ακίνητη
στην άκρη της θάλασσας
στον ίσκιο του κόσμου
στο τίποτα της απόστασης
στο ελάχιστο
του βράχου.
Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ
Ο υπάλληλος Τραπέζης ο καινούργιος
η εξυπηρέτηση και η υπόσχεση
σαν η απόλαυση και σαν η ελπίδα
στο πρόσωπό του όλα.
Όλος ο νέος κόσμος
του επιχειρείν, του διατηρείν
του διασταυρώνειν, του ελέγχειν
του γαμείν,
φρεσκοφτιαγμένος, αρωματισμένος
κουρεμένος ως αρμόζει,
με περιποιημένους τους όνυχας
το μπλε και το γκρι
δίνουν έναν τόνο σοβαρότητος
και το γυαλί έναν τόνο ειλικρινείας.
εργάζεται επιμελώς
εργάζεται αναμφιβόλως
εργάζεται συνειδητώς
εργάζεται απαρεγκλίτως
εκπαιδευθείς
εργάζεται
για να ζήσει το παιδί
ένας κοπρίτης κόσμος.
ΓΙΝΟΜΑΙ Ο,ΤΙ ΓΙΝΟΜΑΙ
Γίνομαι σιωπηλή
όταν βρεθώ κοντά σου
Δεν βρίσκω τίποτα να πω.
Γίνομαι πούπουλο
όταν βρεθώ κοντά σου
Δεν έχω διόλου βάρος.
Φεύγει η φωνή μου
έρχεται και μπλέκει στα μαλλιά σου
κι οι λέξεις που θα’θελα να βρω
χάδια αργά, δισταχτικά του έρωτα,
κυλούνε στο λαιμό σου
Πετούν τα χέρια μου,
πλέκουν ανάλαφρα
ένα ποίημα διάφανο
να σε ντύσει
να βρίσκουν τ’ απαλά μικρά φιλιά
γωνίες του κορμιού σου.
.
Σταγόνα,
σταγόνα γίνομαι
σαν σκέφτομαι εσένα
Γεμίζει η καρδιά μου.
Σπάει, ρόδι γίνεται
χίλια μικρά κομμάτια
και βάφουν με το χρώμα τους
τον ύπνο, τ’ όνειρά σου.
Γίνομαι τόσο μικρή,
όταν βρεθώ κοντά σου.
ΠΑΙΔΙ Σ΄ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ
Σ’ ακολουθεί ο άνεμος
περνάς διανύοντας αιώνων αποστάσεις
πηδάς ξερολιθιές χωρίς να τις αγγίζεις
ώρα πολύ μετά το πέρασμα
ένα χαλίκι κλονίζεται,
κι ‘ναι αρκετό σ’ ένα λεπτό
να γκρεμιστεί ο τοίχος
κι έτσι περνώντας, πηδώντας και γκρεμίζοντας
όπως παιδί που τρέχει
γιατί τ’ ακολουθεί ο άνεμος
φτάνεις λαχανιασμένο
κι είναι η φωνή σου σε γκρεμό
μα εγώ ακούω το στήθος σου
και βλέπω την καρδιά σου
που έτρεχες πολύ
και πήδαγες και γκρέμιζες
κι έφτανες,
στον ορίζοντα
είχα πάντα τα μάτια μου
που σ’ έβλεπα
να τρέχεις
παιδί
που ακολουθούσε ο άνεμος
ΕΙΠΑ
Είπα δεν πάω πουθενά,
θα μείνω εδώ
Δεν ήξερα πού να πάω
Τι να φορέσει η σκέψη μου
Τι να ντυθεί η ζωή μου.
στη μέση αυτού του δρόμου
στη μέση αυτής της ερημιάς
σκύλος αδέσποτος
διωγμένος, τρομαγμένος
είπα πως δεν θα σε βρω
είπα πως δεν υπάρχεις
πως δεν γεννήθηκες ποτέ
πως είχες γεννηθεί παλιά
Δεν ήξερα πού να σε βρω
δεν ήξερα πού να’ σαι
κι ήρθε χιλιοτραγουδισμένο φως
και μου ‘δειξε
στην κόλαση να ψάξω.
ΑΠΟΡΙΑ
Απ’ όλα τα πράγματα τα εγκαταλελειμμένα
μεγαλύτερη απορία
μου προκαλούν
τα στρώματα,
αυτά που αφήνουν
σε γωνιές , σε πλατείες, σε χωράφια
και στέκονται βαριά πολύ,
γυρτά πολύ
και παραμορφωμένα
από τη βροχή που
πότισε το μέσα τους βαμβάκι.
Ασήκωτα, γέρικα στρώματα,
ν’ αναπολούν τις νύχτες
που βρέθηκαν σε κρεβάτια
και δέχθηκαν σώματα ζεστά
και τώρα στόματα χωρίς δόντια
με κλίσεις παράξενες,
ζάρες αφύσικες
όλα τ’ αφύσικα, παράξενα
όνειρα να θυμούνται
Πού βρέθηκαν τόσα στρώματα που
θα’πρεπε να είναι σε κρεβάτια;
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
Έλα,
Nα απλωθείς παντού
ν’ ανοίξεις ορθάνοιχτη την μαύρη αγκαλιά σου
μέσα σου αργά αργά τα πάντα να βουλιάξουν.
Σιωπή,
γιάτρισσα των πληγών που ανοίξανε οι λέξεις
Συντρόφισσα πιστή, σοφή εσύ
Άγια Σιωπή
εσύ καλύτερα ταιριάζεις στην ψυχή μου.
ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Ατέλειωτο του Ιούλη μεσημέρι
πού να κρυφτώ;
είναι ο ήλιος χίλιες φωτιές
σκάει τη γη
στεγνώνει τα πηγάδια
λιποθυμούνε τα δεντρά
πού να κρυφτώ;
δεν μαλακώνει η όψη του,
δεν φεύγει η οργή του,
δεν σώνομαι.
Μεσημέρι του ατέλειωτου Ιούλη
ή κάψε με
ή άσε με
ή κρύψε με στο φως σου.
ΤΡΙΑΚΟΣΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ
Τριακόσιες μέρες θα περάσουνε χωρίς να σου μιλήσω.
Θα αναρωτιέσαι αν είμαι εδώ ή πήγα σ’ άλλη πόλη.
Τριακόσιες μέρες θα περάσουνε χωρίς να σου μιλήσω.
Δεν θα ρωτάς, θα προσπαθείς κρυφά να βρεις σημάδια
Τον ήχο, τα μάτια μου, τα χείλη, τα μαλλιά μου,
Το κλάμα, τα λόγια μου, το γέλιο, την σκιά μου.
Τριακόσιες μέρες θα περάσουνε χωρίς να σου μιλήσω.
Τίποτα δεν θα μπορείς να έχεις από μένα.
Κανένα κομματάκι μου δεν θέλω να σου αφήσω.
Τριακόσιες μέρες θα περάσουνε χωρίς να σου μιλήσω.
Κι όταν όλες περάσουνε και τίποτα δεν θα μένει
θα’ρθω μια νύχτα ανήμπορη, χωρίς πνοή
εκλιπαρώντας για νερό στην πόρτα σου διψασμένη.
--------------------------------------------------------
ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ, δύο ποιήματα.
ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η επιφυλακτικότητα είναι ασθένεια μεταδοτική
Κρύβεται πίσω από ένα βλέμμα και καραδοκεί
Στο δρόμο ή στη διπλανή την πόρτα
Πίσω από μια πλάτη γυρισμένη κάτι σιγοψιθυρίζει
Στο βραδινό κρεβάτι ξεκουράζεται πάνω στα τελευταία λόγια της ημέρας
Στο λεωφορείο γέρνει προς τη διπλανή κυρία και κάτι δείχνει με το δάχτυλο
-Μη δώσεις, μη μιλήσεις, μην κοιτάξεις
Κοίτα καλύτερα τα ρούχα τα δικά σου να φυλάξεις
Όπως ο Παύλος κάποτε φύλαξε τα ρούχα
εκείνων που τον Στέφανο λιθοβολούσαν
με σύνεση, με φόβο, με περίσκεψη
προπάντων όμως με επιφυλακτικότητα.
*
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ...
Αυτοί που
στου διαφορετικού τα σιωπηλά τα κάτεργα
βρίσκονται καταδικασμένοι.
Εκεί που
η αέναη κίνηση των τηλεοράσεων
αδιάφορα εξορίζει,
στη δύση της ιντερνετικής συμπόνιας.
Απλώνουν γύρω μας
τη δροσερή τους ησυχία
μαλακώνοντας τα σκληρά περιγράμματα
των αποστάσεων που καταργήθηκαν.
[Αυτοί που]
στο δίχτυ του κολλώδους αιώνα
δεν πιάνονται
στον ήχο μιας φωνής συγκεκριμένης
δεν τυλίγονται
ευλαβικά στο παρόν
προσκομίζουν
την απέραντη απόσταση
μάρτυρες σιωπηλοί
μιας κοντινής απελπισίας.
--------------------------------------------------------
ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ
(Αποσπάσματα από την υπό έκδοση συλλογή «Θραύσματα» & μετάφραση στα αγγλικά από τον Γιάννη Γκούμα)
Κουβαλάμε το θάνατο
όπως το σαλιγκάρι περιπλανά το δικό του
σπίτι.
*
We bear death
the way a snail carts its
home.
*
Μπορεί να μάθεις τα πάντα
σ΄ ένα παιδί, αρκεί να το
ακούσεις.
*
You can teach a child anything,
provided that you listen to
it.
*
Ο πιο σύντομος δρόμος
για να φτάσει κανείς στη γνώση είναι η
αμφιβολία.
*
The quickest way
for one to reach knowledge is
doubt.
*
Αλίμονο στο έθνος που βρίσκει
τη συνοχή του στην κηδεία σπουδαίων του
ανθρώπων.
*
Woe is a nation finding
its coherence in the obsequies of its
bigwigs.
*
Όποιος μπορεί να κατονομάζει
τις επιθυμίες του, είναι ένας άνθρωπος χωρίς
επιθυμίες.
*
Whoever can name
his desires is a man without
desires.
*
Η ανάγνωση είναι όπως ο λαβύρινθος:
γνωρίζεις πώς μπαίνεις, αλλά δεν ξέρεις πώς θα
βγεις.
*
Reading is like a labyrinth:
you know how to get in, but not how to get
out.
*
Ένα δευτερόλεπτο να εφησυχάσεις
στην τέχνη, σε ξεπέρασε η φιλοδοξία
της.
*
If for a second you rely
on art, you are overcome by its
ambition.
*
Ο Αισχύλος έγραψε τις τραγωδίες του
με τα κομμένα χέρια του
Κυναίγειρου.
*
Aeschylus wrote his tragedies
with Cynaegirus’ amputated
hands.
--------------------------------------------------------------
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΒΡΟΥΣΓΟΣ, τρία ποιήματα.
ΤΡΙΑ
Την συνάντησα την Αγάπη.
Την συνάντησα στα σκαλιά της Πιάτσα ντι Σπάνια.
Αυτή ανέβαινε κι εγώ κατέβαινα.
Κοιταχτήκαμε.
Χαμογελάσαμε.
Και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
Αυτή ήταν, την αναγνώρισα
Κι αυτή με αναγνώρισε, εγώ ήμουν.
₪
Η κυρά Σταυρούλα τα ξέχασε όλα.
Όλα.
Αλλά έμεινε ένα πράγμα μονάχα με το οποίο χαιρόταν.
Χαιρόταν να βρίσκεται με ανθρώπους.
Γύρω από τραπέζι, σε σαλόνι, σε χώρους αναμονής, οπουδήποτε.
Και μ’ όποιους ανθρώπους.
Αλλά να βρίσκεται με ανθρώπους.
₪
Ετοιμαστήκαμε για το ξημέρωμα.
Που θα ’βαφε τον ουρανό και πάλι, πρώτα βαθύ μπλε κι ύστερα γαλάζιο.
Ανάψαμε κι εμείς όλες τις λάμπες των δρόμων μας
Και στα χέρια κρατούσαμε λαμπάδες.
Να προϋπαντήσουμε το φως.
Το φως που θα ανάλωνε κάθε δική μας λάμψη.
ΔΙΑΚΡΙΤΕΣ
Οι πράξεις σου να είναι πάντα διακριτικές.
Ήσυχα!
Κι οι λέξεις σου σιγανές.
Να μη σε πάρει ο Θεός χαμπάρι ...
Κι οι πληγές σου!
Οι πληγές σου
να είναι πάντα διακριτές.
Να τις φυλάς σαν σημαία να τις φοράς
σαν ασπίδα.
Όταν θα έρθουν οι ακάλεστες
να πεις
«να!
δείτε
έχω αρκετές».
ΘΑΝΑΤΕ, ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ!
Ήθελε να ζήσει.
Ήθελε να ζήσει σε κάθε πτυχή του κόσμου,
Σε κάθε εποχή.
Ήθελε να ζήσει τη ζωή του κάθε ανθρώπου.
Όμως δεν μπόρεσε.
Ήθελε να γράψει.
Ήθελε να γράψει για κάθε πτυχή του κόσμου,
Για κάθε εποχή.
Ήθελε να γράψει για όλες τις ζωές όλων των ανθρώπων.
Όμως δεν μπόρεσε.
Ήθελε να κλάψει.
Ήθελε να κλάψει σε όλες τις πτυχές του κόσμου.
Σε όλες τις εποχές.
Ήθελε να κλάψει με όλους τους ανθρώπους.
Όμως δεν μπόρεσε.
Τα λίγα δάκρυα ίσα που έσβησαν
Τα λίγα λόγια που πρόλαβε να γράψει.
------------------------------------------------------------------------------
ΝΑΤΑΛΙΑ ΤΑΜΙΩΛΑΚΗ
Η ποιητική τής Iστορίας: Το φαινόμενο Καβάφης
Στο δοκίμιο του, με τον τίτλο «Το χρονικό μιας δεκαετίας», ο Οδυσσέας Ελύτης καταθέτει την παρακάτω προσωπική του εμπειρία από τον πόλεμο στο αλβανικό μέτωπο. Η μεραρχία του είχε δεχθεί επίθεση από τους Ιταλούς. Καθώς δεν υπήρχε τριγύρω κανένα σημείο όπου θα μπορούσε να προφυλαχτεί, βρέθηκε πεσμένος στο έδαφος, για δύο τουλάχιστον ώρες, με τις οβίδες να σφυρίζουν δίπλα του ασταμάτητα, σηκώνοντας στήλες από χώμα, πέτρες και ξύλα στον αέρα, που κατέληγαν, πέφτοντας, στη ράχη του. Σε μια τέτοια, λοιπόν, στιγμή, όπου καθένας αισθάνεται την ανάσα τού θανάτου στον ώμο του, ο ίδιος δοκίμασε ένα αίσθημα ευφορίας τελείως απροσδόκητο. «Έβλεπα», λέει, «… ότι από τη μια στιγμή στην άλλη κινδύνευα να τιναχτώ στον αέρα ή να μείνω μ’ ένα ποδάρι, κι όμως θυμόμουν … τον Καβάφη και σχεδόν γελούσα με την ικανότητα που είχε η σκέψη του - η σκέψη του; η ποίησή του; - να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις. Αυτό πια καταντούσε passe-partout»i. Σε αυτή τη συγκινητική, όσο και παράδοξη στα συμφραζόμενά της, αναφορά στο έργο τού Καβάφη, που γίνεται στο περιθώριο μιας άλλης αφήγησης, με σεβασμό, αλλά και χαριτολόγο διάθεση, από έναν σπουδαίο ομότεχνό του, διαφορετικής γενιάς και, το κυριότερο, αντίθετης ιδιοσυγκρασίας, συνοψίζονται, νομίζω, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τής ποίησης του μεγάλου Αλεξανδρινού. Το γνωμικό και αποφθεγματικό ύφος, η έντονη στοχαστικότητα, η προσήλωση στο αντικειμενικό γεγονός, μέσα στο οποίο αποσυντίθενται και εξαφανίζονται οι υποκειμενικές περιστάσεις, όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτα άλλο από την ανάπτυξη, το ξεδίπλωμα της βασικής κλωστής, με την οποία έχει υφανθεί το σύνολο του έργο του: της Ιστορίας, που στεγάζει υπό την ηγεμονική της παρουσία όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του.
Ο Καβάφης είναι ο ποιητής στον οποίο, τουλάχιστον στη χώρα μας, γίνονται οι περισσότερες παραπομπές, και μάλιστα, από ετερόκλητες κατηγορίες ανθρώπων. Κατά καιρούς, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, τηλεοπτικές περσόνες, μαθητές, διανοούμενοι, καλλιτέχνες και άλλοι, έχουν χρησιμοποιήσει στίχους του, για να δώσουν έμφαση στα λεγόμενα ή γραφόμενά τους. Παρασυρμένος από το φαινόμενο, θα μπορούσε εύκολα κανείς να θεωρήσει ότι το έργο του είναι μια συλλογή από τσιτάτα και τίποτα ή έστω ελάχιστα παραπάνω. Πράγματι, και μια πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων του αρκεί για να φτιαχτεί δεμάτι πυκνό από αποφθέγματα, έτοιμα προς χρήση, σε οποιαδήποτε ώρα και περίσταση. Σταχυολογώ λίγα από αυτά, όπως: «Αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις» (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), «Εδώ που έφθασες λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα» (Το πρώτο σκαλί), «Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει» (Τα παράθυρα), «Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει· είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα» (Μονοτονία), «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις» (Οι Βάρβαροι) κλπ. κλπ., για να μην αναφέρω ποιήματα που ολόκληρα είναι γνωμικά, όπως, για παράδειγμα, οι «Θερμοπύλες», ή, σε λιγότερο βαθμό, αλλά πάντως στο ίδιο περίπου ύφος, και η «Ιθάκη».
Είναι, λοιπόν, το έργο του Καβάφη αμεσοδιδακτικό και ο ίδιος, δεδομένης, άλλωστε, της μεγάλης ηλικίας, κατά την οποία ξεκίνησε να γράφει ποιήματα, και της συντηρητικής, μεγαλοαστικής του ανατροφής, ένας βαρετός μοραλιστής ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένας Νέστωρας της ποίησης, που προσφέρει μεν μαθήματα ζωής, αλλά όχι συγκίνηση; Για πολύ καιρό υπήρχε αυτή η εντύπωση. Πρόκειται, όμως, για επιφανειακή ανάγνωση. Ο Καβάφης είναι ο Πρωτέας της λογοτεχνίας μας, όπως τον ονόμασε ο Γιώργος Σεφέρηςii. Μας εξαπατά, μας ξεφεύγει διαρκώς, και με τις δυσκολίες του, αλλά και με τις φαινομενικές του «ευκολίες». Γιατί, η ποίησή του κάθε άλλο παρά αναπαράγει κοινούς τόπους. Ο «γνωμικός» Καβάφης αποτελεί την απατηλή αντανάκλαση του «πολιτικού» Καβάφη, με την ευρύτερη έννοια και σημασία του όρου αυτού. Η μεγάλη έλξη που ασκούσε στον ίδιο όχι απλώς το ιστορικό περιστατικό, αλλά πολύ περισσότερο η ίδια η Ιστορία, με τις ανατροπές, τις μεταπτώσεις και τις επαναλήψεις της, η λεπτή αντίληψη που είχε του ιστορικού χρόνου, δίνουν τον χαρακτηριστικά στοχαστικό και ταυτόχρονα βαθύτατα πολιτικό τόνο στα ποιήματά του, που καταφέρνει, παραδόξως, να δημιουργεί ποιητική ατμόσφαιρα από «αντιποιητική», θα λέγαμε, θεματολογία. Για αυτόν τον λόγο, όχι οι επιμέρους στίχοι απομονωμένοι, αλλά, ακριβώς, η συγκεκριμένη θεματολογία, που χαράσσει το αυστηρό και σχεδόν στατικό περίγραμμα των ποιημάτων του, εντός του οποίου κινείται αέναα ο άνθρωπος μέσα στον ιστορικό χρόνο, είναι το κλειδί, για να ανακαλύψει κανείς το εξαιρετικό, το μοναδικό και ανεπανάληπτο στο έργο του. Από την άποψη αυτή, δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι την καβαφική παρακαταθήκη αξιοποίησαν κυρίως οι ποιητές της Αριστεράς, καθ’ όλα διαφορετικοί ως προς τις προτιμήσεις και τις στοχεύσεις τους, που μοιράζονταν, όμως, και λόγω ιδεολογίας, την ίδια με τον Καβάφη αγάπη, το ίδιο ενδιαφέρον για την Μagistra Vitae. Αναφέρω στο σημείο αυτό, δειγματοληπτικά, τα ποιήματα «Οι τάφοι των προγόνων μας» και «Μετά την ήττα» του Γιάννη Ρίτσου, «Ο Φλάβιος Μάρκος εις εαυτόν» του Άρη Αλεξάνδρου, «Οι νέοι της Σιδώνος» του Μανώλη Αναγνωστάκη, το «Τοπίο Σχημάτων» του Τίτου Πατρίκιου, ως παραδείγματα της προκείμενης συγγένειας.
Κανένας, πάντως, άλλος νεοέλληνας ποιητής δεν έμεινε τόσο αμετακίνητα προσηλωμένος, τόσο πιστός στο ιστορικό θέμα από τον Καβάφη. Σε τέτοιο, μάλιστα, σημείο, ώστε ο κριτικός Τίμος Μαλάνος να τον παρωδήσει, μεταφέροντας σε στίχους κομμάτια από το λεξικό της Σούδαςiii. Με την εξαίρεση λιγοστών ακραιφνώς προσωπικών ποιημάτων, σαν τα «Φωνές», «Επήγα», «Θυμήσου Σώμα», «Μέρες του 1903» κλπ., το υπόλοιπο έργο τού Καβάφη αντλεί την έμπνευσή του από γεγονότα, πρόσωπα και περιστάσεις τού ιστορικού παρελθόντος τού Ελληνισμού, ακόμα και όταν μας μιλάει για τον ιδιαίτερο ερωτισμό του, όπως στα ποιήματα «Ιάση Τάφος» ή «Εν τω μηνί Αθύρ».
Το υλικό που πιο πολύ χρησιμοποιεί είναι παρμένο, πρωτίστως, από τους ελληνιστικούς χρόνους, δευτερευόντως δε, από τους ρωμαϊκούς. Δεν είναι να απορεί κανείς με την προτίμησή του αυτή. Το λεπτότατο ιστορικό του αισθητήριο, από τη μια, και, από την άλλη, η παράδοση της γενέτειράς του Αλεξάνδρειας, της πόλης όπου συντελέστηκε το όραμα του ιδρυτή της για συγκερασμό τών ηθών και των πολιτισμών, δεν μπορεί παρά να τον έκαναν να νιώσει το εξής: ότι ποτέ άλλοτε, όσο στις εν λόγω εποχές, κατά τις οποίες άλλαξε το σχήμα τού έως τότε γνωστού κόσμου και επαναπροσδιορίστηκε, διαρκώς προκαλούμενη από τις εξελίξεις, η έννοια του συνόρου, ως ορίου γεωγραφικού, αλλά, περισσότερο, πολιτιστικού και ηθικού, ο άνθρωπος δεν πρέπει να βίωσε τόσο έντονα το γεγονός ότι είναι ο ίδιος προϊόν τού ιστορικού χρόνου, αυτού που, όπως έγραψε ο Έλιοτ, είναι πάντοτε ο «παρών χρόνος» μέσα τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλονiv. Γι αυτό και ο Καβάφης, εξηγώντας τη συγκεκριμένη ποιητική του ροπή, μίλησε για την ελευθερία της ελληνιστικής εποχής, η οποία του επέτρεπε να κινήσει τα πρόσωπά του, όπως και, συμπληρώνω εγώ, και όπου ήθελεv.
Οι παραπάνω ποιότητες δίνουν, νομίζω, στο έργο τού Αλεξανδρινού τη βαθιά οικουμενική του προοπτική και διάσταση. Ο Καβάφης είναι σίγουρα ο πιο γνωστός νεοέλληνας ποιητής στο εξωτερικό. Αρκεί να σκεφτούμε, για παράδειγμα, ότι το ποίημά του «Μάρτιαι ειδοί» ενέπνευσε ταινία τού Χόλλυγουντ, με τον ίδιο τίτλο και πρωταγωνιστή τον Τζωρτζ Κλούνεϊ, ή ότι η Τζάκι Κένεντι-Ωνάση ζήτησε να διαβαστεί στην κηδεία της μόνον η «Ιθάκη» και τίποτε άλλο, για να αντιληφθούμε τον αντίκτυπο της ποίησής του, το μέγεθος και την έκταση της πρόσληψής της από ευρύτατο αναγνωστικό κοινό, πράγμα ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο, αν, μάλιστα, αναλογιστούμε τα εμπόδια που ορθώνει η δυσπρόσιτη στους ξένους ελληνική γλώσσα και το γεγονός ότι ο Καβάφης είναι, σύμφωνα, τουλάχιστον, με τον Γιώργο Σεφέρη, που κάτι, πάντως, θα γνώριζε παραπάνω, ο δυσκολότερος νεοέλληνας ποιητήςvi.
Υπάρχει, όμως, και μία πρόσθετη συνθήκη, που καθιστά τον Καβάφη τόσο οικουμενικό: ότι αποτελεί την ολοζώντανη στα νεοελληνικά γράμματα φωνή τού ελληνικού καινούριου κόσμου, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του, «των Αλεξανδρέων, των Αντιοχέων, των Σελευκιδών, των πολυάριθμων επίλοιπων Ελλήνων Αιγύπτου και Συρίας και όσων άλλων». Και μπορεί η αντίθετη με αυτόν ποιητική παρακαταθήκη τού Διονύσιου Σολωμού και του Κωστή Παλαμά να αντλεί τους χυμούς της από τους καρπούς ενός δέντρου που άρχισε να ανθίζει στα χρόνια μετά την Άλωση, η δύναμη όμως και η γοητεία τού έργου τού Καβάφη βρίσκεται στις βαθιές ρίζες τού δέντρου αυτού, που φτάνουν πολύ πίσω, στα 200 π.χ., και πέρα μακριά, «ως μέσα στη Βακτριανή, ως τους Ινδούς». Ο ίδιος άλλωστε έλεγε ότι δεν ήταν Έλλην, αλλά Ελληνικός. Πρέπει, λοιπόν, να οφείλεται σε μία μυστική νομοτέλεια ότι, ακριβώς στο ξεψύχισμα του πολιτισμού που προέκυψε από τη «θαυμάσια πανελλήνια εκστρατεία», ο Καβάφης μας μετέφερε, μετά από αλλεπάλληλες διηθήσεις, την πεμπτουσία τής ευαισθησίας τού κόσμου αυτού, βιάζοντας με τη ρώμη τού έργου του την πύλη τής νεώτερης λογοτεχνικής μας παράδοσής, που, χάρη στην καλλιέργεια και το ταλέντο του, ενσωμάτωσε, για πρώτη φορά δημιουργικά, το τεράστιο, λόγιο παρελθόν της. Τούτο και μόνο θα αρκούσε για να τον χαρακτηρίσουμε ως πραγματικά σπουδαίο πνευματικό, και όχι απλώς καλλιτεχνικό, κεφάλαιο του τόπου μας.
Η ιδιοφυΐα του, όμως, δεν εξαντλείται στο σημείο αυτό. Γιατί ο Καβάφης πήγε ακόμα παραπέρα την τέχνη του, κατορθώνοντας να επαπροσδιορίσει τους όρους και τα δεδομένα τής ποιητικής γραφής. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του ποιητή ιστορικό, τόνιζε δε, χαρακτηριστικά, ότι χίλιες φωνές τού έλεγαν ότι μπορούσε να κάμει ιστορίαvii. Αυτό δεν ήταν απλώς μία υπερβολή. Ξέρουμε, εξάλλου, πόσο ο ποιητής μετρούσε τις κουβέντες του. Και πράγματι. Αν το αντικείμενο, η ουσία τής Ιστορίας είναι η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης δράσηςviii, ο Καβάφης, μεταγγίζοντας επίμονα την απρόσωπη μακροσκοπική ιστορική κλίμακα στην ποιητική μικροσκοπική, κατάφερε όντως να κάνει, υπό κάποια έννοια, Ιστορία μέσα από την Ποίηση και, σίγουρα, Ποίηση μέσα από την Ιστορία. Ο αντιρητορισμός και αντικειμενισμός του, για τα οποία κατηγορήθηκε ως άχαρος πεζολόγος, η δυσκολία διαχωρισμού τής σκέψης του από την ποίησή του, την οποία υπονόησε ο Οδυσσέας Ελύτης στο απόσπασμα που παρατέθηκε στην αρχή, η απόλυτη ακρίβεια και λιτότητα στην έκφρασή του, η απουσία τού λογοτεχνικού σχήματος της μεταφοράς στο έργο του φωτίζονται, ως προς τη σημασία τους, μέσα από το σχετικό πρίσμα. Με τον τρόπο αυτόν, ο Καβάφης ανέτρεψε τη λειτουργία τού ιστορικού χρόνου μέσα στην ποίηση, η οποία, σύμφωνα με τον Οκτάβιο Πας, είναι «η άλλη φωνή. Όχι η φωνή της ιστορίας ή της αντιιστορίας, αλλά η φωνή που μέσα στην ιστορία λέει κάτι διαφορετικό»ix. Ο Καβάφης είπε κάτι διαφορετικό, αλλά - και εδώ έγκειται η μοναδικότητά του- με τη φωνή τής Ιστορίας. Εξ ου και η διαβόητη, σχεδόν, ικανότητα του έργου του να προσαρμόζεται σε όλες τις περιστάσεις.
Πέθανε στην Αλεξάνδρεια την ημέρα των γενεθλίων του. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι η σύμπτωση αυτή αποτελεί ένα ακόμα hazard objectif, όπως θα έλεγαν οι υπερρεαλιστές. Η ζωή τού ποιητή τής Ιστορίας μοιάζει να ήταν η ίδια ένα κύκλος, με ακτίνα την ελληνική οικουμένη, που έκλεισε, διαγράφοντας την περίμετρο των εβδομήντα του χρόνων, στο ίδιο ακριβώς σημείο από όπου άρχισε. Γράφει ο Νίκος Εγγονόπουλος: «Δεν μπορεί να είναι κανείς Χριστιανός και να φαντάζεται τον Καβάφη πεθαμένο. Ο Καβάφης μας βοηθάει να ζήσουμε»x. Και, αλήθεια, έτσι είναι. Ο Καβάφης, αυτός ο ιδιόρρυθμος passe-partout, μάς συντροφεύει, με την ψιθυριστή, αλλά σταθερή φωνή του, πάντοτε στις οριακές στιγμές τού βίου μας, προσωπικού και συλλογικού, δίνοντας το παράδειγμα της παραδοχής τής τραγικότητας του ανθρώπινου πεπρωμένου, όχι, όμως, «με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα», αλλά με γενναιότητα, «με λύπη και ευσπλαχνία» και, πρωτίστως, με αμετακίνητη πίστη στη μαγεία, στο θαύμα τής ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στην Ιστορία.
iΟδυσσέας Ελύτης, «Το Χρονικό μιας δεκαετίας», στο Ανοιχτά Χαρτιά, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 409.
ii2 Γιώργος Σεφέρης, «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ. Παράλληλοι», στο Δοκιμές, Πρώτος τόμος, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 327.
iii Ό.π. σελ. 341.
iv T.S. Eliot, Four Quartets, Burnt Norton “Time present and time past/Are both perhaps present in time future”.
v Βλ. Γιώργος Σεφέρης, «Ακόμα Λίγα για τον Αλεξανδρινό», στο Δοκιμές, Πρώτος Τόμος, σελ. 398.
vi Βλ. ό.π. υποσημ. 2, σελ. 328.
vii Ο.π. σελ. 340.
viii Hannah Arend, The Origins of Totalitarianism, A Harvest Book, Harcourt Inc., σελ. 9.
ix Βλ. Οκτάβιος Πας, Καθένας έχει τον Παράδεισο που Αξίζει, εκδόσεις Απόπειρα, σελ. 47.
x Νίκος Εγγονόπουλος, «Καβάφης, ο τέλειος», στο Πεζά Κείμενα, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 75.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Αργυρώ Καλογεράκη
Ο Ερωτόκριτος και το πρότυπό του στα γαλλικά: “Paris et Vienne”
Ο Ερωτόκριτος, το επικολυρικό αυτό αριστούργημα της αναγεννησιακής κρητικής λογοτεχνίας, ένα από τα πιο σημαντικά έργα της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας αποτελεί το βασικότερο και αντιπροσωπευτικότερο ίσως έργο της περιόδου που συνηθίσαμε να ονομάζουμε “Κρητική αναγέννηση” και που εμφανίζεται την τελευταία περίοδο της Βενετικής κατοχής στο νησί δηλαδή στα τέλη του 16ου αιώνα γύρω στα 1600 και μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Ο ποιητής του Ερωτόκριτου, ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ήταν επιφανής Βενετοκρητικός λόγιος και έγραψε το ποίημα αυτό λίγο πριν από το 1645 οπότε και άρχισε ο κρητικός πόλεμος.
Διαβάζοντας το ποίημα καταλαβαίνουμε ότι ο Κορνάρος είχε ένα ορίζοντα αρκετά πλατύ και ήξερε αρκετά καλά την ποίηση του καιρού του. Οι στίχοι του δείχνουν πως βλέπει ένα ορίζοντα που προσδιορίζεται από τη Βυζαντινή λαϊκή παράδοση και από τη λογοτεχνία της ιταλικής και γενικότερα της ευρωπαϊκής αναγέννησης. Τα ξένα όμως στοιχεία αφομοιώνονται ολωσδιόλου φυσιολογικά από τον ποιητή.
Οπωσδήποτε ο “Ερωτόκριτος” μαζί με τα άλλα έργα που εμφανίζονται στην Κρήτη την εποχή εκείνη όπως η “Ερωφίλη”, ο “Απόκοπος” και άλλα είναι ένα τυπικό προϊόν της Αναγέννησης καθώς συνηθίσαμε να ονομάζουμε την περίοδο που απλώνεται ύστερα από το Μεσαίωνα στην Ευρώπη. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό να παρουσιάζει τα ίδια φαινόμενα που εύκολα παρατηρούμε στις άλλες χώρες όπου οι λογοτεχνίες ανθίζουν: τάση και στροφή για την Αρχαία Ελλάδα, απομιμήσεις ξένων λογοτεχνικών προτύπων, περιέργεια για ξένους τόπους και για άλλους ανθρώπους που εκδηλώνεται με την διάθεση των ηρώων για ταξίδια
κλπ.
Πιο συγκεκριμένα, όπως ο Racine, δανείστηκε υποθέσεις των τραγωδιών του απ' τον Ευριπίδη, όπως τέλος ο Σαίξπηρ βρήκε το μύθο του “Τίμωνα του Αθηναίου” στον Πλούταρχο έτσι και ο Κορνάρος πήρε την υπόθεση του ποιήματός του από ένα γαλλικό μεσαιωνικό ρομάντζο της ιπποσύνης ένα “roman de chevalerie” που γράφτηκε στα μέσα του ΙΕ' αιώνα και γνώρισε για δύο τουλάχιστον αιώνες μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη. Πρόκειται για το ρομάντζο “Paris et Vienne” του Pierre de la Cypede όπως λέγεται ο συγγραφέας του έργου. Και τούτο δεν παρουσιάζει τίποτα το εξαιρετικό ούτε μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν δουλική μίμηση.
Η παραπάνω ανακάλυψη για το πρότυπο του Ερωτόκριτου είναι η σπουδαιότερη και η πιο έγκυρη ανακάλυψη ανάμεσα σε τόσες άλλες θεωρίες. Τη χρωστάμε στο Ρουμάνο καθηγητή N. Cartojan πουέκανε την ανακάλυψη αυτή το 1935. Το “Paris et Vienne” που απορρέει από ένα παλιότερο προβηγκιανό κείμενο κι αυτό πάλι από ένα καταλανικό γράφτηκε στα 1432. Μεταφράστηκε σε εννιά τουλάχιστον γλώσσες και τυπώθηκε πολλές φορές.
Στην Ιταλία η επιτυχία του είναι ακόμα μεγαλύτερη. Κάποια έμμετρη διασκευή στην ιταλική γλώσσα πιστεύεται από πολλούς μελετητές ότι χρησίμευσε στον Κορνάρο σαν πρότυπο και όχι το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά αλλά και μ' αυτή την άποψη διαφωνούν ορισμένοι μελετητές. Ας αφήσουμε όμως τις φιλολογικές διαφωνίες και ας προχωρήσουμε στο κυρίως αντικείμενο της μελέτης μας.
Για να γίνει σαφής η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα δύο μυθιστορήματα ας ξαναθυμηθούμε την ιστορία του Ερωτόκριτου περιληπτικά και ας την συγκρίνουμε με αυτή του Πάρι και της Βιέννης.
Στην αρχαία Αθήνα των προχριστιανικών χρόνων ζει ο Βασιλιάς Ηρακλής με τη γυναίκα του Αρτέμη και την όμορφη κόρη τους Αρετούσα που την ερωτεύεται κρυφά ο γιος ενός συμβούλου του βασιλιά, ο Ρωτόκριτος. Ο νέος στενοχωρημένος για τη διαφορά που τον χωρίζει από την Αρετούσα βρίσκει παρηγοριά σε καντάδες που κάνει τη νύχτα κάτω απ' τα παράθυρά της. Η Αρετούσα ακούει προσεκτικά τα τραγούδια και νιώθει συμπάθεια για τον άγνωστο τραγουδιστή. Οι γονείς της επίσης ενδιαφέρονται να μάθουν ποιος είναι. Μια προσπάθεια να τον αναγνωρίσουν από τη φωνή σε γιορτή που επίτηδες διοργανώνουν στο παλάτι δεν πετυχαίνει. Δύο φρόνιμοι άνθρωποι, η παραμάνα της Αρετούσας Φροσύνη και ο φίλος του Ρωτόκριτου Πολύδωρος, τους συμβουλεύουν και τους προειδοποιούν για τους κινδύνους του ερωτικού πάθους.
Ο Ρωτόκριτος ξενιτεύεται στην Έγριπο (Χαλκίδα) για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και η Αρετούσα τον επισκέπτεται. Βρίσκει τότε τυχαία στο δωμάτιο του Ρωτόκριτου τους στίχους του άγνωστου τραγουδιστή και μια ζωγραφιά της καμωμένη απ' τον ίδιο. Είναι φανερό ότι ο τραγουδιστής ήταν ο Ρωτόκριτος και τα τραγούδια ήταν γι' αυτήν. Παίρνει λοιπόν μαζί της τα χαρτιά και τη ζωγραφιά. Ο Ρωτόκριτος γυρίζοντας στην Αθήνα, λόγω της αρρώστιας του πατέρα του, νιώθει ανησυχία γιατί δεν βρίσκει τα ποιήματα και την ζωγραφιά. Μαθαίνει από την μητέρα του ότι η Αρετούσα έχει μπει για λίγο στην κάμαρά του. Φοβισμένος για τις πιθανές συνέπειες της αποκάλυψης του έρωτά του μένει στο σπίτι με την πρόφαση αδιαθεσίας. Τότε η Αρετούσα του στέλνει ως ξαρρωστικό τέσσερα δίφορα μήλα. Ο Ρωτόκριτος καταλαβαίνειοτι το πάθος του βρίσκει ανταπόκριση αρχίζει να να συχνάζει πάλι στο παλάτι και οι δυο ερωτευμένοι βεβαιώνοντας με τα μάτια για την αμοιβαία αγάπη τους.
Μέχρι εδώ που τελειώνει η Α' ενότητα νοηματικά στον Ερωτόκριτο, έχουμε να παρατηρήσουμε αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στα δύο έργα τουλάχιστον σε ότι αφορά το νοηματικό επίπεδο. Όπως και στον Ερωτόκριτο έτσι και στο γαλλικό κείμενο έχουμε τον Έρωτα του Πάρη προς τη Βιέννη θυγατέρα του Βαρώνου Δελφίνου (Dauphin) ο οποίος εξουσιάζει όλη την περιοχή του Dauphine τον καιρό του Βασιλιά Καρόλου. Ο Πάρις είναι γιος ενός πλούσιου υποτελή του Δελφίνου του Messire Jacques. Άλλη ομοιότητα που παρατηρούμε είναι τούτηキ ότι τόσο ο Δελφίνος όσο και ο Ηρακλής αποκτούν παιδί στην προκειμένη περίπτωση την Βιέννη και την Αρετούσα μετά από πολλά χρόνια ατεκνίας. Η όλη διήγηση τοποθετείται στην μεν περίπτωση του γαλλικού κειμένου, του οποίου ο θρησκευτικός χαρακτήρας είναι έντονος, στην χριστιανική εποχή, στον Κορνάρο όμως στην αρχαία ελληνική εποχή και μάλιστα στην Αθήνα προφανώς επηρεασμένος από την αρχαιολατρία της Αναγέννησης.
Όπως και στον Ερωτόκριτο στέκεται πιστός φίλος του ο Πολύδωρος έτσι και στον Πάρι έχουμε τον πιστό του φίλο τον Eduardo. Αλλά υπάρχει και μια διαφορά στα πρόσωπα του μύθου. Της Αρετούσας πολύτιμος σύμβουλος είναι η νένα της, η γριά Φροσύνη η γυναίκα που τη μεγάλωσε ενώ η Βιέννη έχει για σύμβουλό της μια παιδική της φίλη την Ysabeau.
Και η ιστορία στο γαλλικό κείμενο εξελίσσεται περιληπτικά ως εξής:
0 Πάρις εξομολογείται το πάθος του στον στενό του φίλο Eduardo τον οποίο παίρνει και τραγουδούν μαζί κάτω απ' το παράθυρο της Βιέννης θαυμάσια τραγούδια τα οποία συγκινούν τόσο τη Βιέννη όσο και τους γονείς της. Ο Δελφίνος θέλοντας να γνωρίσει τους τραγουδιστές οργανώνει ένα συμπόσιο στο οποίο όμως δεν έρχονται ο Πάρις και ο φίλος του Eduardo. Αλλά και οι επόμενες προσπάθειες του Δελφίνου να συλλάβει τους νυχτερινούς τραγουδιστές στέλνοντας τη μια φορά δέκα ενόπλους και την άλλη εκατό παραμένουν άκαρπες οι δυο φίλοι καταφέρνουν και ξεφεύγουν χωρίς να αναγνωριστούν. Έκτοτε παύουν και οι νυχτερινές εξορμήσεις των δύο φίλων. Μάταια η Βιέννη περιμένει στο παράθυρό της.
Από δω και πέρα η εξέλιξη του γαλλικού μυθιστορήματος που τόσες ομοιότητες είδαμε να παρουσιάζει με το κρητικό έπος αρχίζει να παρεκκλίνει. Νέα πρόσωπα εμφανίζονται και παίζουν καθοριστικό ρόλο με τη δράση τους, που δεν τα συναντούμε στον Ερωτόκριτο όπως ο επίσκοπος του Αγίου Βικεντίου. Σ' αυτόν ο Πάρις θα βρει καταφύγιο προσπαθώντας να ξεχάσει το πάθος που τον κυριεύει. Πρόσωπο ανάλογο με τον επίσκοπο δεν έχουμε στο κρητικό έπος. Έτσι γίνεται φανερός ο θρησκευτικός χαρακτήρας του γαλλικού μυθιστορήματος ενώ στο κρητικό έπος όπως ήδη παρατηρήσαμε η όλη ιστορία τοποθετείται στους αρχαίους χρόνους.
Στην Β' ενότητα του Ερωτόκριτου τα γεγονότα εκτυλίσσονται ως εξής: ο Ρήγας για να διασκεδάσει την κόρη του που τη βλέπει μελαγχολική οργανώνει ένα κονταροχτύπημα. Παίρνουν μέρος αφέντες κι αρχοντόπουλα από διάφορους ελληνικούς τόπους που είχαν φημισμένα κάστρα. Έρχονται ακόμα ο αφέντης της Μακεδονίας, ο γιος του Ρήγα του Βυζαντίου το Ρηγόπουλο της Κύπρου και άλλοι. Παρεμβάλλεται εδώ ως ιντερμέδιο η θαυμάσια ιστορία του Χαρίδημου που πενθεί γιατί είχε σκοτώσει κατά λάθος με τόξο την αγαπημένη του γυναίκα στην Ίδα όπου ζούσαν. Στο κονταροχτύπημα τελικός νικητής αναδεικνύεται ο Ερωτόκριτος ο οποίος εντυπωσιάζει τους πάντες με τη γενναιότητα και τη δεξιοτεχνία του.
Κατά ανάλογο τρόπο και στο γαλλικό μυθιστόρημα οργανώνεται κονταροχτύπημα από τον πατέρα της Βιέννης Δελφίνο ο οποίος θέλει να διασκεδάσει την κόρη του. Καλεί από πολλά μέρη ιππότες, βαρόνους και άλλους ευγενείς οι οποίοι συγκεντρώνονται τη μέρα του αγώνα στο παλάτι. Στις ασπίδες τους έχουν τα οικόσημά τους, ένα χρυσό στέμμα, ένα λιοντάρι κ.ά. Η Βιέννη βλέπει από την εξέδρα της δύο άγνωστους ιππότες με λευκό μανδύα χωρίς οικόσημα. Είναι οι καλύτεροι απ' όλους στον αγώνα. Ο ένας ανακηρύσσεται στο τέλος νικητής και παίρνει από τη Βιέννη το Βραβείο (ένα κρυστάλλινο θυρεό και ένα στεφάνι από χρυσά λουλούδια) χωρίς όμως να αναγνωριστεί γιατί δεν βγάζει το κράνος του. Φυσικά πρόκειται για τον Πάρι. Η Βιέννη θυμάται τον νυχτερινό τραγουδιστή και εκφράζει στην Ysabean τη φίλη της την άποψη ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Δεν θα ησυχάσει πια αν δεν μάθει ποιος είναι. Από εδώ και πέρα αρχίζει η διαδικασία αναγνώρισης του Πάρι από τη Βιέννη που όπως θα δούμε έχει αρκετές αναλογίες με το κείμενο του Ερωτόκριτου.
Στο γαλλικό κείμενο παρεμβάλλεται και ένα δεύτερο κονταροχτύπημα που διοργανώνει ο ίδιος ο Βασιλιάς της Γαλλίας ύστερα από μια ζωηρή διαμάχη που ξεσπάει σχετικά με την ομορφιά της Βιέννης συγκρινόμενη με την κόρη του Δούκα της Νορμανδίας
και την αδερφή του Άγγλου Βασιλιά. Τελικός νικητής αναδεικνύεται και πάλι ο Πάρις ο οποίος όμως χωρίς να αναγνωριστεί φεύγει με τον Eduardo για την πόλη του. Στη συνέχεια ο Eduardo πείθει τον Πάρι να πάνε μαζί στην Βραβάντη όπου ζει η δική
του κυρά. Ίσως εκεί να ξεχάσει τη λύπη του. Ο Πάρις φεύγοντας δίνει στη μητέρα του το κλειδί του δωματίου του όπου έχει φυλαγμένα τα Βραβεία των αγώνων του, την παρακαλεί όμως να μην μπει κανείς μέσα. Ενώ οι δύο φίλοι είναι στη Βραβάντη, κατ' αναλογία με τον Ερωτόκριτο όπου αρρωσταίνει ο πατέρας του, έτσι και στο γαλλικό κείμενο ο Messire Jacques αρρωσταίνει. Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του τον επισκέπτεται ο Δελφίνος, η γυναίκα του Duaine που παίρνει μαζί της την Βιέννη, την Ysabeau και άλλες δεσποινίδες. Η Βιέννη καταφέρνει και μπαίνει στο δωμάτιο του Πάρι όπου ανακαλύπτει τον κρυστάλλινο θυρεό, το χρυσό στεφάνι και όλα όσα είχε κερδίσει ο Πάρις στα δύο κονταροχτυπήματα καταλαβαίνει επιτέλους οτι ο Πάρις είναι ο νικητής των δύο κονταροχτυπημάτων και συγκινημένη όπως η Αρετούσα στον Ερωτόκριτο παίρνει τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία μαζί της. Ύστερα από λίγο όπως και στον Ερωτόκριτο έτσι και στο γαλλικό μυθιστόρημα ο Πάρις και ο Eduardo επιστρέφουν από τα ξένα. Με ανησυχία όμως διαπιστώνει ο Πάρις ότι τα έπαθλα λείπουν. Υποθέτει λοιπόν ότι πρόκειται για κλοπή. Ενώ στο κρητικό έπος ο Ερωτόκριτος βεβαιώνεται για τα αισθήματα της αγαπημένης του από τα τέσσερα δίφορα μήλα που αυτή του στέλνει μόλις έμαθε την αδιαθεσία του, στο γαλλικό κείμενο έχουμε την μεσολάβηση του επισκόπου του Αγίου Βικεντίου στον οποίο η Βιέννη εξομολογείται το γεγονός της κλοπής των κειμηλίων από το δωμάτιο του Πάρη. Με την ευκαιρία αυτή ζητά από τον επίσκοπο να φέρει στο παλάτι τον ιππότη για να του τα επιστρέψει. Η συνάντηση γίνεται και οι δύο νέοι υπόσχονται αμοιβαία πίστη.
Περνάμε τώρα στο Γ' μέρος του κρητικού έπους στο οποίο η Αρετούσα αφού επιμένει στην αγάπη της για τον Ερωτόκριτο, παρά τις συμβουλές της Νένας, συναντιέται με τον αγαπημένο της και εξομολογούνται το αμοιβαίο αίσθημα. Ο Ερωτόκριτος πείθεται μετά από σχετική συζήτηση με την Αρετούσα να την ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα της. Ανάλογα είναι και αυτά που συμβαίνουν και στο γαλλικό μυθιστόρημα ο Πάρις λυπημένος από την πληροφορία που έχει για το ενδεχόμενο γάμο της Βιέννης με το γιο του Δούκα της Βουργουνδίας βρίσκεται πάλι στο πλευρό της αγαπημένης του η οποία και τον πείθει να την ζητήσει σε γάμο. Όπως και στον Ερωτόκριτο έτσι και στο γαλλικό μυθιστόρημα οι προτάσεις που γίνονται εκ μέρους του πατέρα του Ερωτόκριτου και του Πάρι προς τον πατέρα της Αρετούσας και της Βιέννης αντίστοιχα, πέφτουν στον κενό. Ο Βασιλιάς Ηρακλής όπως και ο Δελφίνος εξοργίζονται με το θράσος των υποτελών τους και ενώ στο κρητικό κείμενο ο Ηρακλής εξορίζει τον Ερωτόκριτο μακριά από την Αθήνα και ανακοινώνει στην κόρη του ότι θέλει να την παντρέψει με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου στο γαλλικό δεν έχουμε παρόμοια εξέλιξη δηλαδή ο Πάρις δεν εξορίζεται από το Δελφίνο, μαθαίνει όμως η Βιέννη από τον πατέρα της για την πρόθεσή του να την παντρέψει παρά τη θέλησή της με το γιο του δούκα της Βουργουνδίας. Στο κρητικό έπος η Αρετούσα αντιδρώντας στην απόφαση του πατέρα της πριν ακόμα φύγει ο Ερωτόκριτος αρραβωνιάζεται μαζί του κρυφά δίνοντάς του το δαχτυλίδι της. Ο Ρωτόκριτος αποχαιρετά τους γονείς του και φεύγοντας για την εξορία ζητά από τα Θεϊκά Άστρα και τον Ήλιο να τιμωρήσουν το σκληρό Βασιλιά.
Η ανάλογη σκηνή δηλαδή ο αρραβώνας των δύο νέων υπάρχει και στο γαλλικό μυθιστόρημα εξελίσσεται όμως κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες: ο Πάρις μετά την αποπομπή του πατέρα του από τον Δελφίνο παίρνει μαζί του τη Βιέννη και την Ysabeau και προσπαθούν να δραπετεύσουν πράγμα βέβαια που δεν το κατορθώνουν γιατί άνθρωποι του Δελφίνου τους καταδιώκουν παντού. Πριν την σύλληψη της Βιέννης από τους ανθρώπους του Δελφίνου ο Πάρις πείθεται από την αγαπημένη του να φύγει μακριά και δέχεται από τα χέρια της το δαχτυλίδι της. Τελικά ο Πάρις καταφέρνει να φύγει και η Βιέννη συλλαμβάνεται από τους ανθρώπους του Δελφίνου και μετά από επανειλημμένες αρνήσεις της σχετικά με το συνοικέσιο με το γιο του Δούκα της Βουργουνδίας κλείνεται σε φυλακή από τον πατέρα της με τη φίλη της Ysabeau. Στην φυλακή κλείνεται επίσης και η Αρετούσα με την παραμάνα της για την επίμονη άρνησή της να δεχτεί το γάμο με το Βασιλόπουλο του Βυζαντίου.
Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζουν να εμφανίζονται σημαντικές διαφορές στην πλοκή των δύο μυθιστορημάτων. Στο μεν γαλλικό η δράση μεταφέρεται στην Ανατολή όπου καταφεύγει ο Πάρις μετά από ενδιάμεσες στάσεις στη Γένοβα και στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ανατολή όμως βρίσκεται και ο Δελφίνος ο πατέρας της Βιέννης ο οποίος μεταμφιεσμένος σε προσκυνητή προσπαθεί να συγκεντρώσει πληροφορίες για λογαριασμό του Βασιλιά της Γαλλίας και του Πάπα Ινοκέντιου που ετοιμάζουν σταυροφορία κατά των Σαρακηνών. Ο Σουλτάνος όμως το μαθαίνει και έτσι ο Δελφίνος μεταφέρεται και φυλακίζεται μαζί με τους συνεργάτες του στην Αλεξάνδρεια. Ο Πάρις μετά από νέες περιπλανήσεις αφού προηγουμένως μεταμφιέζεται σε Μαυριτανό φτάνει στην Αίγυπτο και μαθαίνει κατά τύχη τα νέα για τον πατέρα της Βιέννης. Έτσι αποφασίζει να κάνει τα πάντα για να σώσει τη ζωή του αφέντη του. Πραγματικά, ο Πάρις αφού μεθάει τους φύλακες κατορθώνει και φυγαδεύει τον Δελφίνο και τους συνεργάτες του στην Κύπρο και εν συνεχεία φτάνουν όλοι μαζί στη χώρα τους.
Εν τω μεταξύ όμως έχει προηγηθεί η υπόσχεση του Δελφίνου στον μέλλοντα σωτήρα του να του παραχωρήσει όλη τη χώρα του και να τον παντρέψει με την κόρη του. Ο Δελφίνος πιστός στις υποσχέσεις του πληροφορεί την κόρη του Βιέννη, η οποία βρίσκεται συνέχεια στη φυλακή, ότι ένας άγνωστος Μαυριτανός τον έσωσε από την αιχμαλωσία και όπως του υποσχέθηκε πρέπει να τον παντρευτεί. Η Βιέννη αρνείται και πάλι στο τέλος όμως καταφέρνει να αναγνωρίσει τον Πάρι χάρις στο δαχτυλίδι που της φέρνει σαν ενθύμιο. Ακολουθεί η συγχώρεση του Δελφίνου, ο αρραβώνας και ο γάμος του ζευγαριού μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής χαράς και πανηγυριού.
Διαφορετική πορεία ακολουθεί η εξέλιξη του κρητικού έπους. Εδώ η δράση δεν μεταφέρεται στην Ανατολή αντίθετα ο Ερωτόκριτος επιστρέφει από την εξορία (Έγριπος) στην πατρίδα του μεταμφιεσμένος με τη βοήθεια ενός μαγικού υγρού, για να βοηθήσει στον πόλεμο που της έχουν κηρύξει οι Βλάχοι και ο Βασιλιάς τους Βλαντίστρατος. Πράγματι κατορθώνει και σώζει τον στρατό και την ίδια την ζωή του Ρήγα της Αθήνας. Εξασφαλίζεται μάλιστα και η τελική νίκη με μια μονομαχία που γίνεται ύστερα από συμφωνία των δύο αντιπάλων ανάμεσα στον Ρωτόκριτο και τον ανιψιό των Βλάχων Άριστο που έχει φθάσει από τη Φραγκιά. Ο Άριστος σκοτώνεται στη μονομαχία και ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται τραυματισμένος, αγνώριστος πάντα στο παλάτι. Γίνεται τέλος καλά και λέει στον Βασιλιά ότι σαν ανταμοιβή θέλει να παντρευτεί τη φυλακισμένη Αρετούσα. Η Αρετούσα φυσικά αρνείται να παντρευτεί τον άγνωστο ξένο φτάνει μάλιστα να πιστέψει ότι ο Ερωτόκριτος έχει πεθάνει μετά από μια πλαστή ιστορία που της διηγείται ο ξένος στη φυλακή.Η Αρετούσα αναγνωρίζει μάλιστα και το δαχτυλίδι που της δίνει ο άγνωστος μελαχρινός νέος και θρηνεί τον αγαπημένο της. Τότε ο άγνωστος αυτός, με τη βοήθεια του μαγικού υγρού, παίρνει πάλι την όψη του Ερωτόκριτου και αναγνωρίζεται από την Αρετούσα. Ακολουθεί μέσα σε γενική χαρά και ανακούφιση η στεφάνωση του ζευγαριού, ο Βασιλιάς συμφιλιώνεται με τον Ρωτόκριτο και τον πατέρα του και όπως στα παραμύθια ο Ρωτόκριτος ανεβαίνει στον θρόνο της Αθήνας.
Ο ποιητής στον επίλογο δηλώνει θριαμβευτικά το όνομα, την γενιά και την πατρίδα του και ζητά από τους αναγνώστες συγχώρεση για τα τυχόν σφάλματά του. Κάτι ανάλογο παρατηρούμε και στο γαλλικό μυθιστόρημα στην αρχή όμως και όχι στο τέλος της διήγησης.
Από την παραπάνω αντιπαράθεση των γεγονότων στο γαλλικό και στο κρητικό μυθιστόρημα αντίστοιχα, γίνεται φανερό ότι οι αναλογίες και οι ομοιότητες όπου αυτές υπάρχουν είναι μόνο εξωτερικές. Δηλαδή αφορούν το σκελετό της υπόθεσης. Αντίθετα αν συγκρίνουμε τα δύο μυθιστορήματα από άποψη λογοτεχνική θα παρατηρήσουμε περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες. Παρατηρούμε δηλαδή ότι ενώ στο γαλλικό κείμενο έχουμε μια απλή πεζή παράθεση γεγονότων δηλαδή ένα αφήγημα με έμφαση περισσότερο στις λεπτομέρειες των περιπετειών των ηρώων, αντίθετα στο κρητικό έπος φανερή είναι η λογοτεχνική και ποιητική πνοή που δίνει ο συγγραφέας στο κείμενο εμπλουτίζοντάς το με παρομοιώσεις, γνωμικά καθώς επίσης και με ποιητικές αναφορές στις συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων του. Κατορθώνει δηλαδή ο ποιητής του Ερωτόκριτου να μεταβάλλει την πεζότητα του γαλλικού μυθιστορήματος σε ποίηση!
Και ο λαός μας με το αλάνθαστο καλλιτεχνικό κριτήριο που διαθέτει, εκτίμησε τον Ερωτόκριτο και τον περιέβαλλε με αληθινό πάθος από την εποχή κιόλας που η λογοτεχνική του αξία αμφισβητήθηκε έντονα από τους κύκλους των διανοούμενων. Τον άκουγε και τον ακούει με κατάνυξη από τους τραγουδιστές, τον δουλεύει ακόμα και τώρα, με τον τρόπο που μόνο αυτός ξέρει σαν δημοτικό τραγούδι. Γίνεται τραγούδι, μοιρολόι, θέατρο, μουσικός δίσκος.
Τελειώνοντας ο Κορνάρος, μας λέει χαρακτηριστικά:
"Τούτη η αγάπη η μπιστική με τη χαρά τελειώθη"
--------------------------------------------------------
ΒΑΡΒΑΡΑ ΠΕΡΡΑΚΗ
Η «Κάζοβαρ», του Βαγγέλη Κακατσάκη.
(Το κείμενο της ομιλίας όπως εκφωνήθηκε την 25η Ιουνίου 2014 στο Ίδρυμα Μελετών Ελ. Βενιζέλου, με την ευκαιρία της παρουσίασης του ποιητικού βιβλίου)
Είναι Ιούνης, η νύχτα ανέτειλε, είναι ένα καλοκαίρι μάλλον δύσκολο που ωστόσο μας καλεί μ’ όλες του τις φωνές και τα μπλε-γαλάζια του να το ζήσουμε. Είναι ένας χώρος όμορφος και προκλητικός, είσαστε σεις κι εμείς, είναι που διψάμε για ουρανό, είναι που αντιστεκόμαστε στη θλίψη των καιρών μας, είναι που διακηρύσσουμε την πίστη μας σε μια άλλη ζωή, πιο ποιητική κι είναι εδώ ένας ποιητής που τιμά την πόλη μας κι είναι και μια ποιητική συλλογή που ξαναδιαβάσαμε κι είναι εν τέλει η λαχτάρα μας για τις άλλες λέξεις, αυτές που θέλεις να διαβάσεις φωναχτά, να τις ακούς και να τις βλέπεις ν’ ακτινοβολούν, να κρίνουν και ν’ απελπίζονται, να βουτάνε στο σκοτάδι και να αναδύονται στο φως, να πληγώνουν και να σώζουν, να είναι τιμωροί και λυτρωτές, ναυαγοσώστες δηλαδή! Οι λέξεις ενός ποιητή είναι μια υπόσχεση αθανασίας γιατί η ποίηση αποτέλεσε την πρώτη μορφή λογοτεχνικής έκφρασης, μια πράξη άφατη, θαρραλέα.
Όλος ο χρόνος περικλείεται στην ποίηση, ο βιωμένος κι ο αβίωτος, σα μια γραμμή με αναμνήσεις από το παρελθόν κι από το μέλλον, άλλοτε τακτοποιημένες κι άλλοτε ατακτοποίητες, με θράσος κι ευγένεια, με λογική και παραλογισμούς για την ανθρώπινη περιπέτεια.
Δεν τα λέω αυτά τυχαία παρά συνειδητά, γιατί το ποιητικό κείμενο που μας απασχολεί απόψε κινείται πάνω σ’ αυτή τη διαχρονία κι απαντάει στην απληστία με πλήρη, λιτό και ουσιαστικό λόγο.
Μετά από 27 χρόνια, η επανέκδοση αυτού του κειμένου αποδεικνύεται σαφέστατα ελπιδοφόρες πιθανότητες διάσωσής μας σαν ένας λυγμός μακρόσυρτος αλλά και μια ματιά προς τα πάνω.
Δίχως ήρωες αλλά ίσως με μια διάθεση αυτοκριτικής κι αυτοσυνειδησίας για την κόλαση και τον παράδεισο της ανθρώπινης επίγειας κοινωνίας. Ως μαρτυρία για την άγρια μοναξιά των ημερών μας πια και την πρόταση μιας επιστροφής στο εμείς που πιθανά να φέρει την άνοιξη για όσους δεν φοβούνται, επειδή ξέρουν από δάκρυα.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε:
«παράταιρος ο λόγος ο δυνατός
μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει»
Κι εδώ έχουμε μια πολιτεία, που προφητικά σχεδόν ο ποιητής προέβλεψε την κατάρρευσή της, μόνος, «πρώτος κι έσχατος» όπως στο δωδεκάλογο του Γύφτου ο Παλαμάς, ο Τάσος Λειβαδίτης στις ποιητικές του συνθέσεις, ο Μιχάλης Κατσαρός στην πικρή ποιητική οξυδερκή πολιτική και κοινωνική κριτική του. Στο «άνυδρο παρόν» του ο ποιητής μέσα από μια τριμερή δομή του με σκηνοθεσία θεατρική και επικολυρική χροιά, με τη χρήση συμβόλων, ως «ναρκομανής της αλήθειας» και με θαυμαστή διακειμενικότητα (Μυθολογία- Θρησκεία-Ιστορία) γράφει για μια πόλη-χώρα σύμβολο μέσω της συνύπαρξης τριών κατηγοριών ανθρώπων.
Οι χυδαίοι, οι αδύνατοι κι οι φαέθοντες είναι ένα τριπλό σχήμα, επινοημένο σκηνικά και ποιητικά αλλά πραγματικό κοινωνικά, που ξεπερνώντας τις συνήθεις ταξικές διαφοροποιήσεις προσδιορίζει το χώρο και την κατάστασή του αξιακά κυρίως και στη συνέχεια τις ανθρώπινες στάσεις που οδηγούν είτε στο σκοταδισμό και την ειμαρμένη του τέλματος και του βούρκου, είτε στο αμυδρό φως μιας άλλης οπτικής βασανισμένης και βασανιστικής αλλά τελικά ζωοφόρας και ζωοδότρας.
Σαράντα τρία ποιήματα εκ των οποίων τα δύο προλογικά και το ένα επιλογικό, συγκροτούν το ενιαίο ποιητικό σώμα που αν, και σπονδυλωτό, συνιστά μια αδιάσπαστη αφήγηση σε Α΄ και Γ΄ πρόσωπο, ενικό και πληθυντικό για ευνόητους λόγους αποστασιοποίησης αλλά και συνύπαρξης, κριτικής αλλά και συμπάθειας του ποιητή με τη χώρα-σύμβολο, την ίδια του τη χώρα δηλαδή.
Στα 1978, ο Δημήτρης Δημητριάδης, συγγραφέας, έγραψε ένα οικτρό, σχεδόν άγριο κείμενο, αλλά αληθινό, ένα πεζογράφημα, με τίτλο «πεθαίνω σα χώρα», ένα σχέδιο προφητικού μυθιστορήματος, με μια παθιασμένη απελπισία, με εφιαλτική ατμόσφαιρα, κάπως νέο-υπέρ-ρεαλιστική σαν του Μίλτου Σαχτούρη, για το φόβο ότι θα «καταλήγαμε σε μια αιωνιότητα αμείωτου κενού».
Δεν ξέρω αν ο Κακατσάκης γνώριζε ή γνωρίζει το κείμενο, όμως αυτός ο μαρασμός και ο υπονομευτικός φόβος του Α’ και του Β’ μέρους του βιβλίου μας, αυτή η γύμνια της απόλυτης εκμηδένισης, αυτή η κατοχή από το κακό και το άνομο, το μιαρό και βέβηλο, αυτή η λασπουριά που κάλυψε τα πάντα, η χυδαιότητα κι η απατηλότητα, αυτό το άδειασμα από την ανθρώπινη αξία είναι τα βίαια χαρακτηριστικά αυτής της ουτοπικής (άραγε:) χώρας που αποκαλύπτεται ποιητικά από τον τιμώμενο απόψε.
Επιβλητικός ο λόγος στον πρόλογο, μεγαλόπνοος, προφητικός, εσχατολογικός, μεγαλειώδης. Μια διεύρυνση του ποιητικού υποκειμένου σε μια άλλη διάσταση, από την αρχή μέχρι και σήμερα.
Όχι όμως ένα ποιητικό υποκείμενο, αλαζονικό ΕΓΩ αλλά δηλωτικό της τεράστιας ευθύνης του ΑΝΘΡΩΠΟΥ, του μόνου στη διαχρονία του, η αιώνια ΜΟΝΑΞΙΑ του ποιητή!
Στην πρώτη λοιπόν δομική ενότητα του έργου που επιγράφεται « η εμφάνιση των χυδαίων», η ποιητική φράση του Τάκη Σινόπουλου «Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη» (Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ), «φοβάμαι» νομίζω ότι κυριαρχεί ως πύκνωση αυτής της απάνθρωπης ατμόσφαιρας.
Η είσοδος και η επικράτηση των χυδαίων, το οριστικό τέλος της μέρας, ένας μεσαίωνας και η κατατρόπωση της πραγματικής ζωής, η υποκρισία, το άπλωμα του θανάτου, η νύχτα η αξημέρωτη, ο φόβος, η ανθρωποκτόνα μηχανή, η παράλογη πειθαρχία, η δολοφονία των ονείρων, η κατάργηση του ανθρώπου, η μιαρότητα, η παρακμή των αξιών, η καταστολή των επιθυμιών, οι κατασκευασμένοι ήρωες, η ιστορική εκτροπή, το διαρκές γήρας, το τέλος της αγάπης, η εκποίηση των ελπίδων, η εμπορευματοποίηση του ανθρώπου, το διαρκές τέλος…
Ορατότης μηδέν… Ένας διαρκής φόβος, η ωμοφαγία, μια απέραντη επικράτεια της απελπισίας…
Η Κάζοβαρ του τρόμου και του γκρίζου, των ανθρωποκτονιών του χαλκευμένου όνειρου, των ληστών και των καταπατητών, των βαρβάρων του Καβάφη, αυτών όμως που ήδη έχουν εισβάλει. Η Κάζοβαρ ένα οργουελικό τοπίο, καθόλου επιστημονικής φαντασίας, εδώ πλανήτης γη…
Ένα επιθετικό τοπίο με το ρόγχο του θανάτου, μια νύχτα, η ασχήμια κι η κατάρρευση, μια κίνηση προς τα κάτω…
Στο «τραγούδι του εμπόρου» ο Μπέρτολ Μπρεχτ έγραφε:
«Τι είναι στ’ αλήθεια ο άνθρωπος;
Που να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι τάχα!
Ξέρω την τιμή του μονάχα!»
Αυτή είναι κι η διαπίστωση του Βαγγέλη Κακατσάκη στο τέλος της Α’ ενότητας με το ποίημα «Γενικό εμπόριο» Τυχαίο; Στο Β΄ μέρος του σπονδυλωτού ποιήματος με τίτλο «Απολογία αδυνάτων», ο ποιητής αναπαριστά τα νέα ήθη αυτής της κοινωνίας και τη συμπεριφορά της αποδοχής της απελπιστικής και απελπισμένης των κατοίκων της Κάζοβαρ. Καμιά Ανάσταση, ούτε καν η υπόσχεση μιας ελπιδοφόρας θρησκείας δεν υπάρχει. Η Ζωή εν Τάφω, χωρίς ίχνος διαφυγής, αντί για λόγια ψελλίσματα, η ένοχη σιωπή που είναι συνενοχή, οι χαμένες άνοιξες κι η θύμησή τους.
Ως νέοι «Μοιραίοι» του Βάρναλη με μια παθητική προσμονή, χωρίς έξοδο, πολιορκημένοι και δουλοπρεπείς, ξυπόλητοι και μόνοι, μόνο με αναμνήσεις αλλά χωρίς επιδιώξεις, χωρίς μέλλον, εγκλωβισμένοι σ’ ένα αφόρητο παρόν, αιχμάλωτοι των διαψεύσεων τους, κακορίζικοι, στα παζάρια τα όνειρά τους…
Ο μαρασμός, η αναβολή, οι επιθυμίες οι ανεκπλήρωτες κι οι ανέκφραστες, ο θάνατος της αγάπης, η κατάργηση των αντιδράσεων… Γεμάτες απουσία οι ψυχές τους, ενοχές προκατασκευασμένες, μοιρολόγια τα τραγούδια τους… Μόνη σωτηρία η θύμηση, όταν η μνήμη γίνεται κιβωτός για να ξαναξεκινήσει η ζωή, όπως της πρέπει…
Συμβιβασμένοι και δουλοπρεπείς, απέραντα πληγωμένοι, έρπουν σχεδόν, ένα με το χώμα και τη λάσπη, γέμισε λέξεις απαγορευμένες η γλώσσα τους, αναίσθητοι και ζώντες κατά τύχη, «άβουλοι αντάμα προσμένουμε ίσως ένα θάμα», οικείος στίχος μιας σκληρής αυτογνωσίας για όλες τις εποχές, όταν απειλείται ο άνθρωπος κι αντί να απαιτεί, επαιτεί…
Φαίνεται όμως ότι ο ποιητής είναι διατεθειμένος να ανοίξει το δρόμο. Ν’ απελπίσει την απελπισία και με τις λέξεις του να σκοτώσει το θάνατο. Ξέρει καλά τι χαλάει τον άνθρωπο. Κι έτσι στο 3ο και τελευταίο μέρος αυτής της ποιητικής σύνθεσης, όταν πια αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η χώρα δεν μας είναι και τόσο άγνωστη, θα ‘λεγα μάλιστα το αντίθετο «στο ημερολόγιο του Φαέθοντα» ο ποιητής αξιοποιεί το μυθολογικό σύμβολο με μια ηχηρή διακειμενικότητα για να δηλώσει ότι το ταξίδι στο φως, ως οδηγός του άρματος του ήλιου ενέχει κινδύνους γιατί ο ήλιος φωτίζει, χαρίζει τη ζωή αλλά όπως γράφει ο Ναζίμ Χικμέτ « αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ».
Αχνοφαίνεται το όραμα της ζωής, ο αντίλογος της ζωής κι από το πηγάδι βγαίνει το λαγαρό νερό, από την ενδοσκόπηση η απόφαση γι αντιδράσεις, η παιδική ηλικία της ανθρωπότητας εν είδη αγνότητας κι αθωότητας μπορεί και να γυρίσει ο έρωτας ως ζωογόνα δύναμη μαζί με την πράξη που αποθεώνει τη ζωή…
Συμβολικοί οι τύποι των ποιημάτων του 3ου μέρους πηγάδια, η προσδοκία της ιστορικής αλήθειας, η αθανασία, τα περιστέρια, ο λόγος κι ο αντίλογος, το καλοκαίρι και η τελική κατάφαση του «θα ‘ρθει καιρός»
Η νεοελληνική ιστορία κι οι σηματοδοτήσεις της, η Ανάσταση της ορθόδοξης παράδοσης, το 41 και το Πολυτεχνείο είναι οι σταθμοί που ο ποιητής θα στηρίξει τις προσδοκίες και τα φωτεινά του οράματα αυτούς τους αγίους του ελληνικού εικονοστάσιου και θα μιλήσει για τους ολότελα δοσμένους στον κοινό αγώνα ήρωες που αφειδώλευτα κι ιδανικά έγιναν εραστές της συλλογικής αφύπνισης και πίστεψαν κι έπραξαν και κήρυξαν και διέδωσαν και καήκανε οι ίδιοι στη φωτιά της ουτοπίας τους.
Ο κηρυγμένος πόλεμος στο κακό και στο ψέμα, σ’ ότι απειλεί και χαλάει τον άνθρωπο, σε ότι δολοφονεί το όνειρο, σ’ ότι εμποδίζει την επέλαση της άνοιξης, γίνεται ποίηση με λέξεις στέρεες και λιτές, ασυμβίβαστες κι ελεύθερες, κι έτσι η ποίηση μεταμορφώνεται σε πράξη και στάση και βιοθεωρία ορατή και διαφανή. Ο ποιητής εκτίθεται σχεδόν ηρωικά, συναντιέται με μας, δεν σιωπά, δεν ολισθαίνει, επανέρχεται, υπενθυμίζει, προτάσσει, ανοίγει το «πηγάδι της κραυγής».
Και μάλλον συμπορεύεται με τον Μιχάλη Κατσαρό, που στο ποίημά του κατά Σαδδουκαίων έγραψε:
«Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
Η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση, μαζεύω»
Κι ο Γιάννης Ρίτσος Ανυπόταχτη Πολιτεία καλεί την πόλη του να ξεσηκωθεί κι αρθρώνει έναν ανάλογο μελλοντολογικό λόγο.
« Μη φοβηθείτε, όσοι ξέρετε από δάκρυα»
Έτσι κλείνει το βιβλίο του ο Βαγγέλης Κακατσάκης. Σηματοδοτεί την υποσχεμένη μέρα του μέλλοντα χρόνου, σε μια έξοδο στην αυλή ενός καλύτερου κόσμου. Και εμείς μέσα από τη διαρκή επανάσταση της ποιητικής πράξης που δηλώνει παρούσα στα δύσκολα του ανθρώπου μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον στίχο του Μιχάλη Γκανά:
« Ο τελευταίος στίχος δε μένει πάντα τελευταίος
Κάποτε γίνεται πρώτος στίχος ενός ποιήματος
Που γράφει κάποιος αναγνώστης»
Δεν είναι αγαπητέ Βαγγέλη ότι θα γίνουμε κι εμείς ποιητές αλλά είναι ανοιχτοί, ανάλαφροι, μάρτυρες του καιρού μας, όχι οπαδοί αλλά πολίτες, σκεπτόμενοι κι ονειροπόλοι, αφοσιωμένοι στη ζωή με πολλαπλές εμπειρίες και βιώματα, στο τέλος μιας εποχής, χωρίς συλλογικούς μύθους, χαμένοι σε έναν απόλυτο σχετικισμό και ενίοτε με πτήσεις στα προσωπικά μας κενά χρειαζόμαστε ως π
της ζωής που προσφέρει απλόχερα η ποίηση με τα πολύτιμα υλικά της.
Ένας δάσκαλος γράφει. Αυτό είναι ακόμα σπουδαιότερο. Διαρκώς νέος δηλαδή.