ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΘΕΑΤΡΟ: ΗΡΩ ΤΣΑΡΝΑ

2015-04-10 17:48

 

 

«Ως τα τρίμματα του αδάμαντος-Ο εξηνταβελόνης»

σε σκηνοθεσία Μαρίας Φραγκή
                                    

Θέατρο : ΒΕΤΟΝ 7, στις 4,19, 26 /4/ 2015 και 16, 23, 30/5/2015

 

Οι συντελεστές

Σκηνικά-κοστούμια: ΄Αννα Μαχαιριανάκη
Μουσική : Στέφανος Γανωτής
Φωτισμοί : Μαρία Φραγκή
Video art : Αναστάσης-Παναγής Μελέτης
Φωτογραφίες : Απόλλων Δέλλιος

 

Παίζουν 
Κατερίνα Γραμματικάκη
Πάνος Κορδαλής
Νατάσα Φαίη Κοσμίδου
Ευασία Κουτουλάκη
Μαρία Ξυπολυτά
Γιώργος Ρουστέμης
Κωνσταντίνος Τζουάνας

 

Η Μαρία Φραγκή μάς έχει συνηθίσει σε μια ποιοτική δουλειά. Βασισμένη τις περισσότερες φορές σε κλασικά κείμενα περασμένων εποχών στη χώρα μας, όπως του Παπαδιαμάντη, του Χουρμούζη κ.α. στήνει από την αρχή το δικό της έργο.

Ξέρει να βγάζει από τους νέους, ως επί το πλείστον, ηθοποιούς της τον καλύτερό τους εαυτό, το μέγιστο της απόδοσής τους. Μετά είναι ευρηματική. Ποτέ δεν πλήττεις στα έργα της. Πάντα έχει να σου πει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό που αγγίζει άμεσα τη σύγχρονή μας πραγματικότητα.
Μέσα στα άλλα της προτερήματα είναι ότι στο άψε-σβήσε, μεταμορφώνει τους ηθοποιούς, αλλάζει τους ρόλους, με άνεση και οικονομία τόση, όσο το πάτημα της γάτας. Οι ηθοποιοί της χειρίζονται άψογα τη γλώσσα την ελληνική και με άψογη εκφορά και ήχο, εκτός από τη χάρη και τη δεξιότητα με την οποία κινούνται πάνω στη σκηνή. Η δουλειά της είναι ένα σοβαρό παιχνίδι που δείχνουν να το σέβονται πολύ όσοι παίρνουν μέρος σ’ αυτό. Στη συγκεκριμένη παράσταση η αρχική σκηνή που παρουσιάζει τον συγγραφέα,  Κωνσταντίνο Οικονόμο, οπαδό του Κοραή και δάσκαλο στη Σμύρνη,  να μιλά, το 1816, για το έργο του, τις προθέσεις του, τη διαλεκτική γλώσσα που χρησιμοποιεί, για την ίδια την υπόθεση και για τον τρόπο της μεταφοράς του Φιλάργυρου του Μολιέρου στη γλώσσα την ελληνική είναι μια εξαιρετική επινόηση που μάς κάνει εξ αρχής οικείο το περιβάλλον και την εποχή. Εποχή διδαχής και προσπάθειας αναπτέρωσης του ηθικού των Ελλήνων, ό,τι ακριβώς χρειαζόμαστε κι εμείς σήμερα.  Ο ηθοποιός (Π.Κορδαλής) εξαιρετικός στο ρόλο του.
Σπουδαία επινόηση και η σκηνή που παρουσιάζει τους ερωτευμένους
νέους, την κόρη του Εξηνταβελόνη, Ζωΐτζα (Ε.Κουτουλάκη) και τον αγαπημένο της Δημητράκη (Γ.Ρουστέμης) να κολυμπούν στη θάλασσα του ονείρου τους και ο νέος να παριστάνει πως τη σώνει από βέβαιο πνιγμό, πνίγοντάς την στα φιλιά του. Σκηνή επίσης άκρως ποιητική.
Τα πολύ καλά σμυρνέικα τραγούδια, στην αρχή και στο τέλος της παράστασης, με συνοδεία λιτών οργάνων και δροσερές φωνές, κι αυτό στοιχείο της πλούσιας φαντασίας της σκηνοθέτριας, κάνουν ανάλαφρη, ρομαντική και ευχάριστη την ομήγυρη των νέων, όπως ταιριάζει σ’ αυτούς, αλλά και στο είδος της κωμωδίας, έργο που δεν προκαλεί πόνο, όπως λέει κι ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, αλλά δείχνει την ασχήμια ή το ελάττωμα ενός προσώπου, όπως είναι εδώ ο εξηνταβελόνης-φιλάργυρος.
Και οι ενδυμασίες προσεγμένες. Πρόσεξα τα υποδήματα που είναι μαλακά, όμοια με εκείνα των χορευτών και προσδίδουν χάρη και ευκινησία.
Ο εξηνταβελόνης, μάλλον οι εξηνταβελόνηδες, γιατί τρεις από τους
ηθοποιούς, που είχαν άλλους βασικούς ρόλους, έπαιξαν εναλλάξ τον γέρο-φιλάργυρο, με τον τρόπο που ταίριαζε σε τέτοιο χαρακτήρα, κι ο καθένας με τον τρόπο του έκανε το κοινό πολλές φορές να λυθεί στα γέλια.
Η σκηνοθέτρια πέτυχε τον σκοπό που είχε και ο κωμωδιογράφος στο μυαλό του και που τον περιγράφει ο Αριστοτέλης στο εν λόγω βιβλίο του. Από τη μια αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια μας το «γελοίο», το κατώτερο, η ασχήμια του χαρακτήρα. Δεν έχουμε εδώ το ύψος της τραγωδίας. Κι από την άλλη, προβλήθηκε το « κωμικό» στοιχείο της γραφής, το «αστείο», αυτό που προκαλεί το γέλιο. Μάς έμεινε και η αποστροφή για τις επαίσχυντες συμπεριφορές.
Κι ο κόσμος έφυγε ευχαριστημένος από την αίθουσα γιατί πήρε μαζί του
ένα μάθημα, μειδιώντας συγχρόνως για την απόδοση δικαιοσύνης στην ασχήμια, και χωρίς τον πόνο που προκαλεί η τραγωδία.

 

 

ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ

2014-07-29 15:08

 Ναταλίας Ταμιωλάκη

Τα πρώτα και τα έσχατα

Εκδόσεις Οσελότος, Αθήνα 2014

 

Στην δεύτερη ποιητική της συλλογή, που εκδόθηκε πρόσφατα, η Ναταλία Ταμιωλάκη μας κάνει κοινωνούς στην επαφή της με το θείο μέσω της προσευχής, της απόλυτης πνευματικής επικοινωνίας με το ανώτερο ον, σε μια εκ βαθέων συνομιλία του εσώτερου εαυτού της που δονείται παράγοντας ποιητικό λόγο. Λόγος βαθύς, παρακλητικός , ενίοτε επικριτικός που αποκρυπτογραφείται μέσω της προσεκτικότερης ερμηνείας ορισμένων στοιχείων.

 

Τα βράδια η ανάσα μου τραντάζει σα σεισμός τις ρίζες/

Φυσάει τα κλαδιά, μέχρι που να τα ρίξει όλα χάμω/

Μέχρι να τα καρφώσει δυνατά

Στο μάρμαρο της νύχτας και του ύπνου/

 

Το ποιητικό σώμα χωρίζεται σε δυο μέρη (Απολογισμός –πέντε ποιήματα -και Δέκα Προσευχές). Η επιλογή των ποιημάτων απευθύνεται σε αναγνώστες που αγαπούν την χαμηλόφωνη ποίηση , πρόκειται για μια φιλοσοφική θέαση περί συνείδησης και ψυχής, όπου ανήκουν τα άρρητα και τα άδηλα τούτου του κόσμου

 

Στυφή η γεύση της επιθυμίας στο σκοτάδι/

και με σκληρά φωνήεντα ψελλίζονται οι ευχές μας’’

 

Με διαγραμμένη σαφήνεια η ποιήτρια κραυγάζει προσευχές ιερουργώντας με τις λέξεις, μετατρέποντάς τις σε ζωογόνο δύναμη.

 

’'Κύριε ουκ απέστης πάντα ποιών/. Για να βαδίσουμε χρόνια στα χιόνια/, Εσύ νικητής κι εγώ νικημένος’’/

 

Με μιαν αφή, που ξεπερνά τις άκρες των δαχτύλων και προχωρά, ψηλαφητά/

 

Ευφυής ο τρόπος που παίρνει σχήμα και χρώμα το μυστήριο του χρόνου και το αίνιγμα του θανάτου, τα εύθραυστα όρια αθωότητας και ενοχής
 

Δεν είμαι πέτρα να χτυπήσεις και να τρέξει φως

 

ή

 

Εσύ το διάνυσμα/κι εγώ δρομέας που κινάει/

Και ποτέ δε φτάνει/
 

Δεν ψάχνω για άλλη Ιερουσαλήμ./ Οι ύμνοι μου αινούν αυτήν εδώ/

 

Η Ναταλία Ταμιωλάκη καταφεύγει στην ποίηση , μεταπλάθοντας τα βιώματά της σε λέξεις, με την αδυσώπητη αλήθεια του δοκιμασμένου, παραδίδοντας διδάγματα καθημερινού στοχασμού ,με το «Εσύ», είτε ως alter ego της δημιουργού, είτε ορίζοντας τον Θεό ως συγκεκριμένο αποδέκτη. Διαλεκτική με το θείο αποτελούν, τρόπον τινά , οι δέκα προσευχές της, με τις οποίες η ποιήτρια συνδιαλέγεται και αναδιφά τον τετελεσμένο και τον μέλλοντα χρόνο, τον αόρατο πόλεμο εντός κι εκτός μας, την επώδυνη ερωτική ματαίωση.

Διακρίνονται επιρροές από τον Σικελιανό ’’όλη μας η ζωή σπουδή θανάτου θα πρέπει να είναι για να μπορέσουμε, τελικά, να τη ζήσουμε να τη χαρούμε’’

 

’’Κύριε, πεθαίνουμε μπροστά σου/με την ελπίδα πως θ’ ανθίσουν άγρια τριαντάφυλλα στον ίσκιο μας/

 

Αλλά και από τον μεγάλο Αλεξανδρινό

 

’’Που ξέρεις; Ίσως στο τέλος της διαδρομής, να έχουμε διδαχθεί/εσύ την άγνοια/ και εμείς μια κάποια βεβαιότητα/ 

(Απολογισμόςσελ. 9)

 

Ο αναγνώστης δέχεται περίτεχνη επίθεση συναισθημάτων φόβου, απόγνωσης, μελαγχολίας, απώλειας, οδύνης, θραύσματα από ανεκπλήρωτα ερωτικά συναισθήματα, που όμως δεν αποπνέουν ούτε στο ελάχιστο δυστυχία ή παραίτηση, μόνο λιτή εκφραστικότητα κι ευαισθησία μετατρέποντας το κύμα της θλίψης σε ισχυρή ποιητική φωνή.

 

’’στις άκρες του αχνού, λιγνού φωτός σου/’’

 

 ή

 

‘’Μόνο μαζί-πόση φωνή να στύψει το σκοτάδι;’’/ 

(Φυλακήσελ. 10)

 

‘’Μην έλθεις φέρνοντας ξεφλουδισμένες αγκαλιές’’

 

‘’Πες μου ένα λόγο για να περιμένω /στην αγκύλη της υπομονής’’

 

Το ποιητικό σύμπαν της συλλογής είναι φτιαγμένο από ήλιο, σκοτάδι, σκιές, χιόνι, πέτρες , ψάρια, θάλασσες, παραμύθια, άνθη, δέντρα, πουλιά. Στην αυτόδηλη ομορφιά τους, η δημιουργός βλέπει την κίνηση της ανύψωσης ή της καταβύθισης. Αβίαστα μετατρέπεται σε υποδοχέα αντιθέσεων.

 

Να καταγγείλω όλες τις νομοτέλειες/τις εξισώσεις της μοίρας, τη διαλεκτική της φθοράς/Μια άλλη ύλη αξίζει της ζωής του κάθε ανθρώπου/.

 

Θα’ ναι η πνοή μου./

Που θ’ ανεβαίνει κατά Σένα/,

Ενώ εγώ θα λιώνω πίσω ολάκερη/

Μέσα σε ξένο θυμιατό/

 

Πάθος και ικεσία μέσα σε δέκα προσευχές και πέντε απολογισμούς , λόγος ακμαίος που πηγάζει από τους χάρτες της ψυχής. Χάρτες, οι οποίοι φαίνεται να μην είναι αδιέξοδοι. Πάντα υπάρχει ένας δρόμος , μια ελπίδα. Χάρτες με διακριτές συντεταγμένες, όπου σε βρίσκει η ποίηση ...

 

Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

 

                                                        *

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΟΥ

2014-03-24 19:06

Αντώνης Καρτσάκης, 

Το λογοτεχνικό Ηράκλειο του Μεσοπολέμου. Κείμενα, έντυπα, δημιουργοί.

Δήμος Ηρακλείου-Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2013


Ο φιλόλογος, δρ. νεοελληνικής φιλολογίας και ακούραστος ερευνητής Αντώνης Καρτσάκης εκδίδει το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο Το λογοτεχνικό Ηράκλειο του Μεσοπολέμου. Κείμενα, έντυπα, δημιουργοί. Πρόκειται για μια μελέτη η οποία παρά την τοπική αναφορά στον τίτλο έχει ενδιαφέρον και πέραν των στενών ορίων της πόλης και του νησιού. Αυτό οφείλεται στο πρώτο κύριο προσόν του βιβλίου, το συνδυασμό της λογοτεχνικής ιστορίας του Ηρακλείου στο μεσοπόλεμο με την ευρύτερη λογοτεχνική ιστορία της Ελλάδας την ίδια εποχή. 

    Η λογοτεχνική εικόνα του Ηρακλείου σκιαγραφείται μέσα από τρεις σημαντικούς παράγοντες: τα έντυπα και τα κείμενά τους, τα πρόσωπα και τους χώρους όπου οι άλλοι δύο παράγοντες κινήθηκαν. Όμως η ικανότητα του ερευνητή να συνδυάζει το ηρακλειώτικο με το ελληνικό, το τοπικού ενδιαφέροντος με το ευρύτερης σημασίας ζήτημα καθιστά το βιβλίο αυτό φιλολογικό εργαλείο τόσο για τον μελετητή τοπικής ιστορίας όσο και για το μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας γενικά. Η μετάβαση από το γενικό στο ειδικό και το αντίστροφο γίνεται με τεχνικότατο τρόπο στο βιβλίο, ούτως ώστε φωτίζονται πολλαπλώς τόσο τα κείμενα όσο και τα πρόσωπα. Η σχέση των περιοδικών/εφημερίδων και των λογοτεχνών του Ηρακλείου με τα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα, με τα κυρίαρχα ή τα νεωτεριστικά λογοτεχνικά ρεύματα αλλά κυρίως με τα ιστορικά συμφραζόμενα δημιουργεί μια ολοκληρωμένη εικόνα. 

    Παράλληλα οι εμπεριστατωμένες και σύγχρονες βιβλιογραφικές αναφορές συντελούν στον χαρακτηρισμό του βιβλίου ως ερευνητικού εργαλείου αναφοράς. Βέβαια, ο συγγραφέας έμπειρος μελετητής των εντύπων από παλαιότερα γνωρίζει ασφαλώς τους δύσβατους ερευνητικούς δρόμους.  

    Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελεί ένα γενικό πλάνο που αποδίδει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις χωροχρονικές συνισταμένες και γενικά προλειαίνει το έδαφος για το ειδικότερο δεύτερο μέρος. Σε αυτό περιγράφεται και σχολιάζεται η ύλη και οι συνεργάτες στα δύο κύρια έντυπα του Ηρακλείου, τα Νεοελληνικά Γράμματα και τις Κρητικές σελίδες, που και τα δύο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην λογοτεχνική και πνευματική κίνηση του τόπου. Στο τελευταίο, τρίτο, μέρος αναδεικνύεται η συνθετική ικανότητα και η επιστημονική οξύνοια του συγγραφέα αφού εκεί περιέχεται η εκτίμηση των περιοδικών του δεύτερου μέρους, ο διάλογός τους με άλλα περιοδικά, κρίνονται  οι θέσεις τους περί λογοτεχνίας, τέχνης αλλά και η ιδεολογία τους.
    Το δεύτερο κύριο προσόν του βιβλίου αποτελεί σχεδόν το εκ διαμέτρου αντίθετο στοιχείο του πρώτου: η αναγνωσιμότητα του. Εξηγούμαι: ένα τέτοιου είδους έργο, όπως το περιέγραψα παραπάνω, είθισται να έχει θέση στις φιλολογικές βιβλιοθήκες, πανεπιστημιακές και ιδιωτικές. Ωστόσο, η ικανότητα του Καρτσάκη στο χειρισμό του λόγου το κατέστησε ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Αντί για πολύπλοκες και θεωρητικές δαιδαλώδεις αναζητήσεις και δυσνόητες φράσεις που συχνά χαρακτηρίζουν τα επιστημονικά έργα το βιβλίο αυτό συνδυάζει την επιστημονική τεκμηριωμένη έρευνα με την αναγνωστική τέρψη. Η επιτυχία βέβαια οφείλεται στο τάλαντο του δασκάλου που διαθέτει ο συγγραφέας: ως καλός δάσκαλος αφηγείται τα αποτελέσματα της έρευνάς του με τρόπο ελκυστικό. 
    Οφείλουμε λοιπόν στον Αντώνη Καρτσάκη μια σημαντική φιλολογική και ερευνητική εργασία για το πνευματικό Ηράκλειο γραμμένη με αγάπη περισσή επιμέλεια και με τη σοβαρότητα του ακέραιου μελετητή που συχνά λείπει από τις τέτοιου είδους τοπικού χαρακτήρα μελέτες. Επιπλέον, ως αναγνώστες ας προσεγγίσουμε αυτό το έργο με την αγάπη και την πνευματική φρεσκάδα που ο ίδιος ο συγγραφέας προσέγγισε το υλικό του.        

Βαρβάρα Ρούσου

 

                                  *

 

 

ΑΝΤΩΝΗ ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗ "Το προζύμι" / Ποιήματα

2014-02-10 23:01

(το ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου 71 / Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2011)

 

Αντώνης Περαντωνάκης, ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ – Λόγος εις εαυτόν *

 

Γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου

 

Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ

Το πρόσωπό μου αδιάκοπα αλλάζουν

Λες κι είμαι ζύμη και με πλάθουν.

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ

 

Αυτό το ποίημα του Αργ. Χιόνη ανακάλεσα μόλις είχα τη συλλογή του Αντώνη Περαντωνάκη Το προζύμι ανά χείρας. Περιέργως πως, πέραν της ετυμολογικής συνάφειας, το παραπάνω ποίημα αποτέλεσε τον ακριβή χαρακτηρισμό αυτής της συλλογής.

 

Ο Αντώνης Περαντωνάκης έχει μακρά θητεία στην ποίηση –από το 1984- και έξι συλλογές στο ενεργητικό του. Το προζύμι – συνολικά εννέα ποιήματα – κυκλοφόρησε μετά από σχεδόν δέκα χρόνια εκδοτικής σιωπής.

 

Η ποίηση του Περαντωνάκη, σταθερά από την αρχή έως και σήμερα, είναι ποίηση των περιστάσεων, αναφορική, σχεδόν αφηγηματική αλλά με δονήσεις δραματικότητας. Κυρίως όμως είναι ποίηση του ιδιωτικού βίου, του πρώτου προσώπου, βιωματική, των βιωμάτων που μετουσιώνονται σε εναργείς εικόνες ενίοτε με ορατά τα βιογραφικά αίτια της γένεσης του ποιήματος. Και φυσικώ τω λόγω σε μια τέτοιου είδους ποίηση αρμόζει ο εξομολογητικός τόνος, η χαμηλή φωνή, που θα επανασυνθέσει την εμπειρία σχεδόν ως λόγο εις εαυτόν. 

 

Κατά τούτο χαρακτήρισα την ποίηση του Περαντωνάκη αναφορική: η έδρα της είναι οι αναφορές στην πραγματικότητα και μάλιστα στην οικεία καθημερινότητα. Επεισόδια ασήμαντα κινούν τον ποιητικό λόγο και μετατρέπονται σε εμπειρίες αποκαλυπτικές: οι κομμένες ανεμώνες σημαίνουν την αποξένωση από τη φύση αλλά και από την αληθινή ζωή και οδηγούν στην διαπίστωση της διάψευσης (Κομμένη ζωή)· η φωνή του παλιατζή υπογραμμίζει την αδυναμία κάθε αλλαγής και απαλλαγής και το απρόσιτο της ομορφιάς (Ο παλιατζής). Η μορφή της μητέρας σε τρία ποιήματα (και μια γυναικεία μορφή, πάλι με μητρικές παραινέσεις, που καταφθάνει μάλλον από την παιδική ηλικία -Η κυρά ΄Λένη-) με την σχεδόν καταδυναστευτική τρυφερότητα της έγνοιας της συντείνει στην εγκαθίδρυση του κλίματος της αδιόρατης ενοχής και της διάχυτης αγωνίας για το αναπόδραστο του παρελθόντος που προοιωνίζει το μέλλον. (Στ’ αδράχτι, Το προζύμι, Το εικόνισμα). Η μητέρα αντανακλά με το δικό της γήρας την ωρίμανση του ποιητή, την διαφυγή από το βάρος και τις προσδοκίες της παιδικής ηλικίας (που είναι πλέον «μια πατρίδα που συνεχώς απομακρύνεται…θολή ανάμνηση» κατά τον Πατρίκιο). 

 

Δύο από τα ποιήματα (Τα μούρα, Ξαγρύπνια) στον γνωστό εξομολογητικό τόνο, δεν αποτυπώνουν απλώς τη στιγμή αλλά καταγράφουν ένα επεισόδιο, μια ιστορία όπου ένας από τους τελευταίους στίχους -τρόπον τινά το επιμύθιο- αποτελεί την στοχαστική αναγωγή. Η αφηγηματικότητα με την οποίαν σκηνοθετείται -άρα επαναβιώνεται- η εμπειρία αναδεικνύει και μια άλλη πλευρά του Περαντωνάκη: τη σκηνοθετική, που προκύπτει από την πολυετή του σχέση και ενασχόληση με το θέατρο (σκηνοθεσία, ερμηνεία και διδασκαλία). Έτσι, ο ποιητής-αφηγητής που αναστοχάζεται την εμπειρία, ενσωματωμένος στο ίδιο το ποίημα, με την διαύγεια της εικόνας του πασχίζει να κατακτήσει την προσωπική του εσωτερική καθαρότητα: το ποίημα ως δικλείδα ασφαλείας θα εκτονώσει το συναισθηματικό φορτίο. 

 

Η αποφυγή γλωσσικών εντυπωσιασμών και η λιτότητα συντηρούν την οικονομία που στοχεύει στο καίριο και συγκρατεί δυναμικά τον λυρισμό. Μαζί με την εξομολόγηση η συχνή χρήση του ευθύ λόγου, σε εισαγωγικά, συμβάλλει στην ζωηρότητα, στην αμεσότητα, στην συζήτηση τόσο με τους «ήρωες» όσο και με τον αναγνώστη, και βέβαια αποτελεί δείκτη της ουσιαστικής σχέσης του ποιητή με το θέατρο. 

 

Παράδειγμα για τα παραπάνω αποτελεί το ομώνυμο ποίημα της συλλογής που με την χωροθέτησή του, την απόδοση της γρήγορης κίνησης και της έντασης προβάλλει την σκηνοθετική ικανότητα του ποιητή: πρόσωπα – από ένα παρελθόν προαστικό - και πράξεις συνθέτουν μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα ανησυχίας όπου λαμβάνει χώρα το ζύμωμα, (η προετοιμασία για να φουσκώσει ο άρτος της ποίησης με προζύμι την ίδια τη βιωμένη εμπειρία) που παρεμποδίζεται με μεταφυσικό σχεδόν τρόπο σε ένα σκηνικό ζόφου. Η αποτυχία στην παρασκευή του άρτου σημαίνει όμως εν προκειμένω την επιτυχία στην ολοκλήρωση του ποιήματος με μια αφήγηση θεατρική. 

 

Το ποίημα ποιεί ξανά και ξανά την μνήμη, δηλαδή την ίδια την συνείδηση του ποιητή «λες κι είναι ζύμη και τον πλάθει» κατά τον Χιόνη.

 

Από την έως τώρα ποιητική πορεία του Περαντωνάκη είναι ορατή η γόνιμη μαθητεία του τόσο στους εξομολογητικούς και επιγραμματικούς ποιητές όσο και στον Καβάφη. Από τον αλεξανδρινό ο Περαντωνάκης διδάσκεται τον τρόπο να χειρίζεται ποιητικά την ανάμνηση ως αιτία του ποιήματος, ως μέθοδο επαναβίωσης της ίδιας της εμπειρίας αλλά και του ρίγους της. 

 

Το ποίημα «Μικρή σουΐτα για τον Κ. Π. Καβάφη», δείγμα διακειμενικού διαλόγου, είναι εξέχον τόσο για τον τρόπο με τον οποίον αποτίεται φόρος τιμής στον ποιητή όσο και για ολόκληρη τη σύνθεσή του που ισορροπημένα συνδέει το παρελθόν με το παρόν, την ποίηση με τη ζωή, τον πρόγονο με τον απόγονο, ενώ ταυτόχρονα με κινηματογραφικό τρόπο το ποιητικό βλέμμα μεταβαίνει από την φωτογραφία στην πραγματικότητα με την επιφανειακά αφελή αλλά σε δεύτερη ανάγνωση εύστοχη ερώτηση του επισκέπτη και την επίσης αμφίσημη απάντηση του οικοδεσπότη: 

 

[…]

Τέλος, η πιο αθώα ερώτηση

του νεαρού μου επισκέπτη –

- Ο παππούς σου ε;

-Ναι! Ο Κ.Π.Καβάφης!

 

Η σύνδεση του ποιητικού προγόνου με τον απόγονο (στην ποίηση και τον βίο) αποδίδεται με την προσφιλή καβαφική μέθοδο δηλαδή με λόγους που αποκαλύπτουν και αποκρύπτουν ταυτόχρονα.

 

Αυτό που απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό, συγκριτικά με άλλες συλλογές του Περαντωνάκη, είναι ο σκληρός αυτοσαρκασμός και η οξύτατη ειρωνεία, στα όρια του απροσδόκητου κυνισμού. Αν και πάλι στο Προζύμι το ποιητικό αποτέλεσμα συχνά είναι η θλίψη που προκύπτει από την απογυμνωμένη αλήθεια, τούτο επιτυγχάνεται περισσότερο με μια υπόρρητη ελαφρώς πικρή ειρωνεία που απορρέει από την ίδια την πραγματικότητα. 

 

Πικρία και θλίψη αδιαμεσολάβητες λοιπόν είναι τίμημα της σκληρής ωρίμανσης, ταυτόχρονα ποιητικής και ηλικιακής.

 

Με δεδομένο ότι η ποίηση είναι περιστασιακή ο Περαντωνάκης θέτει το ερώτημα και το απαντά: μπορεί η ποίηση να επαναφέρει τη στιγμή; Δεν είναι ισχυρότερη η ίδια η ζωή από τον λόγο; 

 

[…]

Και τότε πια,

τι κι αν το ποίημα

σε κλείσει μέσα του

σαν μνήμη;

Εσύ, ανέκκλητα, θα ‘χεις χαθεί.

[…]

Κι ύστερα, δίπλα σ’ ένα εξαίσιο σώμα

πάντα χαμένος βγαίνει ο λόγος

ό,τι και να πούμε!

 

(«Εκδοχή Ι και ΙΙ» της συλλογής Ακίδες και δήγματα, ΠΛΕΘΡΟΝ 1993)

 

 * Το κείμενο από την παρουσίαση του βιβλίου στο Ηράκλειο (Θέατρο «ΟΜΜΑ Στούντιο» Αντώνη Διαμαντή) στις 23 Νοεμβρίου 2011.  

 

 

                                                                                *

 

 

ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ "ΔΡΑΠΕΤΙΣ"

2013-12-31 20:26

 

Η Δραπέτις της Βικτώριας Θεοδώρου: μια ανάγνωση *

 

Γράφει ο Ζαχαρίας Κατσακός


Το βιβλίο Δραπέτις της Βικτώριας Θεοδώρου γράφτηκε το 1990. Τυπολογικά είναι συζητήσιμη η κατάταξή του στο είδος της αυτοβιογραφίας της παιδικής ηλικίας. Ουσιαστικά η συγγραφέας στο έργο αυτό «πλησιάζει» το παιδί που η ίδια υπήρξε κάποτε. Ένα παιδί ιδιαίτερο και μοναχικό. Η ίδια η συγγραφέας υπήρξε άλλωστε τρόφιμος στο ίδρυμα Ανδρέου και Μαρίας Καλοκαιρινού στο Ηράκλειο του μεσοπολέμου. Η έκδοση συμπληρώνεται με το πολύ διαφωτιστικό επίμετρο του εκδότη κ. Κώστα Νταντινάκη.


        Τέσσερα είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά ή δομές που συγκροτούν την ιδιαιτερότητα του ύφους στο κείμενο Δραπέτις: Η λανθάνουσα ποιητική νοημοσύνη που το διατρέχει, η βιωματικότητα μέσα από την οποία αναδύεται ένας λόγος που πυκνώνει το αίσθημα και συγκροτεί έναν ιδιότυπο λυρισμό (τον οποίο θα ονομάσω «δραματικό»), η περιγραφή που εκλύει ένα λόγο διαυγή και μνημειώνει τη φύση ως τον εξωτερικό χώρο της αφήγησης -σύμβολο ελευθερίας και ευτοπίας- καθώς και η εξαιρετικά ήπια και καλοζυγισμένη συχνότητα μεταβάσεων από το πραγματικό στο φαντασιακό - αφαιρετικό και αντιστρόφως.


        Στοιχεία όπως η ειρωνεία και ο σαρκασμός, το διακείμενο ή αλλιώς η ενσωμάτωση έμμετρων στιχουργημάτων και ποιημάτων στον κορμό της περιφερειακής  αφήγησης, η ελαστικότητα της πλοκής (η συστολή και η διαστολή της), η αυθεντική καταγραφή δοξασιών και συνηθειών καθώς και ο εγκιβωτισμός συγκεκριμένων ολιγάριθμων και παρένθετων αφηγήσεων, συμπληρώνουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αφήγησης στο έργο της Βικτώριας Θεοδώρου Δραπέτις.


        Τα στοιχεία αυτά εμφιλοχωρούν μέσα στο κείμενο απροσδόκητα, με μιαν υπόγεια διαδρομή, λειτουργώντας όμως ακριβώς όπως οι μοχλοί και οι ασπίδες, για να αναδείξουν, ως προς τις νοηματικές σημάνσεις, τη βασικότερη θεματική εστία του έργου: τη βιωματική δηλαδή εμπειρία της «δραπέτιδος». Σε όλη την πορεία του έργου αναζητείται η «δραπέτις». Ή αλλιώς, η «δραπέτις» δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με την ίδια την αφηγήτρια. Λανθάνει λοιπόν εδώ ένα στοιχείο περσόνας, μάσκας δηλαδή, πίσω από την οποία «κρύβεται» η ίδια η αφηγήτρια.


        Ως προς την ποιητική νοημοσύνη θα έλεγα ότι ο λόγος, όσο πιο πυκνός και ώριμος είναι, τόσο πιο ποιητικός γίνεται υπό την έννοιαν ότι, πυκνώνοντας την ιδέα πυκνώνεται και το αίσθημά του. Η συγκίνηση λοιπόν δεν είναι παρά αποτέλεσμα αυτής της συστολής. Η ποιότητά της έχει να κάνει βέβαια και με το χειρισμό της γλώσσας. Όσο η γλώσσα είναι πιο ώριμη, τόσο πιο λυρική γίνεται και συσσωματώνει και άλλα στοιχεία, όπως είναι ο ρυθμός και η μουσικότητα. Συνεπώς όταν μέσα στο λόγο τα στοιχεία αυτά έχουν διάρκεια, τότε αυτός παίρνει τον χαρακτήρα μιας ιδιότυπης δραματικότητας η οποία σε συνδυασμό με το ρυθμό και γενικότερα την προσωδία -την όποια προσωδία- παράγει υψηλή ποιητική συγκίνηση. Πόσο μάλλον όταν στο πεζό κείμενο, αυτού του είδους η συγκίνηση, αφήνει τα ίχνη της σαν αύρα, αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της δραματικότητας την οποία περιέγραψα. Θα προσπαθήσω να δείξω αυτού του είδους τη συγκίνηση διαβάζοντας δύο μικρά αποσπάσματα από το έργο Δραπέτις: «Άρχιζε να νυχτώνει. Πάνω από τον Γιούχτα, το τεράστιο προφίλ του Δία με τους θρύλους και τα παραμύθια, ανέβαινε το δίλημμα του φεγγαριού», (Βικτώριας Θεοδώρου, Δραπέτις, Εκδόσεις Κεδρισός, Χανιά, 2011, σ. 21). Και ένα άλλο σημείο: «Μια μυθολογία ξεκινούσε από το μέτωπό μου σ’ ένα νοερό τοίχο, όπου ζωγράφιζα φύρδην μίγδην τα βιώματα και την αντίληψή μου του κόσμου» (Δραπέτις, ό. π., σ.49).


        Όλα αυτά συγκροτούνται από μια γλώσσα ώριμη, χωρίς εξάρσεις και χάσματα. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τους ρυθμούς της ελληνικής γλώσσας με τρόπο άμεσο. Η χρήση αυτού του είδους των λέξεων δημιουργεί επίσης και το υπόστρωμα πάνω στο οποίο η σημασιολόγησή τους καθώς και η μετατροπή τους σε οργανωμένο λόγο, γίνεται πιο αυθεντική. Έτσι η γλώσσα της αποκτά ένα ξεκάθαρο δραματικό αίσθημα που είναι κατά τη δική μου αντίληψη πολύ κοντά στην πηγαία έκφραση. Το σημείο ακριβώς αυτό είναι και από τα πιο δυναμικά μέρη του βιβλίου. Η γλώσσα γίνεται όργανο πιστοποίησης του ενστίκτου, της διαύγειας του «συν-αισθήματος» καταπώς λέγει ο Ελύτης στις δοκιμές του, της έντασης και του ποιητικού πάθους. Αυτή η γλώσσα είναι εκείνη που θα μετατρέψει τον απλό λόγο σε πηγαίο ποιητικό άλμα, χωρίς τη χρήση επινοημένων σχημάτων λόγου και εξεζητημένων λέξεων που κάνει τη γλώσσα ψεύτικη. Το άλμα αυτό είναι και το αποτέλεσμα της ρεαλιστικής χρήσης της γλώσσας, του αληθινού και αυθεντικού αισθήματος που αγγίζει συχνά τις υφές μιας πολύ ιδιότυπης, συγκρουσιακής θα έλεγα έντασης.


        Ο ανοιχτός χώρος των περιγραφών μετατρέπεται σε σκηνή. Η φύση γίνεται πρωταγωνιστής. Πάνω της οι εικόνες ερμηνεύουν ρόλο και φωνές. Τα χρώματα των εποχών ευωδιάζουν, παίρνουν ψυχή και μυαλό, κατεβαίνουν από τους τοίχους παλιών σπιτιών, γίνονται ήχοι μουσικής και αναλύονται σαν φαντάσματα μέσα στις αυλές και στους δρόμους, στους οικισμούς και στις συνήθειες της αγροτικής καθημερινότητας. Αγγίζουν ολοκληρωτικά τον άνθρωπο που ατμίζεται από τη συγκίνηση βάφοντας την ψυχή του με ξεχασμένα είδωλα, νύξεις, βλέμματα, αναμνήσεις και περάσματα. Στο χώρο αυτό η αφήγηση αποκτά τη δική της διάσταση.


        Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι έχομε έναν αισθηματικά σύμμεικτο λόγο γεμάτο από πηγαία εκφραστική λειτουργία. Μια γλώσσα έντονα βιωματική, με συγκρατημένη εξομολογητική διάθεση, ποικιλία συνειρμών και «ανώδυνα» περάσματα από το ρεαλιστικό στο φαντασιακό - αφαιρετικό.


        Η συγγραφέας μεταμορφώνεται. Μέσα από τα βιώματα της καθημερινότητας, εξελίσσεται ένας λόγος στοχαστικός, σε κάποια σημεία κριτικός, σε άλλα συγκινησιακός. Οι «ήρωες», αν μπορούμε να μιλήσουμε για ήρωες, έχουν σαφείς κοινωνικούς ρόλους καταγράφοντας το κοινωνικό και πολιτικό προϊόν της εποχής τους, όμως είναι απολύτως αυθεντικοί, διατηρώντας τα δυναμικά χαρακτηριστικά της αρχέτυπης λειτουργίας τους. Δεν εξωραΐζονται, δεν δηλώνονται, υπάρχουν μέσα στη φθορά της δέσμευσης, αλλά εξυγιαίνονται ακολουθώντας την απόλυτη συμμετρία της ανάγκης και των παθών τους. Γίνονται τελικώς αδιαίρετες ενότητες με το έργο, με τη φύση και το στοχασμό.
 

* Το κείμενο από την παρουσίαση του βιβλίου στην αίθουσα Ανδρόγεω του Δήμου Ηρακλείου στις 18 Μαίου 2011. 

 

 

                                                                                      *

 

 

ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗ "Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΤΕ" (Γαβριηλίδης, 2013)

2013-12-17 13:14

 

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 

του Κώστα Νταντινάκη

 

 

Η ανθρώπινη περιπέτεια μέσα από το ορυχείο της μνήμης 

και η λυτρωτική ελπίδα της μέσα από τον ποιητικό Λόγο.

 

Δεν έχω σώμα

Είμαι ένα τοπίο

από παλιότερο όνειρο.

ΜΕΝΗΣ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Από το 1987 που εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα μέχρι πρόσφατα που κυκλοφόρησε το έβδομο βιβλίο της (“Ο χρόνος τότε”, Γαβριηλίδης 2013) η Ελένη Μαρινάκη επιβεβαιώνει διαρκώς την αρχική εντύπωση μιας πολυσήμαντης λεπταίσθητης ποιητικής φωνής. Βαθιά ανθρώπινη και εξόχως λυρική, τόσο στην ιδεολογική της συγκρότηση όσο και στην αισθητική της διατύπωση, μ' ένα έργο-δοκίμιο πάνω στη διαλεκτική σχέση του χρόνου με τον έρωτα (ως πηγή ζωής) και τον θάνατο (ως αμετάκλητη απουσία).

 

    Αν και όλο το οικοδόμημα της Τέχνης, με προεξάρχουσα την Ποίηση, οφείλει την ύπαρξή του στη σχέση αυτή, το ζητούμενο κάθε φορά είναι μια νέα διερεύνηση ή μια πιο απρόσμενη εκφραστική πραγμάτωση. Αυτή την ανανεωτική προσέγγιση προσφέρει στη νεοελληνική ποίηση ο λόγος της Ελένης Μαρινάκη:

 

Να εναγκαλιστώ το σκότος

να βγάλω ρίζες και κλαδιά

κι ούτε ένα αεράκι να χαϊδεύει

εκείνη την ελπίδα μνήμη

πως ήμουν κάποτε η θάλασσα.

 

    Λόγος ρηξικέλευθος, πυκνός αλλά απλός στη διατύπωσή του, με την αρχέγονη μνήμη να νοσταλγεί την μακαριότητα, τότε που όλα αποτελούσαν ενιαία οντότητα, σύμφωνα με την πλατωνική σκέψη. Σύνολο το έργο της ποιήτριας μιλάει για την άρση αυτής της λήθης, για την γήινη περιπέτεια του ανθρώπου που “πέφτει και ξανασηκώνεται” (για να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη ρήση της Ορθοδοξίας) αναζητώντας το φως της Α-λήθειας.

    Η αναζήτηση αυτή, στον παρόντα χρόνο μέσω της Μνήμης, δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνη, έτσι όπως αποτυπώνεται από την camera obscura της ψυχής:

 

Έκλεισα όλα τα παράθυρα

κοιμήθηκα στο περιθώριο της μνήμης

στο άσπρο που αφήνουν οι πληγές

στερέωσα τις μέρες μου.

Και πέρασε η άνοιξη.

 

    Ο αποτυπωμένος από την φωτογραφική μηχανή χρόνος, αν και “απτός” δεν παρηγορεί, ως απόδειξη αλλοτινής ευδαιμονίας, αντιθέτως, συντελεί στην επίγνωση της ματαιότητας των ανθρωπίνων:

 

Σε τακτοποιημένη μνήμη

κάθεται ο χρόνος και πουλά

μαι ψεύτικη αθανασία.

 

    Οι υπαρξιακοί προβληματισμοί ενός σκεπτόμενου και συνάμα υπερευαίσθητου ανθρώπου, τον ωθούν να αντιλαμβάνεται τη ζωή ως παράφορη, δίχως νόημα, εκτός από τον δρόμο της Τέχνης που ταυτίζεται με εκείνον της ζωής: «Όμως η ποίηση/ είναι ένα άλλοθι/ για να ζω».

    Το spleen της ποιητικής ψυχής μετράει την απώλεια, την απουσία, τη στέρηση, τη μοναξιά, τη φθορά, την απομόνωση και το αδιέξοδο στην αναζήτηση του αληθινού νοήματος της ύπαρξης:

 

Υγρό τοπίο το σεντούκι, ενυδρείο,

καλλιεργεί τη σιωπή.

Ψάρια πετούν στην κάμαρα

και κάθε μεσημέρι ακριβώς στις δώδεκα

κάθεται στο τραπέζι κάποιος που σου μοιάζει

και τρώει απ' το πιάτο σου.

 

    Ένας κόσμος αυτογνωσίας κατακτημένος από πόνο βαθύ, που αν και σαφώς υπαρξιακός, ελαύνεται από νεορομαντικές, συμβολιστικές αλλά και μετα-υπερρεαλιστικές επιδράσεις και ως προς την θέαση αλλά και ως προς την εκφορά του:

 

Τρέμει μια έκρηξη στα χέρια μου

φλέγεται ό,τι κοιτάζω

σήμα κινδύνου οι κινήσεις μου

εύκολη λεία για ενέδρες.

 

    Ο έρωτας, στην ποίηση της Ελένης Μαρινάκη, δεν ευτελίζεται στην αναζήτηση ενός συμβατικού ερωτικού συντρόφου με σκοπό την “κατάργηση” της αρχέγονης μοναξιάς, αλλά, χωρίς να υποτιμάει την αισθησιακή συγκίνηση, ανάγεται σε μια καθολικότερη στάση ζωής, όπου ζητούμενο είναι το κάλλος του Θεού στις πολύμορφες εκδηλώσεις της δημιουργίας του:

 

Εγώ να φύγω θέλω

να περπατήσω στο νερό

κατάρτι και πρωραία γοργόνα

άνεμος που φυσά το γιασεμί.

 

    Όμως, το εύθραυστο ποιητικό εγώ, ζει εξόριστο του Παραδείσου. Έτσι, κάθε προσπάθεια επανόδου του στο “καθ' ομοίωσιν”, στη μόνη Αλήθεια της ζωής, είναι αναγκασμένο να ακολουθήσει πορεία σταυρική, εξ' ου και οι αμέτρητοι μικροί θάνατοι που βιώνει: “Εδώ στεγάζεται η ζωή μου/ αδιάβαστο αλφάβητο/ χρυσό χτενάκι στα μαλλιά/ κτέρισμα σκονισμένο/ στο έλεος του κάθε τυμβωρύχου”. Εξ' ου ο λυγμός “Έλα./ Δεν ξέρεις σε τι βάθος ζω./ Πόσο με πλησιάζει το σκοτάδι” και η παραδοχή της ήττας απέναντι στο ζητούμενο αίσθημα πληρότητας : 

 

Κύριε, [...] 

Τα χρώματα δώσε μου πάλι

που εμπιστεύτηκα

σε τοκογλύφους κυνηγούς ονείρων.

 

    Τα χρώματα, όπως η μελαγχολική ώχρα , το κόκκινο του θανάτου και προπάντων το λευκό ως έκφραση του αγνώστου, της ακύρωσης, του κενού, της απειλής αλλά και της αθωότητας, αποτελούν πεδίο μελλοντικής σημειολογικής μελέτης στην ποίηση της Ε. Μ. : Έβγαινε άσπρος ουρανός/ και με νανούριζε”, “το γρήγορο ξεθώριασμα του άσπρου”, “άσπρο σβησμένο μεσημέρι”, “Ο ουρανός φόντο λευκό/ όλο και κατεβαίνει μέσα μου” “Λευκή πατρίδα μού 'ταξες” κ. ά.

    Παγιωμένη και ώριμη προσωπική γραφή, ρυθμός παλλόμενος, λόγος στιλπνός, λιτός αλλά και στιβαρός μέσα στην πληθωρική του έκφραση, εικονοπλαστική δεξιοτεχνία, συνθετικός πλούτος, και μια απαστράπτουσα ελληνικότητα: 

 

[...] Ας έλθει μια βροχή

να με κοιμίσει

να με περάσει απέναντι.

Πάντα κρατώ στα χέρια μου

τον οβολό.

 

    Παρά την ζοφερή πνοή του, “Ο χρόνος τότε” μπορεί να ιδωθεί ως ένα εγχειρίδιο επαγρύπνησης του ανθρώπου-Σίσυφου που επιθυμεί να απαλλαγεί από τα δεσμά του. Ακόμα κι όταν έχει φτάσει στην απελπισμένη ταπεινότητα, του “Να 'χω κι εγώ / ένα δικό μου τίποτα”, όπως η ποιήτρια, ενορατική καθώς είναι, πιστεύει στο “αγέννητο πουλί”που κουβαλάει μέσα της. Κινδυνεύει διαρκώς, αλλά σώζεται:“Με τον καιρό, έμαθα να βαδίζω μόνη / σε μια κλωστή να πιάνομαι”. Κι αυτή η, έστω και ως κόκκος σινάπεως, πίστη εμπεριέχει πέταγμα προς το φως: “Εκτείνομαι στο πλάτος μιας ευθείας / που μου υπόσχεται ορίζοντα”.

 

 

                                                   *